ΑΠΟΦΑΣΗ
Mahmood εναντίον Ελλάδας της 25.03.2021(αρ. προσφ. 77238/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ιατρική αμέλεια και δικαίωμα στη ζωή. Ουσιαστικό και διαδικαστικό σκέλος του δικαιώματος στη ζωή. Δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή.
Επίτοκος απεβίωσε 4 ημέρες μετά την γέννηση του μωρού της, ενώ ετοιμάζονταν να εξέλθει από το νοσοκομείο λόγω ραγδαίας επιδείνωσης της υγείας της μόλις μέσα σε χρονικό διάστημα 2 ωρών. Ιατρική φροντίδα παρασχέθηκε σε αυτήν άμεσα. Η διοικητική έρευνα που διενεργήθηκε από το νοσοκομείο δεν απέδωσε ευθύνη σε κάποιον θεράποντα ιατρό. Ο προσφεύγων, σύζυγος της εκλιπούσας, άσκησε καταγγελία για παραβίαση του ουσιαστικού και διαδικαστικού σκέλους του δικαιώματος στη ζωή και παραβίαση του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή.
Όσον αφορά το ουσιαστικό σκέλος, το ΕΔΔΑ μελετώντας τον ιατρικό φάκελο δεν διαπίστωσε από τον χειρισμό των θεραπόντων ιατρών σφάλμα που να είχαν διαπράξει οι επαγγελματίες υγείας, ούτε παραβίασαν τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις που θα έθεταν σε κίνδυνο την υγεία της θανούσας. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι θετικές υλικές υποχρεώσεις που επιβαρύνουν την Ελλάδα, να υιοθετήσουν τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία της ζωής των ασθενών στα νοσοκομεία, τηρήθηκαν με ακρίβεια, κατά συνέπεια δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα στη ζωή (άρθρο 2 ΕΣΔΑ) στο ουσιαστικό του σκέλος.
Αντιθέτως όσον αφορά την έρευνα που διενεργήθηκε για τα αίτια του θανάτου, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ελλείψεις σχετικά με τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης γιατί διενεργήθηκαν από χειρουργό ιατρό και όχι γυναικολόγο και δεν κατέδειξαν με υπεύθυνο, επιστημονικό, αμερόληπτο και σαφή τρόπο τα ακριβή αίτια και περιστάσεις του θανάτου της συζύγου του προσφεύγοντος και μη κάνοντας αναφορά σε επιστημονικά δεδομένα, ούτε σε βιβλιογραφία ή στατιστικά στοιχεία για το θέμα. Κατά συνέπεια έκρινε ότι υπήρχε παραβίαση του άρθρου 2 (δικαίωμα στη ζωή) κατά το διαδικαστικό του σκέλος.
Τέλος έκρινε ότι δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα του προσφεύγοντα στην οικογενειακή ζωή γιατί ο αποχωρισμός από τα παιδιά του ήταν οικειοθελής αφού αυτός επέλεξε να στείλει τα παιδιά του στο Πακιστάν.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα ποσό 20.000 ευρώ για ψυχική οδύνη και 1000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
ΣΧΟΛΙΟ – ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ
Πολύ ενδιαφέρουσα η απόφαση αυτή του ΕΔΔΑ. Ασχολείται με διορισμό μη ειδικού γιατρού για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης (χειρουργός αντί γυναικολόγου) και θέτει (πολύ ορθά) προϋποθέσεις για να είναι οι πραγματογνωμοσύνες υπεύθυνες, επιστημονικές και αμερόληπτες. Κατά το Στρασβούργο οι πραγματογνωμοσύνες πρέπει να προσδιορίζουν με σαφή τρόπο τα ακριβή αίτια του αντικειμένου τους και απαιτείται να κάνουν αναφορά σε επιστημονικά δεδομένα, όπως βιβλιογραφία και τα στατιστικά στοιχεία.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 2,
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Qaiser Mahmoo, είναι Πακιστανός υπήκοος που γεννήθηκε το 1973 και ζει στην Αθήνα.
Η υπόθεση αφορούσε το θάνατο της συζύγου του προσφεύγοντος σε δημόσιο νοσοκομείο λίγες μέρες μετά τον τοκετό. Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι αυτό οφείλονταν σε ιατρική αμέλεια.
Η σύζυγος του προσφεύγοντος η οποία γέννησε το δεύτερο παιδί τους στις 05.07.2011, απεβίωσε στο νοσοκομείο στις 09.07.2011. Οι ποινικές διαδικασίες άρχισαν τον Αύγουστο του 2011. Μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας, τον Ιούνιο του 2016, η εισαγγελία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν την ποινική δίωξη του γυναικολόγου που συμμετείχε στη γέννα της συζύγου του προσφεύγοντος ή οποιουδήποτε άλλου γιατρού, με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας. Το νοσοκομείο διενήργησε επίσης διοικητική έρευνα και αποφάσισε να θέσει την υπόθεση στο αρχείο τον Σεπτέμβριο του 2012.
Βασιζόμενος ιδίως το άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η σύζυγός του είχε απωλέσει τη ζωή της λόγω ιατρικής αμέλειας, προσθέτοντας ότι η έρευνα που διεξήχθη για τις συνθήκες του θανάτου της ήταν αναποτελεσματική.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Δικαίωμα στη ζωή. Ουσιαστικό σκέλος
Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο θεώρησε ότι ούτε ένα φερόμενο σφάλμα στη διάγνωση με αποτέλεσμα την καθυστέρηση στη χορήγηση της σωστής θεραπείας, ούτε η καθυστέρηση για τη διενέργεια μίας συγκεκριμένης ιατρικής παρέμβασης μπορούσαν από μόνα τους να δικαιολογήσουν την υπαγωγή της υπόθεσης στο ίδιο επίπεδο με τις περιπτώσεις που σχετίζονται με την άρνηση φροντίδας.
Επιπλέον, το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν είχαν παρασχεθεί επαρκή αποδεικτικά στοιχεία στην παρούσα υπόθεση που να αποδεικνύουν ότι υπήρχε κατά τον κρίσιμο χρόνο οποιαδήποτε συστηματική ή δομική δυσλειτουργία που να πλήττει το νοσοκομείο όπου είχε υποβληθεί σε θεραπεία η σύζυγος του προσφεύγοντος, για τις οποίες οι αρχές γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν και για τα οποία δεν έλαβαν τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα και ότι αυτή η αποτυχία ήταν καθοριστικός παράγοντας για το θάνατο της συζύγου του προσφεύγοντος.
Ούτε από τον φάκελο προέκυψε ότι το σφάλμα που φέρεται ότι διέπραξαν το ιατρικό προσωπικό ήταν πέρα από ένα απλό ιατρικό σφάλμα ή αμέλεια, ούτε ότι τα άτομα που έλαβαν μέρος στην φροντίδα της συζύγου του προσφεύγοντος δεν της παρείχαν επείγουσα ιατρική περίθαλψη, παραβιάζοντας τις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις, παρόλο που γνώριζαν καλά ότι τέτοια έλλειψη θεραπείας θα έθετε σε κίνδυνο την ζωή της. Το Δικαστήριο δεν διέθετε αποδεικτικά στοιχεία ή άλλες πληροφορίες που θα του επέτρεπαν να καταλήξει σε διαπίστωση ή συμπέρασμα ότι υπήρχε κατάσταση δομικής ή συστημικής δυσλειτουργίας στο εν λόγω νοσοκομείο.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η σύζυγος του προσφεύγοντος εισήχθη στο νοσοκομείο στις 05.07.2011, όπου γέννησε την ίδια ημέρα. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το μωρό τοποθετήθηκε σε ειδικό δωμάτιο επειδή το σώμα του ανέδυε μια περίεργη μυρωδιά και ότι η σύζυγος του προσφεύγοντος είχε δύο περιστατικά αιμορραγίας, αλλά τα οποία, σύμφωνα με τη γνώμη των εμπειρογνωμόνων, αυτά τα περιστατικά θα μπορούσαν μερικές φορές να συμβούν ως αποτέλεσμα του «τοκετού» χωρίς να κρίνεται ανησυχητικό το γεγονός από μόνο του. Από τον φάκελο δεν φαίνεται ότι μέχρι τις 09.07.2011, όταν η σύζυγος του προσφεύγοντος θα λάμβανε εξιτήριο είχε δείξει σημάδια επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας της. Μόνο εκείνο το πρωί αυτής της ημέρας είχε δυσκολία στην αναπνοή και πόνο στο στήθος. Ενημέρωσε τον προσφεύγοντα τηλεφωνικά στις 09.50 π.μ. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε άλλο δωμάτιο και στη συνέχεια στο δωμάτιο τοκετού/χειρουργικής επέμβασης, αλλά η κατάστασή της επιδεινώθηκε και πέθανε περίπου στις 11.10 π.μ.
Ωστόσο, ήταν σαφές ότι η κατάσταση της αποβιωσάσης επιδεινώθηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Παρά το γεγονός αυτό, το ιατρικό προσωπικό δεν παρέμεινε ανενεργό. Στην κατάθεσή της στο αστυνομικό τμήμα των Αμπελόκηπων, η φίλη της συζύγου του προσφεύγοντος που πήγε μαζί του στο νοσοκομείο το πρωί της 09.07.2011, δήλωσε ότι όταν έφτασε στο δωμάτιο στο οποίο μεταφέρθηκε η σύζυγος του προσφεύγοντος την βρήκε συνδεδεμένη σε καρδιολογικό μηχάνημα. Λόγω απουσίας ιατρού, ζήτησε βοήθεια και μια νοσοκόμα έφερε μάσκα οξυγόνου. Στη συνέχεια, ο γυναικολόγος της θανούσας έφτασε και διέταξε εξετάσεις και τη μεταφορά της ασθενούς στην αίθουσα τοκετού, η οποία ήταν στην πραγματικότητα αίθουσα χειρουργείου.
Επομένως, εάν υφίστατο ιατρική αμέλεια, θα συνίστατο στην αδυναμία των ιατρών να διαγνώσουν μια εκδήλωση τραχηλίτιδας και να προβλέψουν την άμεση επιδείνωση της και την εξέλιξή σε τοξικό σοκ.
Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η παρούσα υπόθεση αφορούσε ισχυρισμούς ιατρικής αμέλειας. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι θετικές υλικές υποχρεώσεις που επιβαρύνουν την Ελλάδα περιορίζονταν στη θέσπιση κατάλληλου ρυθμιστικού πλαισίου που απαιτεί από τα νοσοκομεία, είτε ιδιωτικά είτε δημόσια, να υιοθετήσουν τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία της ζωής των ασθενών (απόφαση Lopes de Sousa Fernandes, § 203). Όμως δεν υπήρξαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το κράτος δεν τήρησε αυτήν την υποχρέωση.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 2 της Σύμβασης κατά το ουσιαστικό του σκέλος.
Δικαίωμα στη ζωή. Διαδικαστικό σκέλος
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημείωσε εξαρχής ότι η προκαταρκτική έρευνα διήρκεσε περίπου 5 έτη, αντί των 3 μηνών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 31 § 3 του Κ.Π.Δ. Αυτό το στοιχείο αρκούσε για να κρίνει το Δικαστήριο ότι η διάρκεια της προκαταρκτικής έρευνας ήταν υπερβολική, όπως παραδέχτηκε και η κυβέρνηση.
Συναφώς, το Δικαστήριο σημείωσε ότι κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής έρευνας ο προσφεύγων δεν είχε πρόσβαση στη δικογραφία. Στην πραγματικότητα μόνο στις 08.09.2015, δηλαδή 3 χρόνια και 2 μήνες μετά το θάνατο, έλαβε ένα αντίγραφο της δικογραφίας και αφού είχε υποχρεωθεί να υποβάλει καταγγελία και να συμμετέχει στις διαδικασίες ως πολιτικός ενάγων (άρθρο 108 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας).
Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι όταν ο δικαστής έλαβε τον ιατρικό φάκελο της συζύγου του προσφεύγοντος και είδε τα ονόματα των ιατρών που εμπλέκονταν στην υπόθεση, κάλεσε για κατάθεση μόνο τον γυναικολόγο που παρακολουθούσε την σύζυγο του προσφεύγοντος και όχι τους υπόλοιπους ιατρούς οι οποίοι σύμφωνα με τον ιατρικό φάκελο ήταν παρόντες κατά τις τελευταίες στιγμές της.
Στη συνέχεια, ο εισαγγελέας διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, εξετάζοντας την ευθύνη του Ρ.Ρ. και, κατά περίπτωση, οποιουδήποτε άλλου γιατρού. Ωστόσο, παρά τις διατάξεις του άρθρου 195 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η απόφαση του εισαγγελέα δεν επέστησε στον πραγματογνώμονα συγκεκριμένη ερώτηση σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά. Επιπλέον, η έκθεση δεν ανατέθηκε σε ειδικό σε γυναικολογικά θέματα αλλά σε χειρουργό. Ένα σημείο διαφωνίας μεταξύ του προσφεύγοντος και της κυβέρνησης αφορά επίσης την κοινοποίηση του διορισμού του πραγματογνώμονα στον προσφεύγοντα. Ωστόσο, ο τελευταίος είχε ήδη συμμετάσχει στις διαδικασίες ως πολιτικός ενάγων και έπρεπε να ενημερωθεί σχετικά με τον διορισμό του πραγματογνώμονα ώστε να μπορέσει να ασκήσει τα δικαιώματά του σύμφωνα με τα σχετικά άρθρα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 204 § 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν επέτρεψε στον προσφεύγοντα να διορίσει τον δικό του πραγματογνώμονα σε αυτό το στάδιο, αφού ένας τέτοιος διορισμός ήταν δυνατός μόνο στο στάδιο της κύριας έρευνας και μόνο σε περίπτωση αδικήματος.
Πάνω απ΄όλα, ωστόσο, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η κύρια έλλειψη όσον αφορά τη συμμόρφωση με τη διαδικαστική πτυχή στην παρούσα υπόθεση σχετίζεται με την ολοκλήρωση των δύο πραγματογνωμοσυνών που διατάχθηκαν αντίστοιχα στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο πρώτος πραγματογνώμονα, ο χειρουργός K., συνέταξε μια χειρόγραφη έκθεση στην οποία επανέλαβε τις εξηγήσεις που παρουσίασε γραπτώς ο γυναικολόγος P.P. τον οποίο ενέκρινε πλήρως. Αγνόησε την κακή μυρωδιά του νεογέννητου, την τραχηλίτιδα της μητέρας, τα συμπτώματά της το πρωί της 09.07.2011, την έλλειψη ιατρικών εξετάσεων, την απουσία ιατρών κατά τη διάρκεια κρίσιμων στιγμών και την καθυστερημένη μεταφορά της στο χειρουργείο. Επανέλαβε την παρατήρηση του P.P. ότι ο θάνατος οφείλονταν σε σηπτικό σοκ το οποίο «επέφερε υψηλό ποσοστό θνησιμότητας (σε 80% έως 90% των περιπτώσεων) και ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να προβλεφθεί». Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αντίδραση των ιατρών ήταν σύμφωνη με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, αλλά χωρίς να γίνεται αναφορά σε επιστημονικά δεδομένα, ούτε σε βιβλιογραφία ή στατιστικά στοιχεία για το θέμα.
Όσον αφορά τον δεύτερο πραγματογνώμονα, υπέβαλε μια πραγματογνωμοσύνη, χωρίς τίτλο και με τη μορφή επιστολής δύο σελίδων, στην οποία αναφέρθηκε στις απόψεις των ιατρών που ήταν παρόντες κατά το χρόνο του θανάτου, επιβεβαιώνοντας ότι είχαν άμεσα παράσχει βοήθεια και δήλωσε ότι η ασθενής ήταν υπό συνεχή παρακολούθηση και ότι είχε υποβληθεί σε θεραπεία αμέσως και με τον κατάλληλο τρόπο. Ως πηγή των συμπερασμάτων του, ο πραγματογνώμονας αναφέρθηκε στη διοικητική έρευνα που διεξήχθη στο νοσοκομείο, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο P.P. και οποιοσδήποτε άλλος γιατρός δεν έφεραν ευθύνη.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο απλός συσχετισμός μεταξύ των ερωτήσεων που τέθηκαν με την διάταξη του εισαγγελέα που διέταξε πραγματογνωμοσύνη και των απαντήσεων που δόθηκαν από τον πραγματογνώμονα έδειχνε με σαφήνεια ότι η πραγματογνωμοσύνη δεν κατέδειξε με υπεύθυνο, επιστημονικό, αμερόληπτο και σαφή τρόπο τα ακριβή αίτια και περιστάσεις του θανάτου της συζύγου του προσφεύγοντος.
Εν ολίγοις, το Δικαστήριο θεώρησε ότι, αντιμέτωπο με μια αμφισβητήσιμη καταγγελία με την οποία ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η ιατρική αμέλεια είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο της συζύγου του, το εθνικό σύστημα δεν παρείχε επαρκή απάντηση σύμφωνα με την υποχρέωση που επιβάλλει το άρθρο 2 στο κράτος.
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η εθνική έννομη τάξη έδινε τη δυνατότητα στον προσφεύγοντα άσκησης αγωγής αποζημίωσης για αστική ευθύνη του δημοσίου βάσει του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Α.Κ. (βλ. σχετικά, Μπόρος κ.α. κατά Ελλάδας της 17.11.2020 και Marcada κατά Ελλάδας της 16.12.2020). Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι σε περιπτώσεις θανάτου που φέρεται ότι οφείλονται σε αμέλεια εκ μέρους των ιατρών ή του νοσοκομείου, το τελευταίο διεξάγει εσωτερική διοικητική έρευνα προκειμένου να αποφασίσει σχετικά με πιθανή πειθαρχική ευθύνη των θεράποντων ιατρών που εμπλέκονται σε θάνατο. Ωστόσο, το Δικαστήριο θεώρησε ότι, καθώς ο προσφεύγων επέλεξε μόνο ένα ένδικο βοήθημα μεταξύ εκείνων που του προσέφερε το ελληνικό νομικό σύστημα, την άσκηση μήνυσης, δεν εναπόκειται σε αυτό να εξετάσει εάν ο τρόπος αποζημίωσης θα ήταν αποτελεσματικός στην υπόθεσή του. Όσον αφορά την πειθαρχική διαδικασία το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων δεν παραπονέθηκε για την αναποτελεσματικότητά της.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.
Δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή
Το Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης ότι, για έναν γονέα και το παιδί του, το να είναι μαζί αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της οικογενειακής ζωής, ακόμη και αν η σχέση μεταξύ των γονέων έχουν καταστραφεί, και ότι τα εσωτερικά μέτρα που τους εμποδίζουν να το πράξουν αποτελούν παρέμβαση στο δικαίωμα που προστατεύεται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (βλ., μεταξύ άλλων, Elsholz κατά Γερμανίας [GC], αρ. προσφ. 25735/94 § 43).
Ωστόσο, στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο συμφώνησε με την κυβέρνηση ότι η επιλογή του προσφεύγοντος να παραμείνει στην Ελλάδα και να στείλει τα παιδιά του στο Πακιστάν ήταν αποτέλεσμα μιας ελεύθερης απόφασης του τελευταίου και όχι απόφαση του κράτους. Το Δικαστήριο είναι επίσης της άποψης ότι δεν υπήρξε άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του θανάτου της συζύγου του προσφεύγοντος και της επιλογής του να συνεχίσει να ζει στην Ελλάδα χωρίς τα παιδιά του.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις εκτιμήσεις, το Δικαστήριο θεώρησε ότι στην παρούσα υπόθεση δεν υπήρξε παρέμβαση του εναγομένου Κράτους στο δικαίωμα του προσφεύγοντος στο σεβασμό της οικογενειακής του ζωής, όπως κατοχυρώνεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Επομένως, αυτό το μέρος της προσφυγής απορρίφθηκε ως ασυμβίβαστο ratione materiae με τις διατάξεις της Σύμβασης, σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 3 α και το άρθρο 4 αυτής.
Δίκαιη ικανοποίηση: το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 20.000 ευρώ για ψυχική οδύνη και 1.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).