ΑΡΙΘΜΟΣ 698/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Σύμβαση αποκλειστικής διανομής. Εντολή. Καταγγελία. Αποζημίωση.
– Η σύμβαση αποκλειστικής διανομής, η οποία είναι απόρροια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ ), είναι ιδιόρρυθμη διαρκής ενοχική σύμβαση εμπορικής συνεργασίας, με βάση την οποία ο ένας συμβαλλόμενος, που είναι ο παραγωγός ή ο χονδρέμπορος, υποχρεούται να πωλεί αποκλειστικά στον άλλο συμβαλλόμενο, που είναι ο διανομέας, τα εμπορεύματα που έχουν συμφωνηθεί σε σχέση με ορισμένη γεωγραφική περιοχή και τα οποία, στη συνέχεια, ο διανομέας μεταπωλεί σε τρίτους στο δικό του όνομα, για δικό του λογαριασμό και με δικό του επιχειρησιακό κίνδυνο, δηλαδή ενεργεί ως ανεξάρτητος επαγγελματίας διαμεσολαβητικές πράξεις στο εμπόριο. Ωστόσο, με τη σύμβαση αποκλειστικής διανομής ο διανομέας αναλαμβάνει συνήθως την υποχρέωση να ακολουθεί τις οδηγίες του παραγωγού ως προς την εμφάνιση και ποιότητα των πωλουμένων προϊόντων, να διαθέτει προσωπικό για την προώθηση των πωλήσεων, να προστατεύει τα συμφέροντα και τη φήμη του παραγωγού, να διαθέτει τα αναγκαία αποθέματα για να μην παρουσιασθούν ελλείψεις στην αγορά, διατηρώντας, με δικά του έξοδα, κατάλληλη οργάνωση και υποδομή, ενώ ακόμη και όταν έχει το δικαίωμα να καθορίζει ο ίδιος τις τιμές μεταπώλησης των προϊόντων στους τρίτους, δεν αποκλείεται να έχουν συμβατικά καθορισθεί ανώτατα ή κατώτατα όρια τιμών. Η έννοια ειδικότερα της αποκλειστικότητας στη διανομή ορισμένων προϊόντων είναι ότι ο παραγωγός αυτοδεσμεύεται με τη σχετική σύμβαση, να μην παραδίδει εμπορεύματα σε τρίτους ανταγωνιστές του αποκλειστικού διανομέα μέσα στην περιοχή της διανομής και αντίστοιχα ο αποκλειστικός διανομέας υποχρεούται, κατά κανόνα, να μη διανέμει ευθέως ανταγωνιστικά προϊόντα στην ίδια περιοχή. Δεδομένου δε ότι στον ΕμπΝ ελλείπουν διατάξεις που να ρυθμίζουν τη σύμβαση αποκλειστικής διανομής και υφίσταται ακούσιο (γνήσιο) νομοθετικό κενό, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις περί εντολής του Α.Κ., σε συνδυασμό με εκείνες του ΠΔ 219/1991, κατά το μέρος τους που οι τελευταίες προσαρμόζονται στη φύση και στο περιεχόμενο της συγκεκριμένης συμβάσεως αποκλειστικής διανομής.
– Μεταξύ των διατάξεων που εφαρμόζονται στη σύμβαση διανομής είναι και εκείνη του άρθρου 725 παρ. 1 εδ. α’ ΑΚ, κατά την οποία ο εντολοδόχος έχει δικαίωμα να καταγγείλει την εντολή οποτεδήποτε, αν δεν παραιτήθηκε από το δικαίωμα αυτό. Με τη διάταξη αυτή παρέχεται στον εντολοδόχο (και επί συμβάσεως διανομής στο διανομέα) το δικαίωμα να καταγγείλει την εντολή (σύμβαση διανομής) ελευθέρως και απεριορίστως κατά πάντα χρόνο χωρίς να δεσμεύεται από προθεσμία, αν όμως η καταγγελία έγινε άκαιρα και χωρίς σπουδαίο λόγο ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να ανορθώσει τη ζημία που η καταγγελία προκάλεσε στον εντολέα.
– Κατά τις διατάξεις των άρθρων 297-298 ΑΚ ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα, η αποζημίωση δε αυτή περιλαμβάνει τόσο την μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), όσο και το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Προς τούτο, πρέπει ο ενάγων, που επιδιώκει την επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους να επικαλεσθεί και να αποδείξει όλα εκείνα τα περιστατικά, που προσδιορίζουν την προσδοκία ορισμένου κέρδους, με βάση την κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πιθανότητα. Από τη διάταξη του άρθρου 298 ΑΚ προκύπτει, επίσης, ότι ο νομοθέτης επιλέγει τον κανόνα του συγκεκριμένου υπολογισμού της ζημίας, δηλαδή εκείνης της ζημίας που επέρχεται στο ζημιωθέντα ενόψει των συγκεκριμένων συνθηκών του. Έτσι, σε περίπτωση, που η ζημία του δανειστή προήλθε από περιορισμό της επαγγελματικής του δραστηριότητας, λόγω υπαίτιας συμπεριφοράς του οφειλέτη, που είχε ως αποτέλεσμα την πρόωρη λύση ή την παρεμπόδιση της περαιτέρω λειτουργίας μιας διαρκούς σύμβασης, αποκαθίσταται πλήρως η ζημία του, με την παροχή αποζημίωσης, που να καλύπτει ό,τι αυτός θα είχε αν δεν μεσολαβούσε η υπαίτια ζημιογόνα συμπεριφορά του οφειλέτη και η σύμβαση εξακολουθούσε να λειτουργεί καθ’ όλο το συμφωνημένο χρόνο και τίποτε πλέον τούτου (ΑΠ 751/2019, ΑΠ 419/2018).