Στις 16 Δεκεμβρίου 2019 η Νορβηγική Αρχή Προστασίας Δεδομένων δέχθηκε καταγγελία, σύμφωνα με την οποία η Dragefossen, εταιρεία παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, είχε εγκαταστήσει webcam στην οροφή κτιρίου της και μετάδιδε ζωντανά την εικόνα που αυτή ελάμβανε.
Η κάμερα είχε εγκατασταθεί στα γραφεία της εταιρείας στην πόλη Rognan, ενώ το σήμα μεταδιδόταν τόσο στο κανάλι της Dragefossen στο YouTube, όσο και από την ιστοσελίδα της.
Οι διαπιστώσεις της έρευνας
Από τον έλεγχο που διενήργησε η Αρχή διαπιστώθηκε ότι:
– η κάμερα είχε εγκατασταθεί το 2006, ενώ η συσκευή λήψης είχε αντικατασταθεί το 2019.
– η κάμερα περιστρεφόταν κατά 360 μοίρες, με σταθερή ταχύτητα, ενώ σταματούσε σε 4 προκαθορισμένα σημεία λήψης για χρονικό διάστημα 15 δευτερολέπτων. Κάθε περιστροφή της κάμερας διαρκούσε 2 λεπτά, ενώ η ταχύτητα περιστροφής αυξανόταν για ένα συγκεκριμένο πεδίο λήψης 90 μοιρών, ώστε αυτό να μη μπορεί να καταγραφεί ευκρινώς.
– εκτός από τη ζωντανή μετάδοση της εικόνας, το βίντεο έδινε τη δυνατότητα αναπαραγωγής των τελευταίων 12 ωρών.
– στο πεδίο λήψης της κάμερας βρίσκονταν, μεταξύ άλλων, ένας δημόσιος δρόμος, ένας χώρος στάθμευσης, ένα φαρμακείο, δύο παντοπωλεία, μια τράπεζα και το Δημαρχείο της πόλης.
– η απόσταση και η ευκρίνεια της εικόνας δεν επέτρεπαν την αναγνώριση προσώπων στα πεδία λήψης της κάμερας.
– η εικόνα αποθηκευόταν σε servers της εταιρείας για χρονικό διάστημα 14 ημερών, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που ζητήθηκε και δόθηκε πρόσβαση στις αστυνομικές αρχές.
– σύμφωνα με την εταιρεία, σκοπός της εγκατάστασης δεν ήταν άλλος παρά να δώσει τη δυνατότητα στο κοινό να βλέπει το Rognan σε ζωντανό χρόνο, ενώ για την ύπαρξή της κάμερας είχε αναρτήσει ενημέρωση στη σελίδα της στο Facebook.
Οι παρατηρήσεις της Αρχής
Η Αρχή κατ’αρχήν παρατήρησε ότι για την εγκατάσταση μιας κάμερας είναι αναγκαία η τήρηση των αρχών επεξεργασίας, ειδικώς της αρχής της νομιμότητας (5.1α ΓΚΠΔ) και η ύπαρξη νομικής βάσης, η οποία εν προκειμένω δεν μπορεί παρά να είναι το έννομο συμφέρον της εταιρείας (6.1στ ΓΚΠΔ). Η μετάδοση της εικόνας στο διαδίκτυο συνιστά διακριτή πράξη επεξεργασίας, η νομιμότητα της οποίας θα πρέπει να κριθεί αυτοτελώς έναντι της εγκατάστασης της κάμερας. Και στην περίπτωση αυτή, νομική βάση δεν μπορεί να είναι άλλη από το έννομο συμφέρον.
Ως προς το ζήτημα του κατά πόσον η κάμερα συνέλεγε και μετέδιδε προσωπικά δεδομένα, η Αρχή δέχθηκε τον ισχυρισμό της Dragefossen ότι από την απόσταση και την ευκρίνεια της εικόνας ήταν αδύνατη η ταυτοποίηση προσώπων ή και πινακίδων οχημάτων. Όμως, αυτό δεν αρκούσε. Όπως παρατήρησε η Datatilsynet, από την εικόνα μπορούσε κανείς να εξαγάγει πληροφορίες, όπως τον τύπο του οχήματος, τα ρούχα των διερχομένων, καθώς και το χρώμα μαλλιών ή το κούρεμά τους. Οι πληροφορίες αυτές, εφόσον συνδυάζονταν με την πρότερη γνώση κάποιου για συγκεκριμένα πρόσωπα, μπορούσαν εύκολα να οδηγήσουν στην ταυτοποίηση των υποκειμένων. Τούτο δε, κατά την Αρχή, αποδεικνύεται από το ότι οι αστυνομικές αρχές ζητούσαν να λάβουν πρόσβαση στο υλικό. Κατά συνέπεια, η κάμερα συνέλεγε και μετάδιδε προσωπικά δεδομένα.
Ως προς το ζήτημα της νομικής βάσης για την επεξεργασία, η Dragefossen δήλωσε ότι δεν είχε αναζητήσει νομική βάση, καθώς δεν θεωρούσε ότι πρόκειται για σύστημα βιντεοεπιτήρησης, αλλά για μια απλή μετάδοση εικόνας. Η Αρχή εξέτασε με δική της πρωτοβουλία το κατά πόσον η μετάδοση και αποθήκευση του υλικού θα μπορούσε να θεμελιωθεί στο έννομο συμφέρον, για να καταλήξει στο προφανές αρνητικό συμπέρασμα. Σύμφωνα με τη Datatilsynet, η λειτουργία του συστήματος έθεσε υπό παρακολούθηση ένα σημαντικό ποσοστό των κατοίκων της πόλης, οι οποίοι είχαν την εύλογη προσδοκία ότι δεν θα επιτηρούνται πηγαίνοντας στην εργασία τους, αγοράζοντας τρόφιμα, φάρμακα και αλκοόλ ή γενικότερα κινούμενοι στο δημόσιο χώρο.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η εταιρεία είχε παραβιάσει το άρθρο 6.1στ του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων, γεγονός που συνεπάγεται και την παραβίαση της αρχής νομιμότητας της επεξεργασίας, κατά το άρθρο 5.1α.
Το διοικητικό πρόστιμο
Για την παραβίαση των διατάξεων αυτών του Γενικού Κανονισμού, η Αρχή αποφάσισε να επιβάλει πρόστιμο 150.000 νορβηγικών κορωνών, ήτοι περίπου 15.000 ευρώ. Για τον υπολογισμό του προστίμου αυτού, η Datatilsynet εκτίμησε σειρά ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών παραγόντων και περιστάσεων όπως:
– τον αριθμό των ατόμων που κατ’ εκτίμηση είδαν το υλικό,
– το γεγονός πως η κάμερα κατάγραφε και τις κινήσεις παιδιών, ενώ παράλληλα η εταιρεία έδινε τη δυνατότητα σε κάποιον να ανατρέξει στις τελευταίες 12 ώρες του υλικού,
– το γεγονός πως η εταιρεία, μετά την έναρξη της έρευνας δεν ενήργησε προς τη διακοπή της παραβίασης, περιοριζόμενη απλώς στο να διακόψει την πρόσβαση στο τελευταίο 12ωρο λήψης,
– την προφανή άγνοια των διατάξεων της οικείας νομοθεσίας, όπως αυτή εκφράστηκε από την εντύπωση πως η κάμερα δεν συλλέγει προσωπικά δεδομένα,
– το γεγονός πως η εταιρεία δεν αποκόμισε κανένα οικονομικό όφελος από την παραβίαση.