ΑΡΙΘΜΟΣ 12/2021
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΙΒΑΔΙΑΣ
Δικαστής: Ευάγγελος Ζαββός, Πρωτοδίκης
Δικηγόροι: Βασιλική Ξηροτύρη – Λουκάς Καρράς – Πολυξένη Μπαλτά, Γεώργιος Κολιόπουλος
– Δανεισμός εργασίας. Εργατικό ατύχημα. Ποιος φέρει ευθύνη έναντι του εργαζομένου. Αποζημίωση. Χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Αρχή αναλογικότητας.
– Κατά την έννοια του άρθρου 648 παρ. 1 του ΑΚ, εργοδότης στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αφ’ ενός δικαιούται να αξιώσει από τον εργαζόμενο την παροχή της συμφωνημένης εργασίας και αφετέρου υποχρεούται να καταβάλει προς αυτόν το συμφωνημένο μισθό. Συνήθως, εργοδότης είναι το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον εργαζόμενο κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας, εκείνος που ασκεί το διευθυντικό δικαίωμα κατά την εκπλήρωση της σύμβασης και αυτός που εποπτεύει την τήρηση των όρων, υπό τους οποίους τελεί η προσφορά των υπηρεσιών του εργαζόμενου. Όταν οι ρόλοι αυτοί είναι κατανεμημένοι ή ασκούνται από περισσότερα του ενός πρόσωπα, αποτελεί ζήτημα πραγματικό το εάν την ιδιότητα του εργοδότη έχουν περισσότεροι του ενός ή εάν εργοδότης είναι μόνον ένας, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι κυριότεροι από τους ως άνω ρόλους, ενώ τα υπόλοιπα πρόσωπα έχουν δευτερεύουσα και νομικώς μη αξιόλογη συμμετοχή στη σχέση που έχει αναπτυχθεί (ΑΠ805/2011). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 361, 648 και 651 του ΑΚ, συνάγεται ότι είναι επιτρεπτή συμφωνία εργοδότη και μισθωτού, βάσει της οποίας ο εργοδότης θα παραχωρήσει με τη μορφή δανεισμού εργαζομένου τον μισθωτό σε τρίτον, προς τον οποίο αυτός θα παρέχει την εργασία του. Στην περίπτωση αυτή εργοδότης παραμένει, με όλες τις συναφείς υποχρεώσεις, o αρχικός (ή παραχωρών), ενώ είναι δυνατή συμφωνία ότι ο τρίτος (δευτερογενής, κατά παραχώρησή ή περαιτέρω εργοδότης) θα καταβάλλει το μισθό ή μέρος του χωρίς όρους ή υπό ορισμένες προϋποθέσεις και περιορισμούς. O θεσμός αυτός του «γνήσιου δανεισμού» (ή απλού ή συμπτωματικού, σε αντιδιαστολή προς τον κατ’ επάγγελμα ή κατ’ επιχείρηση, μη γνήσιο δανεισμό), που στην πράξη εμφανίζεται αρκετά συχνά μεταξύ επιχειρήσεων του ίδιου ομίλου, δεν προσκρούει στην διάταξη του άρθρου 651 του ΑΚ, κατά την οποία κατά κανόνα στη σύμβαση εργασίας η αξίωση του εργοδότη στην εργασία του μισθωτού είναι αμεταβίβαστη, διότι από το συνδυασμό όλων των πιο πάνω αναφερομένων διατάξεων σαφώς συνάγεται ότι αυτή η συμφωνία είναι νόμιμη και επιτρεπτή μεταξύ εργοδότη και τρίτου, μόνον αν συναινεί ο μισθωτός, έστω και αν δεν μεταβάλλονται οι όροι εργασίας του. Η συναίνεσή του μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, να συνάγεται δηλαδή από τη συμπεριφορά του, όπως συμβαίνει λ.χ. όταν o εργαζόμενος προσέρχεται και προσφέρει την εργασία του στον τρίτο και είναι απαραίτητη, ιδίως όταν μεταβάλλεται ο τόπος της παροχής ή το είδος της παρεχόμενης εργασίας, αφού η αλλαγή αυτή καλυπτόμενη από τη συναίνεση του μισθωτού δεν συνιστά τότε μονομερή μεταβολή των εργασιακών όρων εκ μέρους του αρχικού εργοδότη. Η παραχώρηση των υπηρεσιών του εργαζομένου σε άλλον εργοδότη μπορεί να αφορά το σύνολο ή μέρος των υπηρεσιών του, όπως λ.χ. συμβαίνει όταν συμφωνείται ότι o εργαζόμενος θα παρέχει εργασία αποκλειστικά στο δευτερογενή εργοδότη εντός του χρονικού διαστήματος της παραχώρησης ή ότι θα προσφέρει τις υπηρεσίες του στον περαιτέρω εργοδότη μόνον για ορισμένο διάστημα του νομίμου ή του συμβατικού ωραρίου της εργασίας του στη διάρκεια του χρόνου της παραχώρησης και ότι κατά τον υπόλοιπο χρόνο θα εξακολουθεί να απασχολείται στον αρχικό εργοδότη (βλ. ΕφΑθ 8103/1973, ΕΕΔ 33, σελ. 465). Δεν αποκλείεται και συμφωνία δυνάμει της οποίας ο εργαζόμενος θα απασχολείται παράλληλα και στο νέο και στον παλαιό εργοδότη (βλ. ΕφΠειρ 810/1992, ΕΕΔ 52, σελ. 151) όπως συμβαίνει όταν η παροχή της εργασίας του επιμερίζεται σε αμφοτέρους τους εργοδότες σε ετήσια βάση, κατά τρόπον ώστε αυτός να απασχολείται στον κατά παραχώρηση εργοδότη μόνον εποχιακά, ανάλογα με τις ανάγκες αυτού του τελευταίου, Πάντως, στο γνήσιο δανεισμό εργαζομένου η παραχώρηση των υπηρεσιών του στον τρίτο πρέπει να έχει προσωρινό χαρακτήρα, ώστε μετά τη λήξη του χρόνου της παραχώρησης να διασφαλίζεται η επάνοδός του στον αρχικό εργοδότη, χωρίς να έχει έννομη σημασία ο βραχυχρόνιος ή μακροχρόνιος χαρακτήρας της. Διαφορετικά, πρόκειται για σύναψη νέας σύμβασης εργασίας και λύση της παλαιάς ή για μεταβίβαση της σχέσης εργασίας, δηλαδή για μεταβολή του προσώπου του εργοδότη. Επιπλέον, είναι αναγκαία η επιχείρηση του περαιτέρω εργοδότη να είναι διαφορετική εκείνης του αρχικού, διότι όταν πρόκειται για την ίδια επιχείρηση δεν υφίσταται παραχώρηση εργαζομένου αλλά πρόκειται πάλι για μεταβολή του προσώπου του εργοδότη. Το ίδιο συμβαίνει και όταν στη διάρκεια του δανεισμού συνάπτεται ρητώς ή σιωπηρώς άμεση σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μεταξύ του δευτερογενή εργοδότη και του μισθωτού, οπότε o αρχικός εργοδότης απαλλάσσεται από Κάθε υποχρέωση (βλ. ΑΠ 1065/1985, ΔΕΝ 42.505), αφού η αρχική σύμβαση εργασίας λύεται. Αντιθέτως, στην περίπτωση του γνήσιου δανεισμού δεν λύεται η σύμβαση εργασίας και ο αρχικός αντισυμβαλλόμενος του μισθωτού δεν αποβάλλει την ιδιότητα του εργοδότη, ενώ την εργοδοτική ιδιότητα αποκτά και o τρίτος που χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του δανειζόμενου μισθωτού (πρβλ. ΕφΠειρ 737/1979, ΕΝαυτΔ 7, σελ. 495). Ο δευτερογενής εργοδότης είναι «μερικός» εργοδότης, διότι, παρεμβαλλόμενος στη σύμβαση εργασίας, αποκτά ορισμένες μόνον εργοδοτικές εξουσίες και υποχρεώσεις. Με τον τρόπο αυτόν δηλαδή επέρχεται διάσπαση (κατάτμηση) της ιδιότητας του εργοδότη, με συνέπεια τον επιμερισμό των εργοδοτικώναρμοδιοτήτων (βλ. ΑΠ17/2012). Ειδικότερα, ο περαιτέρωεργοδότης ασκεί στο δικό του όνομα και με δική του ευθύνη το διευθυντικό δικαίωμα, το οποίο περιλαμβάνει την εξουσία καθορισμού του είδους και του τόπου της εργασίας, ελέγχου και εποπτείας αυτής και λήψεως παντός εν γένει μέτρου συντείνοντος στην κανονική της εκτέλεση. Μόνος δε υπόχρεος στην καταβολή του μισθού παραμένει ο αρχικός εργοδότης δυνάμει της σύμβασης εργασίας, αφού η σύμβαση δεν μεταβάλλεται ως προς την υποχρέωση αυτή, εκτός αν υπάρξει ειδική συμφωνία. Αντίθετα, o αρχικός αυτός εργοδότης δεν υποχρεούται στην καταβολή της αποζημίωσης του μισθωτού από παροχή παράνομης υπερωριακής απασχόλησης στο νέο εργοδότη (προς ον η παραχώρηση), διότι η παροχή της παράνομης αυτής εργασίας δεν περιλαμβάνεται στις υποχρεώσεις του μισθωτού που προκύπτουν από τη σύμβαση εργασίας έναντι ταυ [αρχικού] εργοδότη του, αλλά στις ιδιαίτερες σχέσεις του εργαζομένου με το νέο εργοδότη, εκτός αν ειδικώς συνομολογήθηκε να επιβαρύνεται ο αρχικός εργοδότης για την περίπτωση παράνομης υπερωριακής απασχόλησης. Η σύμβαση δανεισμού δεν επηρεάζει τη σύμβαση εργασίας και αφού αντισυμβαλλόμενος παραμένει ο αρχικός εργοδότης, μετά του οποίου εξακολουθεί να υφίσταται η εργασιακή σχέση, αυτός και βαρύνεται κατά βάση με όλες τις υποχρεώσεις από τη σύμβαση εργασίας, π.χ. με την καταβολή, πέραν του μισθού και των συναφών επιδομάτων αλλά και των σχετικών με την καταβολή τους λοιπών υποχρεώσεων, όπως της παρακράτησης του αναλογούντος στις μισθωτές υπηρεσίες του εργαζομένου φόρου, και με τη χορήγηση όλων των αδειών και την πληρωμή των ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών και εργατικών, βλ. σχετ. ΑΠ800/2014). Ειδικά ως προς τις τελευταίες γίνεται δεκτό ότι, επειδή ακριβώς με το δανεισμό του εργαζομένου δεν δημιουργείται νέα, ισοδύναμη και ανεξάρτητη σχέση εργασίας σε αντικατάσταση της αρχικής αλλ’ αντιθέτως η εργασία παρέχεται στο – δευτερογενή εργοδότη με την ίδια, αρχική, σύμβασή, χωρίς η αλλαγή της κατεύθυνσης της παροχής της εργασίας να καταλύει τον υπάρχοντα ενοχικό δεσμό, ο δανειζόμενος εργαζόμενος εξακολουθεί να ανήκει στο προσωπικό του αρχικού εργοδότη παρά την ένταξή του στην εκμετάλλευση του τρίτου, με αποτέλεσμα η μέριμνα για την κοινωνική του ασφάλιση να βαρύνει τον πρώτο (βλ. ΕφΑθ 163/1989, ΕλΔνη 1991.594). Για τον ίδιο λόγο, οι όροι της σύμβασης εργασίας που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ εργαζομένου και αρχικού εργοδότη δεσμεύουν και τον τρίτο, o οποίος δεν επιτρέπεται να επιφέρει μονομερή βλαπτική μεταβολή τους. Επιπλέον, σε καταγγελία της σύμβασης δικαιούται να προβεί μόνον ο αρχικός εργοδότης (ΑΠ1160/2015), ενώ υποχρεώσεις και δικαιώματα που δεν απορρέουν από την αρχική σύμβαση αλλά προκύπτουν το πρώτον κατά τη διάρκεια του δανεισμού, δεσμεύουν μόνον τον τρίτο και τον εργαζόμενο, εφόσον δεν υφίσταται ειδικότερη συμφωνία (περί όλων των ανωτέρω βλ, και ΑΠ1580/2012, ΑΠ1731/2007, ΑΠ1162/2006, – ΕφΠειρ 311/2016, ΕφΛαρ 235/2012, Δικογραφία 2012, σελ. 574). Τέλος, τον κατά δανεισμό (δευτερογενή) εργοδότη βαρύνουν οι υποχρεώσεις σεβασμού των όρων δημόσιας τάξης που ισχύουν κατά την εκτέλεση της εργασίας και η τήρηση της υποχρέωσης προνοίας για την εξασφάλιση όρων και συνθηκών κατ’ αυτήν για την προστασία της ζωής και της υγείας του κατά παραχώρηση μισθωτού. Συνεπώς, σε περίπτωση παραβίασής τους κατά τον χρόνο του δανεισμού και δη σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, και τραυματισμού του, o εργαζόμενος μπορεί να στραφεί, συντρεχόντων και των λοιπών νομίμων όρων ευθύνης, κατά του δευτερογενούς εργοδότη, καθόσον έννομη σημασία και επιρροή έχει η ιδιότητα του εργοδότη κατά την επέλευση του ατυχήματος, αφού αυτός υπέχει την εξ αυτού σχετική ευθύνη και όχι o κατά την πρόσληψη του παθόντος εργαζομένου και μέχρι τον δανεισμό του εργοδότης (βλ. ΑΠ1116/2011), υπό την έννοια ότι o δευτερογενής εργοδότης ευθύνεται αυτοτελώς για τις δικές του παραβάσεις που οφείλονται στην παραβίαση των μέτρων ασφάλειας και υγιεινής και που σκοπούν, στην προστασία του εργαζόμενου μισθωτού (βλ. ΑΠ1245/2002, ΕφΠειρ 311/2016 όπ.π.). Εξάλλου, κατά σαφή έννοια του άρθρου 1 του κωδικοποιημένου με το από 24.7/25.8.1920 ΒΔ του Ν. 551/1915 «περί ευθύνης προς αποζημίωσιν των εξ ατυχήματος εν τη εργασία παθόντων εργατών η υπαλλήλων», που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 εδ. α’ του ΕισΝΑΚ, ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε σε εργάτη ή υπάλληλο, κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, για το οποίο παρέχεται δικαίωμα αποζημίωσης κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού και την αναφερόμενη σε αυτές έκταση, θεωρείται κάθε βλάβη, η οποία είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, που δεν ανάγεται αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, το οποίο δεν θα λάμβανε χώρα, χωρίς την εργασία και την υπό τις δεδομένες συνθήκες εκτέλεσή της (βλ. ΟλΑΠ 1287/1986, NoB 1987.1605- ΑΠ 1602/1998, ΔΕΝ 1999.200). Η τελευταία περίπτωση συντρέχει όταν το ατύχημα δεν αποτελεί την άμεση συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας, αλλά συνδέεται προς αυτή με σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως εκ του ότι, λόγω της εργασίας, δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες πραγματικές συνθήκες και περιστάσεις, που ήταν αναγκαίες για την επέλευσή του και οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία.
– Από τα άρθρα 914, 932 ΑΚ και 16 του Ν. 551/1915 συνάγεται ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος και πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων απ’ αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια περί την τήρηση των μέτρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν. 551/1915 (βλ. ΑΠ73/2007). Προσέτι, στην αγωγή με την οποία αξιώνεται η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος από τον τραυματισμό του συνεπεία εργατικού ατυχήματος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 299, 914, 932 τοι) ΑΚ, πρέπει και αρκεί να αναφέρονται, οι συνθήκες του ατυχήματος, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά υπό τα οποία έλαβε χώρα τούτο, το πταίσμα του εργοδότη ή του υπ’ αυτού προστηθέντος, η ηθική βλάβη και η έκταση αυτής, καθώς και η κοινωνική και οικονομική θέση του ενάγοντος και του εναγομένου (βλ. ΑΠ961/2007). Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Μορφή υπαιτιότητας είναι και η αμέλεια, η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, δηλαδή αυτή που αν κατεβάλλετο με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού ανθρώπου του κύκλου δραστηριότητας του ζημιώσαντος, θα καθιστούσε δυνατή την αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος δηλαδή, αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια περί την τήρηση των μέτρων ασφαλείας του άρθρου 1651 του Ν. 551/1915 (βλ. ΑΠ1168/2007). Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τοι) δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων να επιφέρει τη ζημιά και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ. ΑΠ118/2006, ΕφΠειρ 453/2018).
– Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 932 εδαφ. α’ του ΑΚ «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του». Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι με αυτήν παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνητική ευχέρεια να επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση στον συγκεκριμένο παθόντα, εφόσον κρίνει ότι επήλθε ηθική βλάβη αυτού, καθορίζοντας συγχρόνως και το ποσό αυτής που θεωρεί εύλογο (βλ. ΕφΑθ 84/2018). Από την ίδια διάταξη συνάγεται ότι δεν εξειδικεύονται σε αυτή τα κριτήρια με βάση τα οποία το Δικαστήριο θα καθορίσει το ποσό της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, που θα επιδικάσει για ηθική βλάβη στον συγκεκριμένο παθόντα, αλλά αφήνει στο Δικαστή την εκτίμηση των ειδικών συνθηκών κάθε περίπτωσης, με βάση κριτήρια που η νομολογία ήδη έχει διαμορφώσει κατά την κοινή πείρα και λογική και τα οποία κυρίως είναι το είδος της προσβολής, η έκταση της βλάβης, οι συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, η βαρύτητα του πταίσματος του υποχρέου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, όπως αυτά προκύπτουν ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του. Κατά το ίδιο δε άρθρο, η εύλογη χρηματική ικανοποίηση, ελεγχόμενη για ευθεία ή εκ πλαγίου παράβαση της εν λόγω διάταξης, κατά την εξειδίκευσή της με κριτήρια αντικειμενικά, αντλούμενα από το σκοπό του κανόνα δικαίου, στον οποίον περιέχεται, υπόκειται στον αυτό έλεγχο, με έμμεση εφαρμογή και της αρχής της αναλογικότητας του άρθρου 25 παρ. 1 εδαφ. δ’ του Συντάγματος (βλ. ΟλΑΠ 10/2017).