Δικαστήριο ΕΕ: «Σε μία τέτοια περίπτωση, η αρμοδιότητα δικαστηρίου κράτους μέλους επιληφθέντος αγωγής για γονική μέριμνα καθορίζεται καταρχήν από τις διεθνείς συμβάσεις»
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 24-03-2021 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι η αρμοδιότητα δικαστηρίου κράτους μέλους, επιληφθέντος αγωγής σχετικά με τη γονική μέριμνα, δεν μπορεί να θεμελιωθεί βάσει του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΚ) 2201/2003 [κανονισμός για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαµικές διαφορές και διαφορές γονικής µέριµνας (γνωστός και ως «κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα»)] σε περίπτωση απαγωγής τέκνου σε τρίτο κράτος.
Πρόσθετα, το ΔΕΕ επισήμανε ότι εφόσον διαπιστώνεται ότι το τέκνο έχει εφεξής τη συνήθη διαμονή του σε τρίτο κράτος, η δικαιοδοσία θα πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διεθνείς συμβάσεις ή, ελλείψει αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 14 του εν λόγω κανονισμού.
Ιστορικό της υπόθεσης
Οι SS και MCP είναι οι γονείς της P, Βρετανίδας υπηκόου, που γεννήθηκε το 2017. Το ζευγάρι, που είναι ινδικής ιθαγένειας και έχουν άδεια διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν είναι νόμιμα παντρεμένοι, αλλά ασκούν από κοινού γονική μέριμνα.
Τον Οκτώβριο του 2018, η μητέρα επέστρεψε στη χώρα καταγωγής της με το τέκνο, το οποίο έκτοτε ζει εκεί με τη γιαγιά του από τη μητρική γραμμή και, ως εκ τούτου, δεν έχει πλέον την συνήθη διαμονή του στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Αυτός είναι ο λόγος στον οποίο η μητέρα βασίζεται για την αμφισβήτηση της αρμοδιότητας των δικαστηρίων της Αγγλίας και της Ουαλίας, τα οποία καλούνται να αποφανθούν επί του αιτήματος του πατέρα να διαταχθεί η επιστροφή του τέκνου στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και να του δοθεί δικαίωμα επικοινωνίας στο πλαίσιο της αγωγής του ενώπιον του High Court of Justice (England & Wales), Family Division [ανώτερου δικαστηρίου (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα οικογενειακού δικαίου, Ηνωμένο Βασίλειο].
To ανώτερο δικαστήριο εκτιμά ότι η αρμοδιότητά του θα πρέπει να διαπιστωθεί δυνάμει του κανονισμού Βρυξέλλες IIα.
Συναφώς, το δικαστήριο αυτό υπογραμμίζει ότι, τη στιγμή που επιλήφθηκε του αιτήματος του πατέρα, αφενός, το τέκνο είχε τη συνήθη διαμονή του στην Ινδία και είχε ενσωματωθεί πλήρως σε ινδικό κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον, έχοντας ανύπαρκτους απτούς πραγματικούς δεσμούς με το Ηνωμένο Βασίλειο, πέρα από την υπηκοότητα. Αφετέρου, η μητέρα ουδέποτε αποδέχθηκε απερίφραστα την αρμοδιότητα των δικαστηρίων της Αγγλίας και της Ουαλίας να αποφαίνονται για ζητήματα γονικής μέριμνας σχετικά με την Ρ.
Επιπλέον, το ανώτερο δικαστήριο αναφέρει ότι ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα καθιερώνει τους κανόνες αρμοδιότητας σε περίπτωση παράνομης μετακίνησης ή κατακράτησης τέκνου, διευκρινίζοντας παράλληλα ότι έχει αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον αυτή η σχετική διάταξη του κανονισμού μπορεί να εφαρμοστεί σε σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ δικαστηρίων κράτους μέλους και δικαστηρίων τρίτου κράτους.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ρώτησε το Δικαστήριο εάν ο κανονισμός Βρυξέλλες ΙΙα πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι τέκνο έχει αποκτήσει, τη στιγμή της υποβολής του αιτήματος σχετικού με ζήτημα γονικής μέριμνας, τη συνήθη διαμονή του σε τρίτο κράτος κατόπιν απαγωγής στο κράτος αυτό, τα δικαστήρια του κράτους μέλους όπου το παιδί είχε την συνήθη διαμονή του αμέσως πριν την απαγωγή του, διατηρούν την αρμοδιότητα χωρίς χρονικό περιορισμό.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, πρώτον, το Δικαστήριο έκρινε ότι αναφορικά με την αρμοδιότητα σε περίπτωση απαγωγής τέκνου, το άρθρο 10 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα προβλέπει τα κριτήρια ως προς μία κατάσταση που περιορίζεται στο έδαφος των κρατών μελών. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η εν λόγω διάταξη δεν αναφέρεται στην πιθανότητα απόκτησης διαμονής στο έδαφος τρίτου κράτους και ως εκ τούτου δεν εφαρμόζεται σε ζητήματα αρμοδιότητας στην περίπτωση απαγωγής τέκνου σε τρίτο κράτος.
Δεύτερον, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι στόχος του νομοθέτη της Ένωσης ήταν η θέσπιση αυστηρών κανόνων σχετικά με την απαγωγή τέκνων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίθετα, δεν ήταν σκοπός του οι κανόνες αυτοί να εφαρμόζονται σε περιπτώσεις απαγωγής τέκνων σε τρίτο κράτος, καθώς τέτοιες απαγωγές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής, μεταξύ άλλων, διεθνών συμβάσεων όπως η Σύμβαση της Χάγης του 1996 για θέματα γονικής μέριμνας και μέτρα προστασίας των παιδιών [Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, την εκτέλεση και τη συνεργασία σε θέματα γονικής μέριμνας και μέτρων προστασίας των παιδιών η οποία υπογράφηκε στη Χάγη στις 19 Οκτωβρίου 1996 και απόφαση 2008/431/ΕΚ του Συμβουλίου περί εξουσιοδότησης κρατών μελών να επικυρώσουν ή να προσχωρήσουν σε αυτή]. Σε ορισμένες περιπτώσεις (όπως η ανοχή ή η παράλειψη ενέργειας από την πλευρά του ασκούντος τη γονική μέριμνα), η εν λόγω σύμβαση προβλέπει αλλαγή δικαιοδοσίας υπέρ των δικαστηρίων του κράτους της νέας συνήθους διαμονής του τέκνου: το Δικαστήριο επεσήμανε συναφώς ότι η αλλαγή δικαιοδοσίας θα στερείτο αποτελέσματος εάν τα δικαστήρια κράτους μέλους διατηρούσαν την αρμοδιότητά τους επ’ αόριστον.
Τρίτον, το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι η διατήρηση της αρμοδιότητας χωρίς χρονικό περιορισμό θα ήταν ασύμβατη με τον ένα εκ των θεμελιωδών σκοπών του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα, ήτοι τον σεβασμό των συμφερόντων του τέκνου, δίνοντας προτεραιότητα για τον σκοπό αυτό στο κριτήριο της εγγύτητας. Το Δικαστήριο συμπέρανε ότι σε περίπτωση απαγωγής τέκνου σε τρίτο κράτος, όπου το τέκνο έχει αποκτήσει, κατόπιν της απαγωγής αυτής, συνήθη διαμονή, το επιληφθέν επί αγωγής αναφορικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας δικαστήριο κράτους μέλους το οποίο κρίνει ότι δεν μπορεί να βασίσει την αρμοδιότητά του στον κανονισμό Βρυξέλλες ΙΙα, θα πρέπει να κρίνει τη αρμοδιότητά του βάσει διμερούς ή πολυμερούς διεθνούς συμβάσεως, ή, ελλείψει αυτών, βάσει των κανόνων του εθνικού δικαίου του (άρθρο 14 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα).
Τέλος, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 10 του κανονισμού Βρυξέλλες ΙΙα δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι τέκνο έχει αποκτήσει, τη στιγμή της υποβολής του αιτήματος σχετικού με ζήτημα γονικής μέριμνας, τη συνήθη διαμονή του σε τρίτο κράτος κατόπιν απαγωγής στο κράτος αυτό.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA