ΑΠΟΦΑΣΗ
N.Ç. κατά Τουρκίας της 09.02.2020 (αριθμ. προσφ. 40591/11)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ανήλικο θύμα πορνείας, βιασμού και σεξουαλικής κακοποίησης. Εξευτελιστική μεταχείριση του θύματος στη διαδικασία από συγγενείς κατηγορουμένων. Ανοχή εγχώριου δικαστηρίου. Παραβίαση άρθρου 3 και σεβασμού ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8).
Το Δικαστήριο διαπίστωσε: α) έλλειψη υποστήριξης στην ανήλικη προσφεύγουσα, β) ανεπαρκή προστασία της έναντι των κατηγορουμένων και των συγγενών τους, γ) περιττή αναπαράσταση των περιστατικών βιασμού, δ) πολλές περιττές ιατρικές εξετάσεις, ε) έλλειψη ήρεμου και ασφαλούς περιβάλλοντος στην ακροαματική διαδικασία, στ) μεγάλη βαρύτητα στην αξιολόγηση της συναίνεσης του ανήλικου θύματος, που το εθνικό δικαστήριο την εξομοίωσε με συναίνεση ενήλικα, ζ) υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας και τέλος η) παραγραφή δύο αδικημάτων. Κατά το ΕΔΔΑ τα ανωτέρω συνολικά ισοδυναμούσαν με σοβαρή περίπτωση δευτερογενούς θυματοποίησης της προσφεύγουσας.
Η συμπεριφορά των εθνικών αρχών ήταν ασυμβίβαστη με την υποχρέωση προστασίας ενός παιδιού που ήταν θύμα σεξουαλικής εκμετάλλευσης και κακοποίησης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε εξευτελιστική μεταχείριση σε βάρος της ανήλικης προσφεύγουσας (άρθρο 3) και παραβίαση του σεβασμού της ιδιωτικής της ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
Το Δικαστήριο του Στρασβούργο επιδίκασε ποσό 25.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 3
Άρθρο 8
ΣΧΟΛΙΟ – ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ
Απαράδεκτη η συμπεριφορά, η ανοχή και η κρίση του εγχώριου δικαστηρίου για μια ακραία περίπτωση βιασμού, σεξουαλικής κακοποίησης και πορνείας 14χρονης ανήλικης. Στη διαδικασία στο ακροατήριο οι τοπικοί δικαστές ανέχθηκαν εξευτελιστική συμπεριφορά των συγγενών των κατηγορουμένων σε βάρος της ανήλικης και των συνηγόρων της, οι οποίοι δεν μπορούσαν να εξέλθουν από το δικαστικό μέγαρο! Οι αρχές υπέβαλαν συνεχώς την ανήλικη σε ιατρικές επανειλημμένες εξετάσεις και ανέχθηκαν το προπηλακισμό της στο δικαστήριο, χωρίς να της παρέξουν καμία βοήθεια. Πλέον αυτών, εξαιτίας των καθυστερήσεων των διαδικασιών παραγράφηκαν δύο αδικήματα και η απόφαση του εθνικού δικαστηρίου επιστηρίχθηκε σε «συναίνεση» της 14χρονης στην κακοποίησή της και την εξομοίωσε με συναίνεση ενήλικης (!) κρίνοντας με μεγάλη επιείκεια τους καταδικασθέντες. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το δικαστικό σύστημα οδήγησε με την συνολική συμπεριφορά του σε δευτερογενή θυματοποίηση της ανήλικης και καταδίκασε την Τουρκία για εξευτελιστική μεταχείριση και παραβίαση του σεβασμού της ιδιωτικής της ζωής!
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα N.Ç. είναι υπήκοος Τουρκίας, γεννήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 1990 και ζει στην Κωνσταντινούπολη. Τον Ιούλιο του 2002 δύο γυναίκες την ανάγκασαν να εργαστεί ως πόρνη μαζί τους. Στις 8 Ιανουαρίου 2003 η προσφεύγουσα υπέβαλε καταγγελία και στις δύο γυναίκες και στους άνδρες με τους οποίους είχε σεξουαλική επαφή. Ο Εισαγγελέας του Mardin διέταξε προκαταρκτική εξέταση. Η αστυνομία ταυτοποίησε 28 υπόπτους. Η προσφεύγουσα υποβλήθηκε σε αρκετές ιατρικές εξετάσεις.
Μεταξύ 14 και 21 Ιανουαρίου 2003, είκοσι επτά (27) ύποπτοι τέθηκαν σε προσωρινή κράτηση. Στις 20 Ιανουαρίου 2003 ο εισαγγελέας συνέταξε κατηγορητήριο εναντίον 28 ατόμων για κατηγορίες βιασμού κοριτσιού ηλικίας κάτω των 15 ετών, αρπαγή για εκπλήρωση σεξουαλικών επιθυμιών, υποκίνησης σε πορνεία και συμμετοχής σε αρπαγή.
Στις 24 Ιανουαρίου 2003, το Ποινικό Δικαστήριο του Mardin επικύρωσε την απόφαση για την τοποθέτηση 27 υπόπτων σε προσωρινή κράτηση και προσδιόρισε δικάσιμο για να εκδικαστεί η υπόθεση. Η προσφεύγουσα, οι γονείς της και η Υπηρεσία Προστασίας των Παιδιών, συμπεριλαμβανομένου και του Υπουργείου Οικογενειακών Υποθέσεων, συμμετείχαν στην ποινική διαδικασία ως πολιτικώς ενάγοντες.
Στις 24 Φεβρουαρίου 2003 η προσφεύγουσα, ο πατέρας της, οι κατηγορούμενοι και οι συνήγοροι των διαδίκων εμφανίστηκαν στο ακροατήριο ενώπιον του Mardin Assize Court. Δεδομένης της ευαίσθητης φύσης της υπόθεσης, η διαδικασία διεξήχθη κεκλεισμένων των θυρών.
Την ίδια ημέρα οι συγγενείς ορισμένων κατηγορουμένων επιτέθηκαν στην προσφεύγουσα και στους συνηγόρους της και τους προπηλάκισαν. Οι συνήγοροι ζήτησαν μέτρα προστασίας αλλά δεν δόθηκε απάντηση στο αίτημά τους.
Στις 14 Μαΐου 2003, το Ποινικό Δικαστήριο απέρριψε νέο αίτημα των συνηγόρων της προσφεύγουσας, που είχαν ζητήσει να μεταφερθεί η δίκη αλλού για λόγους ασφαλείας. Με πλειοψηφία δε, αποφάσισε να αποφυλακίσει 16 κατηγορούμενους. Στις 15 Μαΐου και 26 Ιουνίου 2003 αποφυλακίστηκαν και οι εναπομείναντες κατηγορούμενοι.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 2010 το Ποινικό Δικαστήριο απάλλαξε τρεις κατηγορούμενους που κατηγορούνταν για βιασμό ανηλίκου, λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων. Όσον αφορά την κατηγορία της αρπαγής για εκπλήρωση σεξουαλικών επιθυμιών για καθεμία από τις τοποθεσίες όπου η προσφεύγουσα είχε κρατηθεί, το δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα είχε συναινέσει. Σημειώνοντας περαιτέρω ότι η νόμιμη προθεσμία παραγραφής για την ποινική ευθύνη για την «αρπαγή» είχε παρέλθει, διαπίστωσε παραγραφή του αδικήματος αυτού για όλους τους κατηγορούμενους. Καταδίκασε επίσης με την κατηγορία της υποκίνησης σε πορνεία τους κατηγορούμενους που είχαν συνεργαστεί με τις δύο γυναίκες, EA και TT.
Το Κακουργιοδικείο έκρινε επίσης ότι απαγορεύονται συνολικά οι σεξουαλικές πράξεις με παιδί κάτω των δεκαπέντε ετών βάσει του άρθρου 414 του πρώην Ποινικού Κώδικα και διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν «εντελώς απρόθυμη» και δεν βρήκε στοιχεία που να επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι οι κατηγορούμενοι την ανάγκασαν να ενεργήσει ό,τι έκανε.
Κατά συνέπεια, το Κακουργιοδικείο αποφάσισε να εφαρμόσει την πρώτη παράγραφο του άρθρου 414 του ΠΚ και επέβαλε την ελάχιστη προβλεπόμενη ποινή σε όλους τους κατηγορούμενους, με δύο εξαιρέσεις.
Στις 13 Μαρτίου 2003 η N.Ç. τοποθετήθηκε σε εξειδικευμένο ίδρυμα για την προστασία των παιδιών στη Malatya. Αυτή μεταφέρθηκε αργότερα σε παρόμοιο ίδρυμα στην Adana για ψυχιατρική παρακολούθηση και στη συνέχεια μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό το μέτρο συνέχισε να ισχύει μέχρι την ενηλικίωσή της.
Βασιζόμενοι στα άρθρα 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης), 6 (δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση), 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής) και 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής) της Σύμβασης, η προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι δεν είχε λάβει επαγγελματική υποστήριξη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, ότι είχε εξευτελιστεί ενώπιον των κατηγορουμένων και ότι είχε απειληθεί από αυτούς με γνώση των δικαστικών αρχών. Παραπονέθηκε επίσης ότι είχαν εκδοθεί δύο κατηγορίες που παραγράφηκαν λόγω χρόνου τέλεσης του αδικήματος, και ότι οι ποινές των κατηγορουμένων είχαν μετριαστεί για λόγους καλής συμπεριφοράς στις ακροάσεις. Θεώρησε ότι δεν είχε προστατευτεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, και ότι οι διαδικασίες αυτές ήταν αναποτελεσματικές λόγω της διάρκειας και του αποτελέσματος.
Στηριζόμενη στο άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων), ισχυρίστηκε ότι είχε υποστεί διακρίσεις λόγου του φύλου της.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρα 3 και 8
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι καταγγελίες στην παρούσα υπόθεση αφορούσαν, πρώτον, την προστασία της προσωπικής ακεραιότητας της προσφεύγουσας κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας που αφορά τη σεξουαλική κακοποίηση εναντίον της και, δεύτερον, την αποτελεσματικότητα της έρευνας. Δεν αμφισβητήθηκε ότι η βαρύτητα που απαιτείται για την ενεργοποίηση του άρθρου 3 της Σύμβασης είχε επιτευχθεί στην υπόθεση της προσφεύγουσας.
Όσον αφορά την έλλειψη υποστήριξης για την προσφεύγουσα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, από την κατάθεση της καταγγελίας στις 8 Ιανουαρίου 2003 έως τις 12 Μαΐου 2004, η προσφεύγουσα δεν είχε βοήθεια από κάποιο άτομο της πρόνοιας, ψυχολόγο ή οποιοδήποτε είδος ειδικού, είτε στην αστυνομία είτε στον εισαγγελέα ή κατά τη διάρκεια των ακροάσεων του Κακουργιοδικείου. Συνεπώς, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν είχε επαρκή φροντίδα κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας.
Όσον αφορά την αποτυχία προστασίας της προσφεύγουσας από τους κατηγορούμενους, το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν είχαν ληφθεί μέτρα για να είναι χωριστά η προσφεύγουσα από τους κατηγορούμενους στις ακροάσεις ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Σε αρκετές ακροάσεις, έως τις 26 Ιουνίου 2003, η προσφεύγουσα είχε τοποθετηθεί απέναντι από τους κατηγορούμενους που ήταν υποχρεωμένοι να εξηγήσουν λεπτομερώς την κακοποίηση και τους βιασμούς. Δεν υπήρχε ένδειξη στο φάκελο της υπόθεσης ότι είχε ζητήσει αυτή την αντιπαράθεση ή ότι ήταν απαραίτητη για μια επαρκή και αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης. Αναλόγως, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρχές δεν είχαν πραγματοποιήσει σωστή εξισορρόπηση και ότι είχαν αποτύχει να προστατεύσουν την προσφεύγουσα από τους κατηγορούμενους σε αυτήν τη σοβαρή υπόθεση πορνείας και σεξουαλικής κακοποίησης κατά παιδιού ηλικίας κάτω των 15 ετών.
Όσον αφορά τα περιστατικά βιασμού, δεν υπήρχε επίσης τίποτα στη δικογραφία που να εξηγεί γιατί η αναπαράσταση των γεγονότων για να προσδιοριστούν οι θέσεις στις οποίες είχαν γίνει οι σεξουαλικές πράξεις ήταν απαραίτητη για να αποδειχθούν τα γεγονότα ή ο χαρακτηρισμός τους από το νόμο. Αυτές οι ακροάσεις ήταν εξαιρετικά τραυματικές για την προσφεύγουσα, και απλά έγιναν κεκλεισμένων των θυρών. Η πρόσβαση δεν ήταν επαρκής για να προστατεύσει την προσφεύγουσα από την αξιοπρέπειά της και την εισβολή στην ιδιωτική της ζωή. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αυτές οι ακροάσεις επηρέασαν αρνητικά τη ζωή της και υπερέβησαν ουσιαστικά το επίπεδο της παροχής αποδείξεων ως θύμα σεξουαλικής εκμετάλλευσης και κακοποίησης. Κατά συνέπεια, σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούνται οι απαιτήσεις δίκαιης δίκης για τους κατηγορούμενους.
Όσον αφορά τις ιατρικές εξετάσεις, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η προσφεύγουσα είχε εξεταστεί δέκα φορές κατόπιν αιτήματος των δικαστικών αρχών. Αυτός ο υπερβολικός και ανεξήγητος αριθμός ιατρικών εξετάσεων, πολλές από αυτές εξαιρετικά ενοχλητικές, αντιπροσώπευαν απαράδεκτες παρεμβάσεις στη σωματική και ψυχολογική ακεραιότητα του θύματος.
Όσον αφορά την έλλειψη ασφάλειας, κατά τις συζητήσεις στο δικαστήριο, η προσφεύγουσα αντιμετώπισε την επιθετική στάση των συγγενών των κατηγορουμένων, στο βαθμό που στις 24 Μαρτίου 2003 η συνοδεία της αστυνομίας ήταν απαραίτητη για να μπορέσει να εγκαταλείψει το κτίριο. Οι αρχές δεν είχαν προφανώς λάβει προληπτικά μέτρα στο πλαίσιο αυτό. Ομοίως, η δικογραφία δεν έδωσε πληροφορίες γιατί το Κακουργιοδικείο αρνήθηκε να μεταφέρει τη δίκη αλλού, παρόλο που αυτό ήταν κοινή πρακτική σε τέτοιες ευαίσθητες ποινικές υποθέσεις.
Κατά την αξιολόγηση της συναίνεσης του θύματος, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, στην πράξη, αποδίδεται ισοδύναμο βάρος στη συναίνεση ενός παιδιού ηλικίας κάτω των 15 ετών με εκείνου ενός ενήλικα και δεν επιτρέπονταν σε περιστάσεις στο πλαίσιο μιας υπόθεσης που περιλαμβάνει σεξουαλική εκμετάλλευση και κακοποίηση. Η κρίση του εθνικού δικαστηρίου, η έρευνα και τα συμπεράσματά της έπρεπε να επικεντρωθούν κυρίως στο θέμα της έλλειψης συναίνεσης. Παρ’ όλα αυτά, τα εθνικά δικαστήρια είχαν αποδώσει αποφασιστικό βάρος στην «συναίνεση» του θύματος, προκειμένου να εφαρμοστεί η επιεικέστερη πρώτη παράγραφος του άρθρου 414 του Ποινικού Κώδικα, χωρίς όμως να αποδεικνύουν γιατί οι φερόμενες απειλές και βία εκ μέρους της EA και της TT, και οι πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν από τους εναπομείναντες κατηγορούμενους, κρίθηκαν ότι δεν πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στη δεύτερη παράγραφο του εν λόγω άρθρου. Η τελευταία προέβλεπε μεγαλύτερες ποινές, αναφερόμενη σε «καταναγκασμό, βία ή απειλές» και «δόλια μέσα ώστε το θύμα να είναι ανίκανο να αντισταθεί».
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι εγχώριες δικαστικές αρχές προσπάθησαν να αποφύγουν την εφαρμογή του άρθρου 414 § 2, το οποίο όριζε μεγαλύτερες ποινές, και δεν είχε δείξει καμία ανησυχία σε κανένα στάδιο για την ευπάθεια της προσφεύγουσας, η οποία ήταν κάτω των 15 ετών κατά το χρόνο των επίδικων γεγονότων.
Αυτή η ερμηνεία, η οποία δεν είχε λάβει υπόψη την ηλικία του θύματος, ήταν εντελώς αντίθετη με την αντικειμενική αξιολόγηση του ευαίσθητου πλαισίου της υπόθεσης και με την προστασία ενός παιδιού που είχε υπάρξει θύμα σεξουαλικής εκμετάλλευσης.
Όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της έρευνας, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η ποινική διαδικασία διήρκεσε περίπου 11 χρόνια και ότι η υπόθεση είχε εξεταστεί τέσσερις φορές σε δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Σημείωσε επίσης ότι ο ανεξήγητος μεγάλος αριθμός ιατρικών εξετάσεων είχε προκαλέσει σημαντικές καθυστερήσεις στη διαδικασία. Υπήρξε μια ανεξήγητη περίοδος αδράνειας μεταξύ του Ιουλίου 2005 και Ιουνίου 2010, και δεν είχε δοθεί καμία εξήγηση για το χρονικό διάστημα αυτό στο οποίο η υπόθεση εκκρεμούσε ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου. Τέλος, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το αδίκημα της αρπαγής για όλους τους κατηγορούμενους και αυτό της υποκίνησης σε πορνεία για έναν από αυτούς, είχαν παραγραφεί. Το δικαστήριο επομένως, έκρινε ότι η συμπεριφορά των δικαστικών αρχών ήταν απολύτως ασυμβίβαστη στην επιμέλεια που όφειλαν στην παρούσα υπόθεση, η οποία απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή και απόλυτη προτεραιότητα προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία ενός παιδιού.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η έλλειψη υποστήριξης για την προσφεύγουσα, η παράλειψη προστασίας της έναντι των κατηγορουμένων, η περιττή αναβίωση των περιστατικών βιασμού, οι επανειλημμένες ιατρικές εξετάσεις, η έλλειψη ενός ήρεμου και ασφαλούς περιβάλλοντος στις ακροάσεις, η αξιολόγηση της συναίνεσης του θύματος, η υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας και, τέλος, το γεγονός ότι δύο από τις κατηγορίες των αδικημάτων είχαν παραγραφεί, ισοδυναμούσε με σοβαρή περίπτωση δευτερογενούς θυματοποίησης της προσφεύγουσας.
Η συμπεριφορά των εθνικών αρχών ήταν ασυμβίβαστη με την υποχρέωση προστασίας ενός παιδιού που ήταν θύμα σεξουαλικής εκμετάλλευσης και κακοποίησης.
Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι βελτιώσεις που έγιναν στο τουρκικό δικαστικό σύστημα από το 2005 εν προκειμένω δεν είχαν σημασία, διότι, εκτός του ότι η προσφεύγουσα υποστηριζόταν από ψυχολόγο όταν είχε προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία στις 12 Μαΐου 2004, αυτά δεν είχαν εφαρμοστεί στην περίπτωση της προσφεύγουσας.
Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο τρόπος με τον οποίο διεξήχθη η διαδικασία δεν εξασφάλισε την αποτελεσματική εφαρμογή του ποινικού δικαίου στο πλαίσιο της προστασίας των αξιών που προστατεύονται από τα άρθρα 3 και 8 της Σύμβασης.
Άρθρο 14
Η προσφυγή της προσφεύγουσας για διάκριση λόγω φύλου, που υποβλήθηκε την 1η Δεκεμβρίου 2018, απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη, δεδομένου ότι η εν λόγω διαδικασία έληξε τον Ιανουάριο και τον Μάρτιο του 2014.
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Τουρκία έπρεπε να καταβάλει στην προσφεύγουσα 25.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.000 ευρώ για δαπάνες και έξοδα (επιμέλεια echrcaselaw.com).