Δικαστήριο ΕΕ: «Επιβάλλεται μία μόνο κύρωση σε οδηγούς φορτηγών για τη μη επίδειξη φύλλων καταγραφής του ταχογράφου για την περίοδο 29 ημερών ανεξαρτήτως του αριθμού των ελλειπόντων φύλλων»
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 24-03-2021 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι στους οδηγούς φορτηγών, πούλμαν και λεωφορείων οι οποίοι, κατά τη διάρκεια ελέγχου, δεν επιδεικνύουν τα φύλλα καταγραφής του ταχογράφου που αφορούν την τρέχουσα ημέρα και τις προηγούμενες 28 ημέρες επιβάλλεται μία και μόνον κύρωση, ανεξαρτήτως του αριθμού των ελλειπόντων φύλλων καταγραφής.
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, η αρχή της νομιμότητας των αξιόποινων πράξεων και των ποινών, σύμφωνα με την οποία οι πολίτες πρέπει να είναι σε θέση να γνωρίζουν τις συμπεριφορές που επάγονται ευθύνη τους και τις κυρώσεις που προβλέπονται από τον νόμο, έχει εφαρμογή στον εν λόγω τομέα.
Ιστορικό της υπόθεσης
Το 2013, στο πλαίσιο δύο οδικών ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν στην Ιταλία, οι ιταλικές αρχές διαπίστωσαν ότι ο MI (υπόθεση C-870/19) και ο TB (υπόθεση C-871/19), υπό την ιδιότητά τους ως οδηγών οχημάτων οδικών μεταφορών (φορτηγών, πούλμαν και λεωφορείων), δεν ήταν σε θέση να επιδείξουν τα φύλλα καταγραφής του τοποθετημένου στο όχημά τους ταχογράφου, τα οποία αφορούσαν την τρέχουσα ημέρα και πολλές από τις προηγούμενες 28 ημέρες. Ως εκ τούτου, οι ως άνω αρχές επέβαλαν πλείονες διοικητικές κυρώσεις στον MI και τον TB, λόγω πλειόνων παραβάσεων.
Οι MI και TB προσέφυγαν ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων κατά των εν λόγω κυρώσεων.
Το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία), επιληφθέν των υποθέσεων σε τελευταίο βαθμό, ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί από το Δικαστήριο αν το δίκαιο της Ένωσης, ήτοι ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3821/85 [κανονισμός σχετικά με τη συσκευή ελέγχου στον τομέα των οδικών μεταφορών, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 561/2006 για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών], το οποίο απαιτεί από τον οδηγό να είναι σε θέση να επιδείξει τα φύλλα καταγραφής που αφορούν την περίοδο που καλύπτει την ημέρα του ελέγχου και τις προηγούμενες 28 ημέρες, έχει την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές των υποθέσεων των κύριων δικών, οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να επιβάλουν στον οδηγό ενιαία κύρωση, λόγω ενιαίας παράβασης, ή πλείονες διακριτές κυρώσεις, λόγω πλειόνων διακριτών παραβάσεων των οποίων ο αριθμός αντιστοιχεί στον αριθμό των ελλειπόντων φύλλων καταγραφής.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο, αποφάνθηκε ότι σε περίπτωση κατά την οποία οι οδηγοί φορτηγών, πούλμαν και λεωφορείων που υποβάλλονται σε έλεγχο δεν επιδεικνύουν τα φύλλα καταγραφής του ταχογράφου που αφορούν περισσότερες ημέρες δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της περιόδου η οποία καλύπτει την ημέρα του ελέγχου και τις προηγούμενες 28 ημέρες, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους του τόπου ελέγχου οφείλουν να διαπιστώσουν την τέλεση από τους εν λόγω οδηγούς μίας και μόνον παράβασης και να τους επιβάλουν μία και μόνον κύρωση.
Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η επίμαχη ρύθμιση σκοπεί, αφενός, στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας των οδηγών φορτηγών, πούλμαν και λεωφορείων, καθώς και της οδικής ασφάλειας γενικώς και, αφετέρου, στον καθορισμό κοινών κανόνων για τον χρόνο οδήγησης και τις περιόδους ανάπαυσης των οδηγών καθώς και τον έλεγχο αυτών. Τα κράτη μέλη πρέπει να εγγυώνται την τήρηση των σχετικών κανόνων στο έδαφός τους προβλέποντας ένα σύστημα κυρώσεων για κάθε παράβαση.
Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι το δίκαιο της Ένωσης θεσπίζει ενιαία υποχρέωση καλύπτουσα συνολικά ολόκληρη την περίοδο των 29 ημερών. Επομένως, η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής αποτελεί ενιαία και στιγμιαία παράβαση, η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι ο οδηγός αδυνατεί να επιδείξει, κατά τον έλεγχο, το σύνολο ή μέρος των 29 φύλλων καταγραφής. Για την παράβαση αυτή μπορεί να επιβληθεί μία και μόνον κύρωση.
Το Δικαστήριο διευκρίνισε, εντούτοις, ότι η σοβαρότητα της παράβασης επιτείνεται αναλόγως του αριθμού των φύλλων καταγραφής τα οποία δεν είναι σε θέση να επιδείξει ο οδηγός.
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να προβλέπουν αρκούντως αυστηρές κυρώσεις, ανάλογες προς τη σοβαρότητα των παραβάσεων, προκειμένου αυτές να έχουν πράγματι αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Επιπροσθέτως, οι κυρώσεις πρέπει να προσαρμόζονται επαρκώς ανάλογα με τη σοβαρότητα των παραβάσεων.
Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η αρχή της νομιμότητας των αξιόποινων πράξεων και των ποινών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 49 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει εφαρμογή στον εν λόγω τομέα. Η αρχή αυτή επιτάσσει να καθορίζει ο νόμος σαφώς τις αξιόποινες πράξεις και τις ποινές με τις οποίες αυτές τιμωρούνται. Η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν ο διοικούμενος έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει, με βάση το κείμενο της εφαρμοστέας διάταξης και εν ανάγκη με τη βοήθεια της ερμηνείας που δίδεται στη διάταξη αυτή από τα δικαστήρια, ποιες πράξεις και παραλείψεις επάγονται την ευθύνη του.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA