ΑΠΟΦΑΣΗ
Gavrilova κ.α. κατά Ρωσίας της 16.03.2021 (αρ. προσφ. 2625/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαστική ακύρωση των τίτλων ιδιοκτησίας των προσφευγόντων σχετικά με οικόπεδα που είχαν αγοράσει. Επιστροφή αυτών των οικοπέδων στην ιδιοκτησία του δημοσίου, καθώς χαρακτηρίστηκαν ως «δασικά».
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες, οι οποίοι δεν είχαν ποτέ κατηγορηθεί ότι ενεργούσαν κακόπιστα ή από αμέλεια, αναγκάστηκαν να υποστούν τις συνέπειες των σφαλμάτων και παραλείψεων των αρχών, χωρίς να τους καταβληθεί οποιαδήποτε μορφής αποζημίωση. Η δίκαιη ισορροπία που έπρεπε να επιτευχθεί μεταξύ των απαιτήσεων του δημόσιου συμφέροντος και της ανάγκης προστασίας των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας των προσφευγόντων είχε διαταραχθεί.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι πέντε Ρώσοι υπήκοοι, οι οποίοι γεννήθηκαν μεταξύ 1944 και 1985. Ζουν στη Ρωσία.
Η υπόθεση αφορούσε τη δικαστική ακύρωση των τίτλων ιδιοκτησίας των προσφευγόντων σε οικόπεδα που αυτοί είχαν αγοράσει ως μέρος μιας σειράς μεταβιβάσεων και την επιστροφή αυτών των οικοπέδων στην ιδιοκτησία του δημοσίου με την αιτιολογία ότι ήταν «δασικά». Το οικόπεδο βρισκόταν στο πάρκο αναψυχής Lesnoye στην περιοχή Gachina (περιοχή του Λένινγκραντ).
Τον Σεπτέμβριο του 2014, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία για τη Διαχείριση Κρατικής Κληρονομιάς κατέθεσε αγωγή για την ανάκτηση της κατοχής εναντίον των προσφευγόντων και πέντε άλλων διαδίκων που είχαν αγοράσει οικόπεδα στην εν λόγω έκταση. Το Δικαστήριο του Gachina απέρριψε την αγωγή με την αιτιολογία ότι οι δημόσιες αρχές όφειλαν να διασφαλίζουν την προστασία της δημόσιας κληρονομιάς και ότι οι προσφεύγοντες, οι οποίοι είχαν αγοράσει την έκταση καλή τη πίστη, δεν έπρεπε να τιμωρηθούν για αμέλεια των αρχών. Ωστόσο, το Περιφερειακό Δικαστήριο του Λένινγκραντ έκανε δεκτή έφεση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας τον Απρίλιο του 2016. Αποφάνθηκε, ειδικότερα, ότι η εν λόγω έκταση ήταν δασική και αποτελούσε μέρος των εθνικών δασικών πόρων, ότι ανήκε στο κράτος και ότι δεν θα μπορούσε να ιδιωτικοποιηθεί εκτός εάν είχε μεταβληθεί νόμιμα η ταξινόμηση της, κάτι που δεν συνέβαινε. Η αναίρεση που κατατέθηκε από τους προσφεύγοντες απορρίφθηκε τον Ιούλιο του 2016.
Βασιζόμενοι στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν για την ακύρωση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας τους αναφορικά με τα οικόπεδα που είχαν αγοράσει.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 1 του Πρώτου πρωτοκόλλου (προστασία ιδιοκτησίας)
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η ακύρωση των τίτλων των προσφευγόντων ισοδυναμούσε με «στέρηση ιδιοκτησίας». Επισήμανε επίσης ότι το επίμαχο μέτρο είχε επιδιώξει σκοπό δημοσίου συμφέροντος της εδαφικής διαχείρισης από τις αρχές και προστασία του δάσους ως μέρος του φυσικού περιβάλλοντος. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η προστασία του περιβάλλοντος είχε γίνει αιτία της οποίας η προάσπιση κίνησε το συνεχόμενο ενδιαφέρον της κοινότητας και, κατά συνέπεια, των δημοσίων αρχών.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η αναλογικότητα της παρέμβασης συνεπάγεται την επίτευξη δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος της κοινότητας και των επιταγών της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ατόμων. Η ισορροπία αυτή διακόπηκε όταν ο ενδιαφερόμενος έπρεπε να φέρει «ατομικό και υπερβολικό βάρος».
Στην ανάλυσή του για την αναλογικότητα του μέτρου, εκτός από τη συμπεριφορά των αρχών, το δικαστήριο εξέταζε συχνά τη στάση του ιδιοκτήτη του ακινήτου, συμπεριλαμβανομένου του βαθμού βλάβης ή διακυβευόμενου ενδιαφέροντος.
Στην παρούσα υπόθεση, όσον αφορά τη συμπεριφορά των αρχών, το Δικαστήριο επισήμανε ότι από τη μία πλευρά, είχαν αργήσει να ενεργήσουν. Δεν είχαν καταγράψει τα δικαιώματα ιδιοκτησίας του κράτους και τον χαρακτηρισμό της ως μέρος των εθνικών δασικών πόρων. Οι αρχές παρέμειναν αδρανείς για σχεδόν 24 χρόνια (από το 1991), παρόλο που γνώριζαν ότι το κράτος είχε απωλέσει την κατοχή επί της έκτασης και είχαν επιτρέψει την εγκατάλειψη και τη σταδιακή καταστροφή του δάσους. Από την άλλη πλευρά, είχαν επικυρώσει την ταξινόμηση και τον προσδιορισμό της γης, καθώς και τις σχετικές συναλλαγές και τα οικόπεδα που σχηματίστηκαν μετά τη διαίρεση της έκτασης. Με τον τρόπο αυτό, οι αρχές είχαν αποτύχει στο καθήκον τους να ενεργήσουν άμεσα και επιμελώς.
Επιπλέον, κατά την ακρόαση και τον καθορισμό της αγωγής για ανάκτηση της ιδιοκτησίας που υπέβαλε το κράτος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο- το οποίο είχε δεχτεί ότι οι προσφεύγοντες ενήργησαν καλόπιστα – δεν εξισορρόπησε τα ανταγωνιστικά δημόσια και ιδιωτικά συμφέροντα: απλώς διαπίστωσε ότι το επίμαχο κομμάτι έκτασης αποτελούσε από ανέκαθεν δημόσια ιδιοκτησία και ότι δεν μπορούσε να ιδιωτικοποιηθεί. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι το δικαστήριο δεν είχε λάβει υπόψη την εμπιστοσύνη των αγοραστών, κατά παράβαση των απαιτήσεων της Σύμβασης και της νομολογίας του Ανώτατου Δικαστηρίου και του Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Επιπλέον, ενώ το Δικαστήριο της Gachina είχε επισημάνει ότι ο στόχος δημοσίου συμφέροντος θα μπορούσε να επιτευχθεί με λιγότερο δραστικά μέτρα, για παράδειγμα με την αγορά των εν λόγω οικοπέδων από το Κράτος ή μεταβιβάζοντάς τους διαφορετικά αλλά ισοδύναμα οικόπεδα, ωστόσο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν είχε εξετάσει τις παραπάνω επιλογές.
Στην πραγματικότητα, το Περιφερειακό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η παραβίαση του νόμου δεν θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιηθεί ως μέσο αιτιολόγησης των παράνομων πράξεων που διαπράχθηκαν κατά του ιδιοκτήτη – δηλαδή του κράτους – και ότι η ομοσπονδιακή υπηρεσία δεν είχε επίγνωση της παραβίασης των δικαιωμάτων του Κράτους έως ότου ενημερώθηκε από το γραφείο του εισαγγελέα, παρόλο που, σύμφωνα με τα πορίσματα του δικαστηρίου, τα οποία δεν είχαν αντικρουστεί από το Περιφερειακό Δικαστήριο, είχαν περάσει περισσότερα από 20 χρόνια από την πρώτη συναλλαγή σχετικά με την εν λόγω έκταση. Αυτή η προσέγγιση όχι μόνο ήταν αντίθετη με τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, αλλά και κατέστησε ανεφάρμοστους τους κανόνες παραγραφής που έχουν θεσπιστεί από το νόμο, εξαρτώντας την έκβαση της υπόθεσης από το αποτέλεσμα της επανεξέτασης που διενεργεί η Εισαγγελία, η οποία θα μπορούσε να διαρκέσει αρκετά χρόνια, ή μάλιστα αρκετές δεκαετίες, μετά την ιδιωτικοποίηση ενός ακινήτου. Αυτό προσέδωσε στις δημόσιες αρχές ένα δυσανάλογο πλεονέκτημα, σχεδόν απαλλάσσοντας τις ενέργειες για την ανάκτηση της ιδιοκτησίας από οποιοδήποτε χρονικό περιορισμό και προκάλεσε ανασφάλεια στις αγοραπωλησίες ακινήτων.
Όσον αφορά τη συμπεριφορά των προσφευγόντων, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν είχαν ποτέ κατηγορηθεί ότι ενεργούσαν κακόπιστα ή από αμέλεια στην αγορά των εν λόγω οικοπέδων. Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα που να το υποδηλώνει. Επισήμανε επίσης ότι η δασική έκταση που βρίσκεται εντός της έκτασης των δήμων δεν είχε χαρακτηριστεί ως «δασικός πόρος» βάσει του πρώην δασικού κώδικα, και θα μπορούσε να εντοπιστεί σε περιοχές οι οποίες δεν ταξινομήθηκαν ως δασικοί πόροι στο πλαίσιο του Κώδικα δασοκομίας έτσι ώστε να μπορούν να ιδιωτικοποιηθούν.
Ως αποτέλεσμα, οι προσφεύγοντες, ενεργώντας με καλή πίστη, εμπιστευόμενοι τις αρχές και μη έχοντας τα μέσα να εντοπίσουν τυχόν παρατυπίες στην αγορά των οικοπέδων, θα μπορούσαν νομίμως να πιστέψουν πως κατά την αγορά των εν λόγω οικοπέδων, τουλάχιστον μερικά από τα οποία αποτελούσαν δασικές εκτάσεις, τα οποία βρίσκονται στην επικράτεια των δήμων, ενεργούσαν σύμφωνα με το νόμο και σε ασφάλεια δικαίου. Το γεγονός είναι ότι ούτε η καλόπιστη ενέργεια των προσφευγόντων ούτε το γεγονός ότι η κατάσταση δεν οφείλονταν σε αυτούς είχαν αναφερθεί κατά τη διάρκεια των δικαστικών διαδικασιών.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προσφεύγοντες, οι οποίοι δεν είχαν διαπράξει κανένα αδίκημα, δεν έπρεπε να υποστούν τις συνέπειες των σφαλμάτων των αρχών και της αυστηρής εφαρμογής των διατάξεων σχετικά με την ανάκτηση της ιδιοκτησίας, χωρίς να λάβουν καμία αποζημίωση. Η δίκαιη ισορροπία που έπρεπε να επιτευχθεί μεταξύ των απαιτήσεων δημοσίου συμφέροντος και της ανάγκης προστασίας των προσφευγόντων δεν είχε επιτευχθεί και υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης).
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ρωσία έπρεπε να καταβάλει σε έναν από τους προσφεύγοντες 870 ευρώ για δικαστικά και άλλα έξοδα. Κανένας από τους άλλους προσφεύγοντες δεν είχε υποβάλει αξιώσεις για έξοδα.
Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι το ζήτημα της δίκαιης ικανοποίησης σύμφωνα με το άρθρο 41 της Σύμβασης, όσον αφορά τη χρηματική ζημία και ηθική βλάβη, δεν ήταν έτοιμο προς εξέταση.