ΑΡΙΘΜΟΣ 169/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
– Διαταγή απόδοσης χρήσης μισθίου. Δυστροπία μισθωτή. Λύση και εκκαθάριση ομόρρυθμης εταιρείας. Ικανότητα διαδίκου.
– Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 662Α΄ – 662 Η΄ ΚΠολΔ «μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης μισθίου ακινήτου, αν η μίσθωση αποδεικνύεται εγγράφως, στην περίπτωση καθυστέρησης του μισθώματος από δυστροπία, εφόσον έγγραφη όχληση έχει επιδοθεί με δικαστικό επιμελητή δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την κατάθεση της αίτησης…» (άρθρο 662 Α΄ ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήτοι πριν την τροποποίηση του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015, μετά την ισχύ του οποίου, η διαταγή απόδοσης μισθίου ρυθμίζεται πλέον από τα άρθρα 637 – 646 ΚΠολΔ). Δυστροπία, όμως, θεωρείται ότι υπάρχει από τη μη καταβολή του μισθώματος στον προσήκοντα χρόνο και τόπο, δηλαδή, από μόνη τη μη καταβολή του μισθώματος μέσα στην προθεσμία που συμφωνήθηκε, τεκμαίρεται η δυστροπία. Με άλλα λόγια δύστροπος μισθωτής θεωρείται εκείνος που βρίσκεται σε υπερημερία, έστω και για μία ημέρα, περί τη καταβολή του μισθώματος (ΑΚ 341) εξυπακούεται δε ότι η καθυστέρηση πρέπει να είναι υπαίτια, δεδομένου, ότι κατά τις γενικές διατάξεως (ΑΚ 330, 340, 342) η υπαιτιότητα είναι στοιχείο της υπερημερίας. Συνεπώς δυστροπία δεν υπάρχει και κατ΄ ακολουθία, το γι΄ αυτή τεκμήριο ανατρέπεται κατά το άρθρο 342 ΑΚ, αν ο μισθωτής ισχυριστεί και αποδείξει (με ανακοπή) ότι η καθυστέρηση οφείλεται σε εύλογη αιτία, δηλαδή σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη (ΑΠ 1395/1987, ΑΠ 1496/1986, ΑΠ 763/1984 ΝοΒ 33.607, Παπαδάκη, «Αγωγές απόδοσης μισθίου» εκδ. β΄, αριθ. 692-694 και 698, Κρουσταλάκη ΝοΒ 21.559).
– Κατά το άρθρο 662 Γ΄ παρ. 2 (και ήδη 639 παρ. 2) ΚΠολΔ, η αίτηση απόδοσης της χρήσης μισθίου ακινήτου πρέπει να περιλαβάνει, εκτός άλλων, και «επίκληση της κατά το άρθρο 662 Α΄ (και ήδη 637) ΚΠολΔ περίπτωσης, σύμφωνα με την οποία ζητείται η απόδοση της χρήσης του μισθίου και μνεία των αναγκαίων περιστατικών, καθώς και της έκθεσης επίδοσης». Τέλος, κατά το άρθρο 662 Δ΄ παρ. 1 (και ήδη 640 παρ.1) του ΚΠολΔ, «αν η αίτηση είναι νόμιμη και τα απαιτούμενα, σε κάθε περίπτωση, περιστατικά αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής εκδίδει διάταξη με την οποία υποχρεώνει τον καθ’ού να αποδώσει στον αιτούντα τη χρήση του μισθίου» και το άρθρο 662 Ε΄ παρ. 1 (και ήδη 641 παρ.1) του ίδιου κώδικα, «ο δικαστής απορρίπτει την αίτηση α) αν δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την έκδοσή της …», ήτοι όταν λείπει κάποια από τις απαιτούμενες, από το παραπάνω άρθρο 662 Α΄ ΚΠολΔ, προϋποθέσεις για την έκδοσή της, όπως η καθυστέρηση του μισθώματος από δυστροπία ή η επίδοση στον καθ’ού της προβλεπόμενης έγγραφης όχλησης του εκμισθωτή δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την κατάθεση της αίτησης κ.λπ. δηλ. αν λείπει μία από τις παραπάνω διαδικαστικές προϋποθέσεις, η αίτηση για έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης μισθίου ακινήτου είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Ο δικαστής, συνεπώς, οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων και υποχρεούται να μην εκδώσει την παραπάνω διαταγή, εφόσον λείπει μία ή περισσότερες. Αν, όμως, παραβλέψει το απαράδεκτο και εκδώσει την ως άνω διαταγή τότε μπορεί να ζητηθεί η ακύρωση της με ανακοπή (ΟλΑΠ 10/1997, ΕφΠειρ 362/2000). Ομοίως, στη διαταγή απόδοσης μισθίου κατ’ άρθρο 662Δ παρ.2 (και ήδη 640 παρ. 2) ΚΠολΔ, πρέπει να περιλαμβάνεται το ονοματεπώνυμο του δικαστή που εκδίδει τη διαταγή, το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο και η κατοικία εκείνου που ζήτησε την έκδοση της διαταγής αυτής και εκείνου κατά του οποίου στρέφεται αυτή για τον έλεγχο της κατά τόπο αρμοδιότητας, η περιγραφή του μισθίου ακινήτου, ήτοι ο προσδιορισμός του κατά είδος, όρια, θέση και έκταση, για να είναι εφικτή η εκτέλεση, η αιτία απόδοσης με παράθεση των αναγκαίων περιστατικών και μνεία της έκθεσης επίδοσης της όχλησης, η διαταγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου και τέλος η υπόμνηση στον καθ’ ού η διαταγή για την δυνατότητα του άσκησης ανακοπής εντός της οριζόμενης από το νόμο προθεσμίας (ΟλΑΠ 10/1997, ΕφΠειρ 362/2000 ο.π, Β. Βαθρακοκοίλη Ερμ. ΚΠολΔ, συμπλ. τόμος, έκδ. 2001, υπό το άρθρο 662Γ παρ. 6 και υπό το άρθρο 662Δ παρ. 3).
– Από το συνδυασμό των άρθρων 72, 777, 778 Α.Κ, 18 ΕΝ, 46 Ν. 3190/1955, 47α Ν. 2190/1920, 62, 286 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, η λύση του νομικού προσώπου δεν θίγει την ικανότητά του να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς και της έννομης σχέσης της δίκης, ούτε και επιφέρει βίαιη διακοπή της, διότι και μετά τη λύση της η νομική προσωπικότητα της εταιρείας λογίζεται υφισταμένη, εφόσον τούτο απαιτείται για τις ανάγκες και προς τον σκοπό της εκκαθάρισης. Η λύση της εταιρείας και η υπαγωγή της αυτοδικαίως στο στάδιο της εκκαθάρισης δεν επιφέρει μεταβολή στην ικανότητα δικαστικής παράστασης αυτής, που ταυτίζεται με την δικαιοπρακτική ικανότητα του (νομικού) προσώπου, λογίζεται δε αυτή υφιστάμενη για τις ανάγκες της εκκαθάρισης, εξακολουθώντας έτσι να είναι υποκείμενο της έννομης σχέσης της συνεχιζόμενης δίκης. Εφεξής η εταιρεία εκπροσωπείται από τους εκκαθαριστές, οι οποίοι είναι οι ίδιοι οι εταίροι, αν δεν διορίστηκαν εκκαθαριστές με συμφωνία των εταίρων ή από το δικαστήριο. Το στάδιο της εκκαθάρισης δεν μπορεί να αποκλεισθεί με ρήτρα του καταστατικού ή με απόφαση των εταίρων, αλλά ακολουθεί υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως τη λύση της εταιρείας. Ακόμη και μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης, αν διαπιστωθεί ότι υπάρχει κάποια εκκρεμότητα, όπως απαίτηση ή χρέος της εταιρείας, επαναλαμβάνονται και πάλι οι εργασίες της εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της λυθείσης εταιρείας από τους εκκαθαριστές. Στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι υποχρεωτικό, ούτε προκύπτει ακυρότητα, αν δεν τεθεί μετά την επωνυμία της εταιρείας η μνεία ότι τελεί υπό εκκαθάριση ή τα ονόματα των εκκαθαριστών (ΑΠ 216/2012, ΑΠ 186/2011, ΑΠ 96/2005, ΑΠ 1427/2000, ΑΠ 1466/1996 ΕΕΝ 1998.361, ΕφΛαρ 140/2017, ΕφΠειρ 273/2013, ΕφΑθ 4131/2009, ΕφΠατρ 731/2008, ΕφΘεσ (Μον) 1929/2013).