ΔΠρΑθ 3208/2020, 29ο Τμήμα : Ακύρωση έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου λόγω παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας.
Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι:
α) η ένδικη κατάσχεση επιβλήθηκε για την αναγκαστική είσπραξη απαίτησης του καθ’ ου σε βάρος του ανακόπτοντος ποσού 57.335,45 ευρώ, και μετά την ακύρωση της προσβαλλόμενης έκθεσης, σύμφωνα με τα ανωτέρω κριθέντα, κατά το μέρος που αφορά την αναγκαστική είσπραξη ποσού 53.252,70 ευρώ από την ανωτέρω απαίτηση, για την αναγκαστική είσπραξη ποσού 4.082,75 ευρώ,
β) η αξία του κατασχεθέντος ακινήτου, το οποίο αποτελείται από δύο ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες, οι οποίες, ωστόσο, συνιστούν ένα ενιαίο λειτουργικό σύνολο, εκτιμήθηκε, κατά την κρίση της επιμελήτριας που ενήργησε την κατάσχεση και του μάρτυρα που συνέπραξε σε αυτή, στο ποσό των 250.000,00 ευρώ (160.000,00 ευρώ + 90.000,00 ευρώ), δηλαδή σε ποσό πολλαπλάσιο της ένδικης οφειλής (4.082,75 ευρώ),
γ) η επιλογή του είδους του αναγκαστικού μέτρου προς είσπραξη δημόσιων εσόδων και του αντικειμένου του μέτρου αυτού ανήκει στον Διευθυντή του Δημόσιου Ταμείου και, εν προκειμένω, στην Διευθύντρια του Β΄ Περιφερειακού Κ.Ε.Α.Ο. Αθήνας, η σχετική δε διακριτική ευχέρεια της τελευταίας έχει ως όριο τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, υπό την έννοια ότι δεν πρέπει να υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του εν λόγω αναγκαστικού μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού (είσπραξη δημόσιων εσόδων αναγκαίων για την εκπλήρωση των σκοπών του κράτους),
δ) ο ανακόπτων επικαλείται ότι το συγκεκριμένο ακίνητο αποτελεί την κύρια κατοικία του, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από το καθ’ ου, και
ε) το καθ’ ου δεν προβάλλει ούτε αποδεικνύει ότι πριν προχωρήσει στην κατάσχεση της κατοικίας του ανακόπτοντος εξέτασε αν η είσπραξη της απαίτησής του μπορούσε να επιδιωχθεί με λιγότερο επαχθή μέτρα, όπως κατάσχεση άλλου περιουσιακού (κινητού ή ακινήτου) στοιχείου που έχει στην κυριότητά του ο ανακόπτων,
κρίνει ότι η επιβληθείσα κατάσχεση είναι μη νόμιμη, καθόσον παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.
Τούτο, δε, διότι η επιλογή του ένδικου κατασχεμένου ακινήτου, που αποτελεί την κύρια κατοικία του ανακόπτοντος, χωρίς προηγουμένως να έχει εξετασθεί η περίπτωση της λήψης λιγότερο επαχθών μέτρων, αποτελεί υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης σχετικά με την επιλογή του μέτρου εκτέλεσης, δεδομένου ότι υπερακοντίζει τον σκοπό που επιδιώκει ο νόμος και υπερβαίνει το εύλογο, απολύτως αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού (είσπραξη οφειλόμενου ποσού ασφαλιστικών εισφορών), λαμβανομένων υπόψη των συνεπειών που επέρχονται στον ανακόπτοντα εξαιτίας της επιβληθείσας κατάσχεσης (στέρηση ελευθερίας διάθεσης του ακινήτου του και επικείμενη έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού επί της πρώτης κατοικίας του), κατ’ αποδοχή ως βάσιμου του σχετικού λόγου της κρινόμενης ανακοπής, ο οποίος συνοδεύεται από επίκληση βλάβης, μη δυνάμενης να θεραπευτεί παρά μόνο με την ακύρωση της προσβαλλόμενης έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης – δεδομένου ότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι κατασχεμένες ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες αποτελούν ενιαίο λειτουργικό σύνολο-, σύμφωνα με το άρθρο 75Α του Κ.Ε.Δ.Ε., το οποίο ως διάταξη δικονομικής ισχύος τυγχάνει άμεσης εφαρμογής, καθώς η παράγραφος 1 του άρθρου 75 του ίδιου Κώδικα έχει ήδη καταργηθεί από την έναρξη ισχύος του Κ.Δ.Δ. (βλ. άρθρο 225 του Κ.Δ.Δ. σε συνδυασμό με το άρθρο 285 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα).