Του Λεωνίδα Στεργίου
Μεταξύ 10% και 20% κυμαίνονται τα ποσοστά των δανείων σε αναστολή, τα οποία αναμένεται να “κοκκινίσουν” μετά τη λήξη των μορατορίων, ενώ ένα επιπλέον 20% με 30% των ήδη ρυθμισμένων δανείων θα χρειαστεί επαναρρύθμιση.
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από παρουσιάσεις τραπεζών σε επενδυτές και από εκτιμήσεις τραπεζιτών στις τακτικές συναντήσεις του Συμβουλίου Ρευστότητας στο υπουργείου Οικονομικών. Ανάλογα με το μείγμα των δανείων, κάθε τράπεζα λαμβάνει αντίστοιχες προβλέψεις, παρακολουθώντας την πορεία χορηγήσεων μετά τη λήξη των αναστολών. Συνολικά, τέθηκαν σε καθεστώς αναστολής δόσεων για εννέα μήνες δάνεια 25 δισ. ευρώ, ενώ άλλα 15 δισ. ευρώ ρυθμίστηκαν κυρίως με επιμήκυνση του χρόνου λήξης.
Η περίοδος της εννεάμηνης αναστολής έχει λήξει για τον μεγαλύτερο όγκο των δανείων. Εκτιμάται ότι συνολικά έχουν απομείνει δάνεια 10 δισ. των οποίων η εννεάμηνη αναστολή θα λήγει σταδιακά μέχρι το τέλος του 2021. Ωστόσο, η συμπεριφορά του μεγάλου όγκου των δανείων που ήταν σε αναστολή μέσα στο 2020 και έληξε η 9μηνη περίοδος χάριτος είναι ενδεικτική για τις τράπεζες προκειμένου να διαμορφώσουν το απαραίτητο επίπεδο προβλέψεων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των δύο τελευταίων τριμήνων του 2020 και του πρώτου διμήνου του 2021, οι τράπεζες παρατηρούν ότι ένα ποσοστό γύρω στο 4-5% των δανείων σε αναστολή γίνεται σχεδόν αμέσως “κόκκινο” με τη λήξη της 9μηνης περιόδου χάριτος. Έτσι, ανάλογα με το μείγμα και τη χρονική κατανομή των λήξεων των αναστολών, οι τράπεζες προβλέπουν ότι τα νέα “κόκκινα” δάνεια μόνο από τα μορατόρια θα κυμανθούν μεταξύ 10% και 20%, με μέση τιμή γύρω στο 12% με 15%, δηλαδή γύρω στα 3-5 δισ. ευρώ. Αυτά θα εμφανιστούν κυρίως εντός του β’ εξαμήνου 2021. Η μέση αντίστοιχη πρόβλεψη που λαμβάνεται από κάθε συστημική τράπεζα για “κόκκινα” δάνεια των μορατορίων κυμαίνεται γύρω στο 1 δισ. ευρώ.
Τραπεζικές πηγές εξηγούν ότι μέχρι στιγμής το ποσοστό των “κόκκινων” δανείων μετά τη λήξη των μορατορίων μπορεί να θεωρηθεί ενθαρρυντική, καθώς κυμαίνεται γύρω στο 4% με 5%. Το αποθαρρυντικό στοιχείο είναι ότι αυτά “κοκκινίζουν” αμέσως μετά τη λήξη της αναστολής, ενώ το ποσοστό ακόμα παραμένει χαμηλό καθώς μεγάλο μέρος των δανείων σε αναστολή έκαναν χρήση και της Γέφυρας 1 και πρόκειται να κάνουν χρήση της Γέφυρας 2, επίσης. Από τα έως τώρα στοιχεία προκύπτει ότι μόνο το 50% των δανείων για τα οποία έχουν λήξει οι αναστολές και δεν έχουν ενταχθεί σε άλλο πρόγραμμα στήριξης συνεχίζουν να εξυπηρετούνται κανονικά. Από τα υπόλοιπα, σχεδόν το 20-30% ζητά τυπική ή άτυπη ρύθμιση, δηλαδή σταδιακή επαναφορά της δόσης στο κανονικό, ξεκινώντας συνήθως με πληρωμή της μισής μηνιαίας δόσης. Αυτές τις διευκολύνσεις τις κάνουν οι τράπεζες είτε διαθέτοντας ειδικό πρόγραμμα επαναφοράς ή κάνοντας χρήση των πάγιων προγραμμάτων ρύθμισης. Ένα άλλο ποσοστό γύρω στο 20% καρπώνεται από το όφελος που είχε από τη Γέφυρα 1 ή περιμένει να ενταχθεί στο Γέφυρα 2. Ένα μικρότερο ποσοστό παραμένει πράσινο αλλά θα χρειαστεί ρύθμιση για να διατηρηθεί εξυπηρετούμενο, ενώ ένα ποσοστό γύρω στο 10% με 20%, ανάλογα με την τράπεζα θα γίνει “κόκκινο”.
Ταυτόχρονα, έρχονται και νέα “κόκκινα” δάνεια πέραν αυτών που ήταν σε μορατόρια και προγράμματα Γέφυρα. Είναι αυτά που θα κοκκινίσουν λόγω της παρατεταμένης κρίσης του κορονοϊού και των περιοριστικών μέτρων. Από αυτά εκτιμάται ότι η πιο ευάλωτη ομάδα είναι εκείνη που είχε ρυθμιστεί τουλάχιστον μια φορά από την αρχή της πανδημίας και θα ξαναχρειαστούν νέα ρύθμιση με την επανεκκίνηση, όταν θα γίνει ο λογαριασμός με το ποιες και πόσες επιχειρήσεις θα μπορέσουν να επανέλθουν στην κανονικότητα και πως θα λειτουργούν. Από αυτό το κομμάτι εκτιμάται ότι μπορεί να προκύψει μια νέα γενιά “κόκκινων” δανείων 3 δισ. ευρώ που όμως είναι διαχειρίσιμη και για τα οποία έχουν ήδη ληφθεί προβλέψεις.
Σε ό,τι αφορά στο χρονοδιάγραμμα, οι αναστολές δόσεων και το πρόγραμμα Γέφυρα 1 είχαν εννεάμηνη διάρκεια. Το Γέφυρα 1 έληξε με περίπου 160.000 αιτήσεις και 110.000 δικαιούχους. Οι εννεάμηνες αναστολές (μορατόρια) πήραν παράταση, αλλά μόνο για όσα δάνεια δεν είχαν κάνει χρήση των μορατορίων και με την προϋπόθεση ότι οι εννεάμηνες αναστολές θα τερματίσουν το τέλος του 2021. Έτσι, ο μεγαλύτερος όγκος των μορατορίων έληξε στα τέλη του 2020 με αρχές του 2021 και μέχρι το τέλος του έτους απομένει μία μικρή ουρά που θα λήγει σταδιακά.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα μέτρα στήριξης (αναστολές, Γέφυρες, ρυθμίσεις, προγράμματα σταδιακής επαναφοράς δόσης, κλπ) και το χρόνο λήξης τους, οι τράπεζες εκτιμούν ότι το πρόβλημα των κόκκινων δανείων της πανδημίας θα γίνει πιο εμφανές -και ενδεχομένως να δούμε την κορύφωσή του- από το καλοκαίρι και μετά. Για τους λόγους αυτούς έχουν αυξήσει ήδη τις προβλέψεις τους για νέα “κόκκινα” δάνεια στους ισολογισμούς τους για τις χρήσεις του 2021 και του 2022.
Τραπεζικά στελέχη εκτιμούν ότι ορισμένες κατηγορίες δανείων έχουν πλέον εξαντλήσει κάθε δυνατότητα αναχρηματοδότησης και ότι αναγκαστικά θα περάσουν στον νέο πτωχευτικό νόμο. Σε ό,τι αφορά στη στήριξη της πραγματικής οικονομίας προκειμένου να διατηρηθούν τα πράσινα δάνεια και στο επόμενο διάστημα, η ΕΕ και η κυβέρνηση θα πρέπει να μην αποσύρουν απότομα τα μέτρα στήριξης και ενδεχομένως να δημιουργήσουν νέα αλλά πιο στοχευμένα, καθώς μεγάλο μέρος επιχειρήσεων και νοικοκυριών δεν θα θεωρούνται βιώσιμες μονάδες για χρηματοδότηση ή άλλου είδους ρύθμιση.