Άντρας που καταδικάστηκε σε επτά χρόνια φυλάκισης για υπόθεση σεξουαλικής εκμετάλλευσης και σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, που διήρκησε εννέα ολόκληρα χρόνια, προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο, ζητώντας μείωση της ποινής του με το αιτιολογικό ότι τα πρώτα τέσσερα χρόνια διάπραξης των αδικημάτων ήταν και ο ίδιος ανήλικος. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν του χαρίστηκε και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, επισημαίνοντας ότι παρά το γεγονός ότι ήταν ανήλικος κατά τα πρώτα τέσσερα χρόνια διάπραξης των αδικημάτων, εντούτοις εξακολούθησε για άλλα πέντε χρόνια να κακοποιεί σεξουαλικά το θύμα.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης ο εφεσείων παραδέχθηκε κατηγορίες σεξουαλικής εκμετάλλευσης και σεξουαλικής κακοποίησης της παραπονούμενους, αδικήματα που διαπράχθηκαν την περίοδο 2006 – 2015. Η παραπονούμενη, που γεννήθηκε το 2001, ήταν κατά τους ουσιώδεις χρόνους διάπραξης των αδικημάτων 5 έως 14 χρόνων, ενώ ο εφεσείων, που γεννήθηκε το 1992, την αντίστοιχη περίοδο ήταν από 14 μέχρι 23 χρόνων. Οι κατηγορίες αφορούσαν 46 περιστατικά κατά τα οποία ο εφεσείων ανάγκαζε το θύμα να βλέπει πορνογραφικό υλικό και προέβαινε σε διάφορες άσεμνες πράξεις εναντίον της ανήλικης.
Η έφεση εδράζεται στο γεγονός ότι όταν άρχισε να αδικοπραγεί ήταν και ο ίδιος ανήλικος (14 ετών), με τον εφεσείων να διατυπώνει παράπονο ότι το Κακουργιοδικείο δεν απέδωσε στο γεγονός αυτό τη δέουσα βαρύτητα. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε επίσης ότι η επιβληθείσα ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική και δεν έλαβε υπόψη τις συνθήκες τέλεσης των αδικημάτων, καθώς και τις προσωπικές του περιστάσεις. Επί τούτου σημειώνει συγκεκριμένα ότι η περίπτωση δεν ήταν από τις σοβαρότερες υποθέσεις κακοποίησης ανηλίκων και ότι η διαφορά της ηλικίας του εφεσείοντα και της παραπονούμενης ήταν μόνο εννέα χρόνια και για μεγάλη περίοδο ήταν και ο ίδιος ανήλικος. Σημειώνει επίσης ότι παραδέχθηκε τις κατηγορίες και ότι ήταν λευκού ποινικού μητρώου.
Αγορεύοντας ο δικηγόρος του εφεσείοντα αναφέρθηκε σε παλαιότερες υποθέσεις για να υποστηρίξει ότι στην προκειμένη περίπτωση η ποινή φυλάκισης των πέντε χρόνων θα ήταν η αρμόζουσα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του σημειώνει ότι παρά το γεγονός ότι ο εφεσείων τα πρώτα τέσσερα χρόνια διάπραξης των αδικημάτων ήταν και ο ίδιος ανήλικος, εντούτοις οι πράξεις του συνεχίστηκαν για ακόμη πέντε χρόνια μετά την ενηλικίωσή του και τονίζει ότι είναι για τα αδικήματα αυτής της περιόδου που επιβλήθηκαν οι πιο ψηλές ποινές.
Το Ανώτατο Δικαστήριο υπογραμμίζει επίσης τις επιπτώσεις που είχαν οι πράξεις του εφεσείοντα στο θύμα, το οποίο όταν στην ηλικία των 12 ετών συνειδητοποίησε τι συνέβαινε, άρχισε να αυτοτραυματίζεται και να παρουσιάζει συναισθηματικά προβλήματα και προβλήματα συμπεριφοράς. Δέον να τονιστεί ότι η παραπονούμενη διαγνώστηκε με διαταραχή μετατραυματικού στρες, ενώ παράλληλα παρουσίασε καταθλιπτικά συμπτώματα.
«Κάτω από αυτές, τις επιβαρυντικές περιστάσεις, καθίσταται πρόδηλο ότι το Κακουργιοδικείο κάθε άλλο παρά παραγνώρισε τα στοιχεία μετριασμού της ποινής που κατέγραψε στην απόφασή του, για να καταλήξει στην ποινή της επταετούς φυλάκισης», αναφέρει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρει επίσης πως στις περιπτώσεις σοβαρών εγκλημάτων, όπως αυτά για τα οποία καταδικάστηκε ο εφεσείων, προέχει η στιβαρή αντιμετώπιση του εγκλήματος και η προσπάθεια καταστολής τους μέσω αποτρεπτικών ποινών. «Η επιβληθείσα ποινή δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί ως υπερβολική, βρισκόταν εντός του μέτρου και του πλαισίου που καθορίζει η νομολογία και αντικατοπτρίζει την αποστροφή της κοινωνίας έναντι τέτοιων εγκλημάτων», καταλήγει το Εφετείο.