ΑΡΙΘΜΟΣ 11/2020
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
– Ανακοπή καθ’ ης η εκτέλεση από κατάσχεση απαίτησης εις χείρας τρίτου. Ακύρωση της κατάσχεσης, λόγω ακυρότητας της απαίτησης, επειδή η σύμβαση μεταξύ της Α.Ε., που επέβαλε την κατάσχεση (εργοδότριας) και της οφειλέτριας εταιρείας (εργολάβου), ελεγχόταν από μέλος του Δ.Σ. της πρώτης, χωρίς ρητή άδεια της γενικής συνέλευσης. Δεν θεωρείται ως έγκριση η απαλλαγή των μελών του Δ.Σ. από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων, αφού αυτή δεν είναι ειδική και ρητή.
– Στη διάταξη του άρθρου 23α του Ν. 2190/1920 (Συμβάσεις της εταιρείας με μέλη του διοικητικού συμβουλίου), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 του Ν. 3604/2007 “Αναμόρφωση και τροποποίηση του κωδικοποιημένου νόμου 2190/1920 περί ανωνύμων εταιρειών και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ Α 189) και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του χρόνου κατάρτισης της επίδικης σύμβασης (20.6.2013), ορίζεται ότι : παρ. 1. α) Με την επιφύλαξη των διατάξεων που εκάστοτε διέπουν τις συναλλαγές πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων με πρόσωπα τα οποία έχουν ειδική σχέση με αυτά, καθώς και του άρθρου 16α του παρόντος νόμου, δάνεια της εταιρείας προς τα πρόσωπα της παρ. 5 του παρόντος άρθρου απαγορεύονται και είναι απολύτως άκυρα. Η απαγόρευση του προηγούμενου εδαφίου ισχύει και για την παροχή πιστώσεων προς τα πρόσωπα αυτά με οποιονδήποτε τρόπο ή την παροχή εγγυήσεων ή ασφαλειών υπέρ αυτών προς τρίτους. β) Κατ’ εξαίρεση, η παροχή εγγύησης ή άλλης ασφάλειας υπέρ των προσώπων της παραγράφου 5 επιτρέπεται μόνο εφόσον: αα) η εγγύηση ή η ασφάλεια υπηρετεί το εταιρικό συμφέρον, ββ) η εταιρεία έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του πρωτοφειλέτη ή του προσώπου υπέρ του οποίου παρέχεται η ασφάλεια, γγ) προβλέπεται ότι οι λαμβάνοντες την εγγύηση ή την ασφάλεια θα ικανοποιούνται μόνο μετά την πλήρη εξόφληση ή τη συναίνεση όλων των πιστωτών με απαιτήσεις που είχαν ήδη γεννηθεί κατά το χρόνο της υποβολής σε δημοσιότητα, σύμφωνα με την επόμενη περίπτωση γ´ και δδ) ληφθεί προηγουμένως άδεια της γενικής συνέλευσης, η οποία όμως δεν παρέχεται, εάν στην απόφαση αντιτάχθηκαν μέτοχοι εκπροσωπούντες τουλάχιστον το ένα δέκατο (1/10) του εκπροσωπούμενου στη συνέλευση μετοχικού κεφαλαίου ή το ένα εικοστό (1/20), εάν πρόκειται για εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε χρηματιστήριο. Το διοικητικό συμβούλιο υποβάλλει στη γενική συνέλευση έκθεση για τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παρούσας υποπαραγράφου. γ) Η απόφαση της γενικής συνέλευσης, που λαμβάνεται σύμφωνα με την προηγούμενη υποπερίπτωση δδ`, η οποία περιέχει τα βασικά στοιχεία της εγγύησης ή της ασφάλειας, και ιδίως το ύψος και τη διάρκεια τους, καθώς και την έκθεση του διοικητικού συμβουλίου, υπόκειται στη δημοσιότητα του άρθρου 7β. Η ισχύς της εγγύησης ή της ασφάλειας αρχίζει μόνο από τη δημοσιότητα αυτή. παρ. 2. Απαγορεύεται και είναι άκυρη η σύναψη οποιωνδήποτε άλλων συμβάσεων της εταιρείας με τα πρόσωπα της παρ. 5 χωρίς ειδική άδεια της γενικής συνέλευσης. Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει προκειμένου για πράξεις που δεν εξέρχονται των ορίων των τρεχουσών συναλλαγών της εταιρείας με τρίτους. Επί εταιρείας με κινητές αξίες εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά, η απαγόρευση: α) ισχύει για τα συνδεδεμένα με αυτήν πρόσωπα, όπως αυτά ορίζονται στο ΔΛΠ 24 και β) προκειμένου για πράξεις που αποτιμώνται σε τουλάχιστον 10% του ενεργητικού της, ισχύει ακόμη και αν οι πράξεις αυτές δεν εξέρχονται των ορίων των τρεχουσών συναλλαγών της εταιρίας με τρίτους. παρ. 3. Η άδεια της γενικής συνέλευσης κατά την προηγούμενη παρ. 2 δεν παρέχεται, εάν στην απόφαση αντιτάχθηκαν μέτοχοι εκπροσωπούντες τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3) του εκπροσωπούμενου στη συνέλευση μετοχικού κεφαλαίου. παρ. 4. Η άδεια της παρ. 2 μπορεί να παρασχεθεί και μετά τη σύναψη της σύμβασης, εκτός εάν στην απόφαση αντιτάχθηκαν μέτοχοι που εκπροσωπούν τουλάχιστον το ένα εικοστό (1/20) του εκπροσωπούμενου στη συνέλευση μετοχικού κεφαλαίου. παρ. 5. Οι απαγορεύσεις των παρ. 1 και 2 ισχύουν για τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τα πρόσωπα που ασκούν έλεγχο επί της εταιρείας, τους συζύγους και τους συγγενείς των προσώπων αυτών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του τρίτου βαθμού, καθώς και τα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από τους ανωτέρω. Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο θεωρείται ότι ασκεί έλεγχο επί της εταιρείας, εάν συντρέχει μια από τις περιπτώσεις της παρ. 5 του άρθρου 42ε. Το καταστατικό μπορεί να επεκτείνει την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και σε άλλα πρόσωπα, όπως ιδίως στους γενικούς διευθυντές και διευθυντές της εταιρείας. Οι συμβάσεις της παρ. 1 επιτρέπονται εφόσον συνάπτονται μεταξύ ή παρέχονται υπέρ νομικών προσώπων που υπόκεινται σε ενοποίηση μεταξύ τους σύμφωνα με τα άρθρα 90 έως 109, υπό τις προϋποθέσεις των παρ. 2, 3 και 4. παρ. 6. Οι απαγορεύσεις των παρ. 1 και 2 ισχύουν και στις συμβάσεις που συνάπτουν τα πρόσωπα της παρ. 5 με νομικά πρόσωπα ελεγχόμενα από την εταιρεία κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 42ε ή με ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες εταιρείες, στις οποίες ομόρρυθμο μέλος είναι η εταιρεία, καθώς και στις συμβάσεις εγγυήσεων ή ασφαλειών που παρέχονται από τα πρόσωπα αυτά. παρ. 7. Συμβάσεις της παρ. 2 που συνάπτονται μεταξύ του μοναδικού μετόχου και της εταιρείας, την οποία αυτός εκπροσωπεί, καταχωρίζονται στα πρακτικά της γενικής συνέλευσης ή του διοικητικού συμβουλίου ή καταρτίζονται εγγράφως επί ποινή ακυρότητας. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζεται στις τρέχουσες συναλλαγές της εταιρείας. Οι διατάξεις αυτές θεσπίσθηκαν για την πρόληψη ενδεχομένων καταχρήσεων εκ μέρους των ιθυνόντων προσώπων της ανώνυμης εταιρείας, τα οποία ασκούν έλεγχο αυτής και διαχειρίζονται την περιουσία της. Εξάλλου, εφόσον η έγκριση που προβλέπεται από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 23α παρ. 2 του Ν. 2190/1920 χαρακτηρίζεται ως ειδική, είναι πρόδηλο ότι χρειάζεται να είναι ρητή, δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ως έγκριση κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης η έγκριση του ισολογισμού του έτους κατά το οποίο έλαβε χώρα η απαγορευμένη σύμβαση (ΑΠ 791/2015 και ΑΠ 1512/2011). Εξάλλου, στην έννοια της “τρέχουσας συναλλαγής” της εταιρείας μετά των πελατών της, όρος που χρησιμοποιείται στο νόμο όχι κυριολεκτικώς αλλά προς δήλωση του συνήθως συμβαίνοντος, θεωρείται εκείνη που, βάσει του αντικειμένου της, εμπίπτει στις συμβάσεις που καταρτίζονται στα πλαίσια της καθημερινής δράσης της εταιρείας, ήτοι αυτή που οι όροι της είναι οι συνήθεις όροι των συμβάσεων που η εταιρεία συνάπτει με τους λοιπούς συναλλασσόμενους μ’ αυτήν. Άρα σύμβαση, το αντικείμενο της οποίας διαφέρει από εκείνο των συμβάσεων που καταρτίζονται στα πλαίσια της καθημερινής δράσης της εταιρείας ή που, κατά το περιεχόμενό της, υπερβαίνει το συνηθισμένο για τη συγκεκριμένη περίπτωση μέτρο, όπως αυτό προσδιορίζεται από τη δραστηριότητα της εταιρείας, την οικονομική της ευρωστία και τα ειθισμένα στις συναλλαγές για συμβάσεις του αυτού είδους, εξέρχεται από τα όρια της τρέχουσας συναλλαγής και είναι άκυρη, αν δεν υπάρχει η αξιούμενη από το ως άνω άρθρο ειδική έγκριση της γενικής συνέλευσης (ΑΠ 1245/2018 και ΑΠ 791/2015).