Η συμμετοχή προσώπου σε δημόσια συγκέντρωση διαμαρτυρίας, στην οποία ο τηλεοπτικός φακός αποκαλύπτει τη συμμετοχή σε συνδικαλιστική οργάνωση, συνιστά πρόδηλη δημοσιοποίηση του ευαίσθητου προσωπικού δεδομένου από το ίδιο το υποκείμενο
Μία ενδιαφέρουσα απόφαση σχετικά με τη νομιμότητα της αξιοποίησης τηλεοπτικού υλικού στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας εξέδωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας επί αίτησης ακύρωσης κατά της υπ’ αριθμ. 50/2015 απόφασης της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΣτΕ 194/2021).
Η απόφαση παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον καθώς μεταξύ των ζητημάτων που κρίνονται είναι και η δυνατότητα του πειθαρχικού οργάνου να συλλέξει και επεξεργαστεί ευαίσθητα δεδομένα του πειθαρχικώς ελεγχόμενου προσώπου.
Ιστορικό υπόθεσης
Την 5-8-2012 η αιτούσα συμμετείχε, υπό την ιδιότητα της Προέδρου συνδικαλιστικής οργάνωσης αστυνομικών, σε διαμαρτυρία, μαζί με άλλους συναδέλφους της, κατά της μεταγωγής – κράτησης αλλοδαπών σε Κέντρο Φιλοξενίας Αλλοδαπών. Η διαμαρτυρία μεταδόθηκε από τοπικό τηλεοπτικό σταθμό, στις εικόνες του οποίου απεικονιζόταν η αιτούσα να «καταφέρεται απαξιωτικά προς τον Γενικό Επιθεωρητή Αστυνομίας…. και τον Γενικό Αστυνομικό Διευθυντή Περιφέρειας …».
Λίγους μήνες μετά το συμβάν, την 24-11-2012 ο Προϊστάμενος του Κλάδου Οργάνωσης και Ανθρώπινου Δυναμικού της Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, με έγγραφό του, διαβίβασε στην Υποδιεύθυνση Διοικητικών Εξετάσεων της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης οπτικοαουστικό υλικό (dvd) από την τηλεοπτική μετάδοση και παρήγγειλε τη διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης σε βάρος της αιτούσας.
Αμέσως μετά την κλήση της σε παροχή εξηγήσεων, η αιτούσα ζήτησε τη χορήγηση των αντιγράφων εγγράφων του πειθαρχικού φακέλου, ενώ ζήτησε να μη ληφθεί υπόψιν το σχετικό οπτικοακουστικό υλικό, αφού ουδέποτε είχε ενημερωθεί για τη συλλογή του από την Ελληνική Αστυνομία, κατά παράβαση του άρθρου 11 παρ.1 και 3 Ν.2472/1997.
Ακολούθως, την 11-2-2013, η αιτούσα υπέβαλε καταγγελία ενώπιον της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με την οποία ζήτησε αφενός να αναγνωριστεί η παραβίαση της υποχρέωσης ενημέρωσης του νόμου, αφετέρου να διαταχθεί η καταστροφή του σχετικού αρχείου.
Με το υπόμνημά της, η αιτούσε έκανε αναφορά στην «κατάφωρη παραβίαση συνταγματικών ελευθεριών» της, την οποία συνιστούσε η καταγραφή της συμμετοχής της σε συνδικαλιστική οργάνωση, ενώ έθεσε ζητήματα παράνομης επεξεργασίας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, καθώς και παραβίασης του δικαιώματος πρόσβασης του άρθρου 12 παρ.1 Ν.2472/1997.
Η απόφαση της Αρχής
Η προσφυγή της αιτούσας απορρίφθηκε με την απόφαση 50/2015 ΑΠΔΠΧ, όπου κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι:
«Η συλλογή και χρήση οπτικοακουστικού υλικού που εικονίζει πρόσωπα συνιστά επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 2 στοιχ. δ΄ του ν. 2472/1997. Μάλιστα, όταν τα πρόσωπα αυτά φέρονται με την ιδιότητα του μέλους συνδικαλιστικής οργάνωσης, τότε πρόκειται για επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχ. β΄ του ν. 2472/1997.
Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό εξέταση συλλογή και χρήση του ευαίσθητου δεδομένου της συνδικαλιστικής ιδιότητας έγινε από τα αρμόδια να κινήσουν την πειθαρχική διαδικασία όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας σε βάρος της προσφεύγουσας.
Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 7Α παρ. 2 στοιχ. α΄ του ν. 2472/1997, καθώς και των άρθρων 21 παρ. 1, 23 παρ. 3 και 26 παρ. 1 και 2 του π.δ./τος 120/2008 τα ανωτέρω όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας ως καθ’ ύλην αρμόδια μπορούσαν να συλλέξουν τα επίμαχα δεδομένα της προσφεύγουσας. Για τη συγκεκριμένη δε επεξεργασία δεν απαιτείτο η προηγούμενη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων και η λήψη άδειας της Αρχής, καθώς η διερεύνηση της διάπραξης τυχόν πειθαρχικών παραπτωμάτων αστυνομικών υπαλλήλων συνδέεται με την παροχή υπηρεσιών στον δημόσιο τομέα (βλ. με αριθμό 22/2005, 152/2012 και 43/2014 αποφάσεις της ΑΠΔΠΧ).».
Περαιτέρω, ως προς το ζήτημα της παραβίασης των άρθρων 11 και 12 του νόμου, η Αρχή έκρινε ότι:
«στο πλαίσιο της Ε.Δ.Ε. αστυνομικών υπαλλήλων που διέπεται από την αρχή της μυστικότητας, τα ως άνω δικαιώματα και υποχρεώσεις υλοποιούνται με βάση τις ειδικές διατάξεις του π.δ. 120/2008, οι οποίες προβλέπουν την ενημέρωση του υποκειμένου και την άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης με την κλήση του αστυνομικού υπαλλήλου προς απολογία κατ’ άρθρο 26 παρ. 10 του π.δ. 120/2008. Στο στάδιο αυτό, ο αστυνομικός υπάλληλος έχει πρόσβαση στα στοιχεία του πειθαρχικού φακέλου, οπότε ενημερώνεται και λαμβάνει γνώση και των προσωπικών δεδομένων, τα οποία τον αφορούν (όπως εν προκειμένω το επίμαχο οπτικοακουστικό υλικό) και ενδεχομένως πρόκειται να αξιολογηθούν από το Πειθαρχικό Συμβούλιο».
Στις 2-8-2015, η αιτούσα άσκησε αίτηση ακύρωσης της απόφασης, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Απόσπαμα απόφασης του ΣτΕ
Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων μπορεί να είναι νόμιμη, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν.2472/1997 (νόμιμη συλλογή και επεξεργασία για σαφείς και νόμιμους σκοπούς), καθώς και οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 2472/1997.
Εν προκειμένω, κατά το δικαστήριο, «η κατά τον ανωτέρω τρόπο συλλογή και επεξεργασία του οπτικοακουστικού υλικού από τα αστυνομικά όργανα παρίστατο νόμιμη και θεμιτή κατά την έννοια του άρθρου 4 του ν. 2472/1997, εφόσον η επεξεργασία του επίμαχου αρχείου απέβλεπε στην εκπλήρωση σαφών και θεμιτών σκοπών, αναγόμενων στην άσκηση πειθαρχικής εξουσίας επί των αστυνομικών υπαλλήλων, κατά τις διατάξεις της κείμενης πειθαρχικής νομοθεσίας (π.δ. 120/2008)».
Ως προς τη νομική βάση της επεξεργασίας, το δικαστήριο έκρινε ότι δεν απαιτείται η συγκατάθεση του υποκειμένου, αφού «η επεξεργασία του αρχείου ήταν αναγκαία για την εκτέλεση έργου που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, δηλαδή για την άσκηση από την αστυνομική αρχή τής κατά τα ανωτέρω ανατεθείσας σε αυτήν πειθαρχικής εξουσίας, ως εκ τούτου δε, νομίμως, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 εδ. δ του εν λόγω ν. 2472/1997, εχώρησε η επεξεργασία του εν λόγω αρχείου, με τη συλλογή του υλικού αυτού από την αστυνομία και τη διαβίβασή του στο αρμόδιο όργανο, με παραγγελία για διενέργεια Ε.Δ.Ε.».
Κατά συνέπεια, η εφαρμοστέα νομική βάση είναι εκείνη του άρθρου 5 παρ.2δ Ν.2472/1997.
Άξιο αναφοράς είναι ότι το ΣτΕ φαίνεται να διαφοροποιείται από την κρίση της Αρχής ως προς τους λόγους μη ικανοποίησης του δικαιώματος ενημέρωσης της αιτούσης, παρατηρώντας ότι αυτό συναρτάται με την ως άνω νομική βάση: «Ενόψει δε του ότι για την επίμαχη επεξεργασία (συλλογή – διαβίβαση) του αρχείου κατά το στάδιο αυτό της ενάρξεως της πειθαρχικής διώξεως της αιτούσας δεν απαιτείτο η συγκατάθεσή της, δεν απαιτείτο κατά το ίδιο στάδιο ούτε και η προηγούμενη ενημέρωσή της, η οποία, κατά την έννοια του άρθρου 2 περ. ια του ν. 2472/1997, είναι προϋπόθεση για τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων ότι δέχεται αυτά να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας».
Ως προς το ζήτημα της επεξεργασίας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων της συμμετοχής της σε συνδικαλιστική οργάνωση, όπως είχε προβάλει η αιτούσα, το δικαστήριο έκρινε ότι η επεξεργασία ήταν και στην περίπτωση αυτή νόμιμη, με βάση την εξαίρεση του άρθρου 7 παρ.2γ Ν.2472/1997.
Σύμφωνα με την απόφαση «η αιτούσα, η οποία μετέσχε στην επίμαχη δημόσια συγκέντρωση διαμαρτυρίας φέροντας πανό το οποίο ανέγραφε «Ένωση Αστυνομικών Υπαλλήλων……..» και, συνεπώς, κατέστησε εμφανή τη συνδικαλιστική της ιδιότητα, προδήλως δημοσιοποίησε η ίδια το εν λόγω ευαίσθητο δεδομένο της συμμετοχής της στη συνδικαλιστική οργάνωση που αποτέλεσε αντικείμενο της επίμαχης επεξεργασίας. Συνεπώς, συνέτρεχε κατ` αρχήν λόγος άρσεως της απαγόρευσης επεξεργασίας του εν λόγω ευαίσθητου δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα, ως εκ τούτου δε, ήταν νόμιμη και θεμιτή από της απόψεως αυτής η επεξεργασία του εν λόγω αρχείου (dvd) που περιείχε το ευαίσθητο αυτό προσωπικό δεδομένο, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2 περ. γ του ν. 2472/1997.»
Περαιτέρω, στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται η (καταργηθείσα πλέον) υποχρέωση γνωστοποίησης και λήψης άδειας της Αρχής του άρθρου 7Α του νόμου, καθόσον «η επεξεργασία πραγματοποιείται αποκλειστικά για σκοπούς που συνδέονται άμεσα με παροχή υπηρεσιών στον δημόσιο τομέα, είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρέωσης που επιβάλλει ο νόμος και το υποκείμενο έχει προηγουμένως ενημερωθεί σχετικά με τα δεδομένα, τον σκοπό και τα στοιχεία του υπευθύνου επεξεργασίας (άρθρο 7Α παρ. 1 περ. α). Τέτοια δε περίπτωση είναι και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων που γίνεται στο πλαίσιο πειθαρχικής έρευνας που διενεργείται για το υποκείμενο των δεδομένων, το οποίο ενημερώνεται κατά τις διατάξεις που διέπουν την πειθαρχική διαδικασία για τα στοιχεία του φακέλου της πειθαρχικής του υποθέσεως και του παρέχεται πρόσβαση σε αυτά». Παράλληλα, το δικαστήριο δέχθηκε ότι η αιτούσα είχε προηγουμένως ενημερωθεί, όπως απαιτείτο από τη διάταξη αυτή.
Κατά ταύτα, το ΣτΕ έκρινε ως νομίμως αιτιολογημένη την κρίση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων και απέρριψε ως αβάσιμους τους λόγους ακυρώσεως.
Απορριπτέοι κρίθηκαν και δύο ειδικότεροι ισχυρισμοί της αιτούσας, αφενός ως προς την παραβίαση της αναλογικότητας, καθώς το πειθαρχικό όργανο θα μπορούσε να αρκεστεί στη χρήση μαρτύρων, αφετέρου ως προς την εν αγνοία της καταγραφή της διαμαρτυρίας σε βίντεο.
Στην πρώτη περίπτωση, το δικαστήριο έκρινε ότι με τον προβαλλόμενο ισχυρισμό «πλήττεται κατ’ ουσίαν η προσφορότητα των διαφορετικής φύσεως αποδεικτικών μέσων που χρησιμοποιήθηκαν στην επίμαχη πειθαρχική διαδικασία, σε κάθε δε περίπτωση, εν προκειμένω δεν αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας και άλλα, παρεμφερή με το επίμαχο, οπτικοακουστικό υλικό, αρχεία που περιελάμβαναν το ίδιο ευαίσθητο δεδομένου προσωπικού χαρακτήρα», ενώ στη δεύτερη ο ισχυρισμός απορρίφθηκε καθώς «το περιεχόμενο του dvd αποτελεί προϊόν καταγραφής ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού, η οποία έλαβε χώρα «με τη συναίνεση των συμμετεχόντων, προς ενημέρωση του κοινού και μέρος αυτής ή όλης προβλήθηκε δημόσια από τον σταθμό αυτόν».