Έρευνα στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν (SIS) κατά την εξέταση αίτησης για τη χορήγηση άδειας διαμονής που υποβλήθηκε από υπήκοο τρίτης χώρας που έχει καταχωριστεί στο σύστημα αυτό ως ανεπιθύμητος – Κώδικας Συνόρων του Σένγκεν
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 4-03-2021 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι, δυνάμει της Σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, τα κράτη μέλη δεν στερούνται τη δυνατότητα να χορηγούν άδεια διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης αποκλειστικά και μόνο επειδή η ταυτότητα του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας δεν μπορεί να αποδειχθεί με βεβαιότητα μέσω έγκυρου ταξιδιωτικού εγγράφου.
Αυτό, δε, ισχύει όχι μόνο στην περίπτωση αίτησης χορήγησης άδειας διαμονής, αλλά και στην περίπτωση αίτησης για την παράταση ή ανανέωση τέτοιας άδειας, όταν αυτή υποβάλλεται από υπήκοο τρίτης χώρας ευρισκόμενο στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους.
Ακόμα, το ΔΕΕ επισήμανε ότι η αρμόδια εθνική αρχή οφείλει να συμβουλεύεται το SIS πριν την παράταση ή την ανανέωση άδειας διαμονής και, αν ο αιτών έχει καταχωριστεί στο σύστημα αυτό ως ανεπιθύμητος στον χώρο Σένγκεν, να διαβουλεύεται με το κράτος μέλος που προέβη στην καταχώριση και να λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντά του, η δε άδεια διαμονής μπορεί να παρατείνεται ή να ανανεώνεται μόνον για «ουσιώδεις λόγους»
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, ο κώδικας Συνόρων Σένγκεν δεν ρυθμίζει την κατάσταση των υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι βρίσκονται ήδη στο έδαφος κράτους μέλους και έχουν εκεί άδεια διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης .
Ιστορικό της υπόθεσης
Στις 9 Δεκεμβρίου 2013 οι σουηδικές αρχές χορήγησαν στον A, υπήκοο Γκάμπιας, προσωρινή άδεια διαμονής με σκοπό την επανένωση με τη σουηδικής ιθαγένειας σύζυγό του.
Ο A είχε υποβάλει πριν από την είσοδό του στο σουηδικό έδαφος αίτηση για τη χορήγηση άδειας διαμονής και είχε αποδείξει την ταυτότητά του με την προσκόμιση διαβατηρίου της χώρας καταγωγής του.
Στις 9 Νοεμβρίου 2015 ο A υπέβαλε στην Υπηρεσία Μετανάστευσης αίτηση παράτασης της ισχύος της ως άνω άδειας προσωρινής διαμονής.
Κατά την εξέταση της αίτησης, η Υπηρεσία Μετανάστευσης έλαβε πληροφορίες από τις νορβηγικές αρχές, σύμφωνα με τις οποίες ο ενδιαφερόμενος είχε τεθεί υπό κράτηση στη Νορβηγία και είχε χρησιμοποιήσει εκεί διάφορα ψευδή ονόματα. Επιπλέον, ο ενδιαφερόμενος είχε καταδικαστεί στη Νορβηγία, υπό ένα από αυτά τα ψευδή ονόματα, σε στερητική της ελευθερίας ποινή 120 ημερών για κατοχή και πώληση ναρκωτικών ουσιών, είχε απελαθεί, του είχε επιβληθεί οριστική απαγόρευση εισόδου στο έδαφος της χώρας αυτής και είχε καταχωρισθεί στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν (SIS) ως ανεπιθύμητος στον χώρο Σένγκεν. Εξάλλου, στη Σουηδία είχε καταχωριστεί υπό το ίδιο όνομα μια άλλη αίτηση άδειας διαμονής, με τόπο κατάθεσης το Ντακάρ (Σενεγάλη), η οποία απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι βασιζόταν σε εικονικό γάμο.
Επιπλέον, από τις διευκρινίσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, κατόπιν σχετικού αιτήματος του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι ο A και η σουηδικής ιθαγένειας σύζυγός του είναι διαζευγμένοι από τις 13 Φεβρουαρίου 2018 και ότι δεν έχουν κοινά τέκνα. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ο A ζει σε ελεύθερη ένωση με Νορβηγίδα υπήκοο, με την οποία έχει δύο ανήλικα τέκνα επίσης νορβηγικής ιθαγένειας.
Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει επίσης, απαντώντας στο αίτημα του Δικαστηρίου για παροχή διευκρινίσεων, ότι οι Νορβηγοί υπήκοοι απολαύουν στη Σουηδία «σχεδόν των ίδιων δικαιωμάτων διαμονής με τους Σουηδούς υπηκόους», στο πλαίσιο της Σκανδιναβικής Ένωσης Διαβατηρίων στην οποία μετέχουν τόσο το Βασίλειο της Σουηδίας όσο και το Βασίλειο της Νορβηγίας, και ότι, κατά τον χρόνο εξέτασης της αίτησης παράτασης της ισχύος της άδειας διαμονής, το μόνο συνδετικό στοιχείο που επικαλούνταν ο Α ήταν η σχέση του με τους ως άνω Νορβηγούς υπηκόους. Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, μολονότι αυτοί, σύμφωνα με τα εθνικά μητρώα κατοίκων, δεν κατοικούν στη Σουηδία, το δεδομένο αυτό «μπορεί να μεταβληθεί ανά πάσα στιγμή και, επομένως, δεν είναι κατ’ ανάγκην ακριβές», «δεδομένου ότι για διάφορους λόγους μπορεί να έχουν δηλώσει ότι έχουν αναχωρήσει στο εξωτερικό». Αντιθέτως, διευκρινίζει ότι ο A εξακολουθεί να είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο κατοίκων του Μάλμε (Σουηδία).
Με απόφαση της 2ας Ιουνίου 2017, η Υπηρεσία Μετανάστευσης απέρριψε την αίτηση του Α για παράταση της ισχύος της προσωρινής άδειας διαμονής του, με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι δεν είχε αποδειχθεί η ταυτότητά του.
Ο A άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Förvaltningsrätten i Malmö – Migrationsdomstolen (αρμόδιου για θέματα μεταναστεύσεως διοικητικού πρωτοδικείου Μάλμε, Σουηδία).
Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τις απαιτήσεις που θέτει το δίκαιο της Ένωσης όσον αφορά την απόδειξη της ταυτότητας υπηκόου τρίτης χώρας, ο οποίος υποβάλλει, ενώ ήδη βρίσκεται στην ημεδαπή, αίτηση για τη χορήγηση άδειας διαμονής η οποία δεν στηρίζεται σε λόγους προστασίας ή σε ανθρωπιστικούς λόγους, αλλά σε λόγους οικογενειακής επανένωσης. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, ειδικότερα, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει να αποδεικνύεται με βεβαιότητα η ταυτότητα του αιτούντος υπηκόου τρίτης χώρας προκειμένου να του χορηγηθεί άδεια διαμονής, ακόμη και αν αυτός έχει ήδη την κατοικία του στην ημεδαπή.
Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, κατά τη σουηδική νομοθεσία, η χορήγηση άδειας διαμονής για λόγους διεθνούς προστασίας ή για ανθρωπιστικούς λόγους προϋποθέτει ότι η ταυτότητα του υπηκόου τρίτης χώρας αποδεικνύεται με βεβαιότητα, μέσω διαβατηρίου το οποίο θα είναι σε ισχύ για το χρονικό διάστημα ισχύος της ζητούμενης άδειας διαμονής. Εξαιρέσεις από τον κανόνα αυτό γίνονται δεκτές σε ορισμένες περιπτώσεις οι οποίες όμως δεν συντρέχουν στην υπόθεση της κύριας δίκης.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Förvaltningsrätten i Malmö, Migrationsdomstolen (αρμόδιο για θέματα μεταναστεύσεως διοικητικό πρωτοδικείο Μάλμοε, Σουηδία) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο, έκρινε, αφενός, ότι το άρθρο 25, παράγραφος 1, της Σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 265/2010, δεν αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους που επιτρέπει τη χορήγηση, την παράταση ή την ανανέωση άδειας διαμονής για λόγους οικογενειακής επανένωσης οι οποίες ζητούνται στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού από υπήκοο τρίτης χώρας που είναι καταχωρισμένος στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν ως ανεπιθύμητος στον χώρο Σένγκεν και του οποίου η ταυτότητα δεν μπορεί να αποδειχθεί με έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο, εφόσον λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα του κράτους μέλους που προέβη στην καταχώριση, αφού προηγουμένως γίνει διαβούλευση με αυτό, και η άδεια διαμονής χορηγείται, παρατείνεται ή ανανεώνεται μόνο για «ουσιώδεις λόγους», κατά την έννοια της ως άνω διάταξης.
Το Δικαστήριο αποφάνθηκε, αφετέρου, ότι ο κανονισμός (ΕΕ) 2016/399, περί κώδικα της Ένωσης σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν), και ειδικότερα το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, έχει την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση υπηκόου τρίτης χώρας που βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA