Keskin κατά Ολλανδίας της 19.01.2021 (αριθ. προσφ. 2205/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα κατηγορουμένου για εξέταση μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης. Δίκαιη δίκη, ισότητα των όπλων. Αντισταθμιστικοί παράγοντες και κριτήρια αυτών.
Κατά την πάγια νομολογία του Στρασβούργου πρέπει να προσκομιστούν παρουσία του του κατηγορουμένου σε δημόσια ακρόαση όλα τα αποδεικτικά στοιχεία εναντίον με σκοπό την δυνατότητα αντίκρουσης, στα οποία περιλαμβάνονται και οι μάρτυρες κατηγορίας. Η εξαίρεση από την αρχή αυτή είναι δυνατή αλλά δεν πρέπει να παραβιάζει τα δικαιώματα υπεράσπισης, τα οποία, κατά κανόνα, απαιτούν να δοθεί στον κατηγορούμενο επαρκής και κατάλληλη ευκαιρία να αμφισβητήσει τα αποδεικτικά μέσα και όσον αφορά τον μάρτυρα κατηγορίας να τον εξετάσει , είτε όταν ο μάρτυρας καταθέτει ή σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας.
Στην παρούσα υπόθεση ο προσφεύγων καταδικάστηκε από τα εγχώρια δικαστήρια και στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία, δεν του επιτράπηκε να εξετάσει μάρτυρες κατηγορίας επειδή στο προανακριτικό στάδιο, έκανε χρήση του δικονομικού του δικαιώματος να παραμείνει σιωπηλός.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η καταδικαστική απόφαση εναντίον του προσφεύγοντος στηρίχθηκε στις καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας, χωρίς να ελεγχθεί η αξιοπιστία τους. Επίσης δεν επιτράπηκε στον προσφεύγοντα να εξετάσει τους μάρτυρες αυτούς καθώς και να προτείνει μάρτυρες υπεράσπισης.
Σε όλα αυτά τα μειονεκτήματα της υπεράσπισης δεν δόθηκαν αντισταθμιστικοί παράγοντες για να αντισταθμιστεί επαρκώς η μη εξέταση των μαρτύρων. Το Στρασβούργο παρέθεσε κριτήρια για την εκτίμηση των αντισταθμιστικών παραγόντων.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρ. 6§ 1 και 3δ).
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6§1,
Άρθρο 6§3δ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων , Vahap Keskin, είναι Τούρκος και Ολλανδός υπήκοος που γεννήθηκε το 1972 και ζει στο Hengelo (Κάτω Χώρες).
Η υπόθεση αφορούσε την ποινική διαδικασία εναντίον του στην οποία δεν του είχε δοθεί το δικαίωμα να εξετάσει μάρτυρες.
Στις 30 Ιουλίου 2013, ο προσφεύγων καταδικάστηκε ερήμην του για ηθική αυτουργία σε απάτη που διαπράχθηκε μέσω εταιρείας δυνάμει, μεταξύ άλλων στοιχείων, των καταθέσεων έξι μαρτύρων. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση εννέα μηνών με αναστολή και σε χρηματική ποινή 59.300,42 ευρώ.
Άσκησε έφεση, ισχυριζόμενος ότι δεν ήταν ο ηθικός αυτουργός της απάτης, ζητώντας να εξετάσει εκ νέου τους 6 μάρτυρες που προαναφέρθηκαν μαζί με έναν έβδομο μάρτυρα που είχε επίσης καταθέσει εναντίον του. Παρά την σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, το αίτημα για επανεξέταση απορρίφθηκε, από το Εφετείο Arnhem Leeuwarden, το οποίο έκρινε ότι οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος ήταν αβάσιμοι. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διατήρησε τη χρηματική ποινή αλλά μείωσε την ποινή φυλάκισης σε έξι μήνες.
Στις 8 Σεπτεμβρίου 2015, το Ανώτατο Δικαστήριο κήρυξε απαράδεκτη την αναίρεση που ασκήθηκε από τον προσφεύγοντα για παραβίαση της δίκαιης δίκης.
Βασιζόμενος στο άρθρο 6 §§ 1 και 3 (δ) της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι στερήθηκε τη δίκαιη δίκη λόγω της αδυναμίας του να υποβάλει ερωτήσεις σε μάρτυρες.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
(α) Σχετικές αρχές
Το κύριο μέλημα του Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης είναι η αξιολόγηση της συνολικής νομιμότητας της ποινικής διαδικασίας. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων είναι κατά κύριο λόγο ζήτημα ρύθμισης του εθνικού δικαίου και, κατά γενικό κανόνα, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να εκτιμήσουν τα αποδεικτικά στοιχεία ενώπιον τους. Το Δικαστήριο έχει ορίσει τους μάρτυρες, στους οποίους αναφέρεται επίσης συχνά ως «μάρτυρες κατηγορίας», ως πρόσωπα των οποίων η κατάθεση μπορεί να χρησιμεύσει σε σημαντικό βαθμό ως βάση για καταδίκη, συνεπώς οι καταθέσεις τους αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία για τη ποινική δίωξη. Η παρ. 3 (δ) του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ δίνει το δικαίωμα στον κατηγορούμενο να προτείνει και να εξετάσει για λογαριασμό του «μάρτυρες υπεράσπισης», δηλαδή μάρτυρες των οποίων οι καταθέσεις είναι υπέρ του.
Όσον αφορά τους μάρτυρες υπεράσπισης, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο (δ) δεν απαιτεί την κλήση και εξέταση κάθε μάρτυρα εκ μέρους του κατηγορουμένου, ωστόσο ο ουσιαστικός στόχος αυτής της διάταξης, όπως αναφέρεται στις λέξεις «υπό τους ίδιους όρους», είναι να διασφαλιστεί μια πλήρη «ισότητα όπλων» στο θέμα αυτό.
Το Δικαστήριο διατύπωσε το ακόλουθο σκεπτικό όταν έχει υποβληθεί αίτηση για εξέταση μάρτυρα εκ μέρους του κατηγορουμένου σύμφωνα με την εγχώρια νομοθεσία:
(i) Εάν το αίτημα εξέτασης ενός μάρτυρα ήταν επαρκώς αιτιολογημένο και σχετικό με το αντικείμενο της κατηγορίας,
(ii) Εάν τα εθνικά δικαστήρια έλεγξαν τη συνάφεια της κατάθεσης και διατύπωσαν επαρκή αιτιολογία για την απόφασή τους να μην εξετάσουν μάρτυρα στη δίκη,
(iii) Εάν η απόφαση των εγχώριων δικαστηρίων να μην εξετάσουν μάρτυρες υπονόμευσαν το συνολικό δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας.
Όσον αφορά το δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων, το Δικαστήριο έκρινε ότι, πριν καταδικαστεί ο κατηγορούμενος, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του πρέπει κανονικά να προσκομιστούν παρουσία του σε δημόσια ακρόαση με σκοπό την αντιπαράθεση. Οι εξαιρέσεις από αυτήν την αρχή είναι δυνατές αλλά δεν πρέπει να παραβιάζουν τα δικαιώματα υπεράσπισης, τα οποία, κατά κανόνα, απαιτούν να δοθεί στον κατηγορούμενο επαρκής και κατάλληλη ευκαιρία να αμφισβητήσει και να εξετάσει έναν μάρτυρα κατηγορίας, είτε όταν ο μάρτυρας προβαίνει σε κατάθεση ή σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, στις 30.09.2014, το Εφετείο Arnhem Leeuwrden έκρινε τον προσφεύγοντα ένοχο για ηθική αυτουργία σε απάτη που διαπράχθηκε από μια εταιρεία σε δύο άλλες εταιρείες. Σε αυτό το πλαίσιο, το Εφετείο σημείωσε ότι το απολογητικό υπόμνημα δεν ανάφερε σε ποια σημεία οι καταθέσεις των μαρτύρων Α. και Γ. ήταν εσφαλμένες και, επιπλέον, ότι ο προσφεύγων έκανε χρήση του δικαιώματός του να παραμείνει σιωπηλός όταν κατέθεσε αστυνομία , και ότι δεν ήθελε να απαντήσει σε συγκεκριμένες ερωτήσεις σχετικά με τις δικές του δραστηριότητες για την εταιρεία Fr. που του είχε υποβάλει το Εφετείο στην επ΄ ακροατηρίου συζήτηση. Στο μέτρο που αυτές οι πρόσθετες παρατηρήσεις του Εφετείου έπρεπε να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι έκρινε, ότι τα γεγονότα αυτά ήταν σχετικά με την άρνησή του να εξασφαλίσει την παρουσία των μαρτύρων, το Δικαστήριο θεώρησε ότι το δικαίωμα ενός κατηγορούμενου να εξετάσει τους μάρτυρες κατηγορίας δεν μπορεί να εξαρτηθεί από την άσκηση του δικαιώματός του να παραμείνει σιωπηλός.
Όσον αφορά την απαίτηση της υπεράσπισης να τεκμηριώσει αίτημα εξέτασης μαρτύρων, το Δικαστήριο επανέλαβε, ότι η βασική αρχή του δικαιώματος που περιέχεται στο άρθρο 6 § 3 (δ) της Σύμβασης σε σχέση με την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας είναι ότι ο κατηγορούμενος σε ποινική δίκη πρέπει να έχει αποτελεσματική ευκαιρία να αμφισβητήσει τα αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του. Αυτή η αρχή απαιτεί από τον κατηγορούμενο να μπορεί να ελέγχει την αλήθεια και την αξιοπιστία των αποδεικτικών στοιχείων που παρέχονται από μάρτυρες που τον ενοχοποιούν, εξετάζοντας τους προφορικά κατά την παρουσία του, είτε κατά τη στιγμή που ο μάρτυρας έκανε τη κατάθεση είτε αργότερα σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η άρνηση του Εφετείου να αποδεχθεί το αίτημα της υπεράσπισης ήταν σύμφωνη με μια απόφαση που εξέδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε κρίνει ότι, σύμφωνα με την ολλανδική νομοθεσία, ένα αίτημα της υπεράσπισης να καλέσει μάρτυρα θα μπορούσε να απορριφθεί εάν το αίτημα αυτό δεν τεκμηριώθηκε, καθόλου ή επαρκώς, σύμφωνα με τα άρθρα 348 και 350 του Κ.Κ.Κ.».
Σε αυτό το σημείο στην απόφασή του, σε υποσημείωση, το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε δύο αποφάσεις του Δικαστηρίου: Perna και Poropat. Σημείωσε επίσης ότι οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας σχετικά με την κλήση και την εξέταση μαρτύρων δεν διακρίνουν μεταξύ μαρτύρων που (θα μπορούσαν) να καταθέσουν εναντίον του κατηγορουμένου και μαρτύρων που (θα μπορούσαν) να καταθέσουν υπέρ του κατηγορουμένου, και έκρινε ότι, όσον αφορά την απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται σε αίτημα εξέτασης μάρτυρα, δεν έκανε καμία διαφορά κατ΄ αρχήν εάν το αίτημα αφορούσε μάρτυρα κατηγορίας ή υπεράσπισης.
Το Δικαστήριο εκμεταλλεύτηκε αυτήν την ευκαιρία για να επιβεβαιώσει τις γενικές αρχές σχετικά με το δικαίωμα ενός κατηγορούμενου να εξετάσει μάρτυρες κατηγορίας, από τις οποίες προκύπτει ότι το συμφέρον της υπεράσπισης να είναι σε θέση να εξετάσει αυτούς τους μάρτυρες κατ΄ αρχήν τεκμαίρεται.
Οι ανωτέρω εκτιμήσεις οδήγησαν το Δικαστήριο στο συμπέρασμα στην παρούσα υπόθεση ότι δεν μπορεί να λεχθεί ότι το Εφετείο απέδειξε βάσιμους ή νομικούς λόγους για να μην εξασφαλίσει την παρουσία μαρτύρων από Α έως Ζ.
Η απουσία εύλογου λόγου για τη μη παρουσία των μαρτύρων δεν αποτελεί από μόνη της απόδειξη μη δίκαιης δίκης. Ωστόσο, αποτελεί έναν πολύ σημαντικό παράγοντα που πρέπει να σταθμιστεί στη συνολική ισορροπία μαζί με τις άλλες σχετικές εκτιμήσεις, ιδίως εάν οι καταθέσεις των μαρτύρων ήταν η μόνη ή αποφασιστική βάση για την καταδίκη και εάν υπήρχαν επαρκείς παράγοντες αντιστάθμισης.
Το Δικαστήριο σημείωσε εξαρχής ότι τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε το Εφετείο για την καταδικαστική απόφαση δεν περιορίστηκαν στις καταθέσεις των μαρτύρων Α έως Ζ. Ωστόσο το Δικαστήριο θεώρησε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία των απόντων μαρτύρων είχαν τόσο μεγάλη σημασία ή ήταν καθοριστικά για την έκβαση της υπόθεσης .
Όσον αφορά τους αντισταθμιστικούς παράγοντες το Δικαστήριο επανέλαβε ότι πρέπει να υπάρχουν παράγοντες εξισορρόπησης που να επιτρέπουν μια δίκαιη και ορθή αξιολόγηση της αξιοπιστίας μαρτύρων.
Υιοθέτησε τα ακόλουθα στοιχεία που σχετίζονται με την εκτίμηση της επάρκειας των αντισταθμιστικών παραγόντων: η προσέγγιση του δικαστηρίου στα μη εξακριβωμένα αποδεικτικά στοιχεία, η διαθεσιμότητα και η ισχύς επιβεβαιωτικών αποδεικτικών στοιχείων που υποστηρίζουν τις μη εξακριβωμένες καταθέσεις μαρτύρων και τα διαδικαστικά μέτρα που ελήφθησαν για την αντιστάθμιση της έλλειψης ευκαιρίας να εξετάσουν άμεσα τους μάρτυρες στη δίκη.
Το Δικαστήριο σημείωσε καταρχάς ότι οι καταθέσεις των μαρτύρων Α έως Γ περιλαμβάνονταν μαζί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν την ενοχή του προσφεύγοντος, χωρίς την απόφαση να περιέχει ενδείξεις ότι το Εφετείο γνώριζε τη μειωμένη αποδεικτική αξία των μη ελεχθέντων μαρτύρων, ή περιέχει συλλογισμούς για το γιατί έκρινε ότι τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν αξιόπιστα. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν υπήρχαν στην παρούσα υπόθεση ενδείξεις που να στηρίζουν τα μη διασταυρωθέντα αποδεικτικά στοιχεία ή άλλα επιβεβαιωτικά στοιχεία που θα μπορούσαν να είχαν παράσχει την ίδια εγγύηση.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η ευκαιρία να αμφισβητηθεί η απουσία καταθέσεων μαρτύρων έχει περιορισμένη χρήση σε μια κατάσταση όπου ο κατηγορούμενος δεν έχει τη δυνατότητα να διασταυρώσει την εξέταση των μαρτύρων, και επιπλέον έχει επανειλημμένα κρίνει ότι μια τέτοια ευκαιρία δεν μπορεί, από μόνη της, να θεωρείται επαρκής παράγοντας αντιστάθμισης για την εξισορρόπηση του μειονεκτήματος για την υπεράσπιση που δημιουργήθηκε από την απουσία των μαρτύρων. Αυτό ισχύει και στην υπό κρίση υπόθεση. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να ειπωθεί ότι υπήρχαν επαρκείς παράγοντες αντιστάθμισης για την εξισορρόπηση των μειονεκτημάτων της υπεράσπισης.
Οι ανωτέρω σκέψεις αρκούν για να επιτρέψει στο Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αδυναμία του προσφεύγοντος να εξετάσει διεξοδικά τους μάρτυρες κατηγορίας κατέστησε τη δίκη στο σύνολό της άδικη. Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6 §§ 1 και 3 (δ) της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση μιας παραβίασης αποτελούσε από μόνη της επαρκή ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη ο προσφεύγων και ότι το εναγόμενο κράτος έπρεπε να του καταβάλει 692,65 ευρώγια έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).