Ειδικότερα, εφόσον δέχεται την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου, γεγονός που κατ’ αρχήν αποδεικνύει σύννομη ζωή της κατηγορουμένης, απορρίπτει τον προαναφερόμενο ισχυρισμό, χωρίς να διαλαμβάνει καμία θετική παραδοχή για τη ύπαρξη συγκεκριμένης παραβατικής συμπεριφοράς που να καθιστά μη σύννομη τη ζωή της, και μολονότι, κατά το άρθρο 178 παρ.2 ΚΠΔ, στα πλαίσια της ποινικής δίκης ο κατηγορούμενος δεν έχει το βάρος απόδειξης της ανυπαρξίας παραβατικής συμπεριφοράς μη προκύπτουσας μάλιστα από το ποινικό μητρώο. Δεν αρκούν βεβαίως όσα αορίστως και εντελώς γενικά αναφέρονται στην απόφαση περί σεβασμού των έννομων αγαθών στην καθημερινή ζωή.
Απόφαση 905 / 2020 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 905/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Γεωργίου Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Ναυσικά Φράγκου, Βασιλική Ηλιοπούλου – Εισηγήτρια και Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Ιουλίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειου Παππαδά (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειουσών – κατηγορουμένων: 1.Α. Α. του Γ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Μαρκογιαννάκη, 2.Ε. Μ. του Ν. και 3. Μ. Μ. του Ν., αμφότερες, κάτοικοι …, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Κωνσταντίνο Ζηκογιάννη, για αναίρεση της υπ’αριθ. 1617/2019 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων. Με Υποστηρίζουσα την κατηγορία: Ε. Φ. του Ε., κάτοικο …, η οποία δεν παραστάθηκε. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χανίων με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και oι αναιρεσείουσες – κατηγορούμενες ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις: 1) από 26 Φεβρουαρίου 2020 αίτηση της 1ης αναιρεσείουσας, Α. Α., η οποία ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Χανίων, Θ. Σ. και έλαβε αριθμό πρωτ. 3/2020 και 2) από 27 Φεβρουαρίου 2020 αίτηση των 2ης και 3ης αναιρεσειουσών, Ε. Μ. και Μ. Μ., που ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Χανίων, Γ. Ξ. και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 4/2020, καθώς και οι από 25.06.2020 πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, των 2ης και 3ης των αναιρεσειουσών, που αναφέρονται στο σχετικό δικόγραφο, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 365/20.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να πρότεινε να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να επιβληθούν τα έξοδα στις αναιρεσείουσες, και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειουσών, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Οι υπό κρίση, υπ’ αρ. πρωτ. 3/26-2-2020 και 4/27-2-2020 αιτήσεις αναίρεσης της 1617/11-10-2019 τελεσίδικης απόφασης του δικάσαντος ως Εφετείου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων, με την οποία οι αναιρεσείουσες κηρύχθηκαν ένοχες για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση και κατά συναυτουργία και καταδικάσθηκαν στην ανασταλείσα επί τριετία ποινή φυλάκισης των 12 μηνών η πρώτη και των 8 μηνών καθεμία από τις λοιπές, ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 1 και 4 ΚΠΔ) Είναι, συνεπώς, τυπικά δεκτές και πρέπει, να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν, συνεκδικαζόμενες λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους, ερήμην της υποστηρίζουσας την κατηγορία Ε. Φ., που κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (βλ. τα από 26-5-20 και 20-5-20 αποδεικτικά επίδοσης του επιμελητή του Πταισματοδικείου Χανίων Γ. Μ. και του αρχιφύλακα του Α.Τ. Χανίων Ε. Κ., αντίστοιχα) αλλά δεν παρέστη προσηκόντως με συνήγορο (512 παρ.3 ΚΠΔ).
Αντίθετα, οι από 25.6.2020 πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης που άσκησαν οι αναιρεσείουσες Ε. και Μ. Μ. είναι απαράδεκτοι και απορριπτέοι, διότι δεν κατατέθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 509 ΚΠΔ, δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισμένη για τη συζήτηση της αναίρεσης ημέρα. Συγκεκριμένα, το έγγραφο των πρόσθετων λόγων αναίρεσης κατατέθηκε στο γραμματέα της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου στις 25.6.2020, όπως προκύπτει από τη σχετική έκθεση κατάθεσης, και η ημερομηνία συζήτησης της αναίρεσης είχε ορισθεί για τις 10.7.2020. Δηλαδή, οι πρόσθετοι λόγοι κατατέθηκαν εκπρόθεσμα, ήτοι δεκατέσσερις (14) ημέρες πριν τη συζήτηση, καθόσον η ημέρα της κατάθεσής τους και αυτή της συζήτησης της αναίρεσης δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της προθεσμίας (ΑΠ 39/2015). II. i) Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το ν.4619/2019 και ισχύοντος από 1-7-2019 (άρθρο δεύτερο του ν.4619/19 ) Ποινικού Κώδικα ” Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, επιεικέστερος είναι ο νόμος που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, αυτό δε που ενδιαφέρει δεν είναι εάν ο νόμος στο σύνολο του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο αλλά εάν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι’ αυτόν και δεν αποκλείεται στη συγκεκριμένη περίπτωση να εφαρμοσθεί εν μέρει ο προηγούμενος νόμος και εν μέρει ο νεότερος νόμος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς και έτσι να εφαρμόζεται αφενός ένας νόμος ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αφετέρου άλλος νόμος ως προς την απειλούμενη ποινή.
ii) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 514 και 511 εδ. τελ, ΚΠΔ προκύπτει ότι στην περίπτωση που μετά την δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς, ως προς τα στοιχεία της αξιόποινης πράξης ή και την προβλεπόμενη ποινή, κύρια ή παρεπόμενη, ο Αρειος Πάγος εφαρμόζει και αυτεπάγγελτα, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, το νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκαση της και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, ανεξάρτητα από την εμφάνιση ή μη του κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση της τελευταίας.
III. i) Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, όποις ίσχυε πριν την 1-7-2019, “1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος με τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο”.
ii) Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ “1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο” iii) Από τη σύγκριση των διατάξεων αυτών, που ως προς τα στοιχεία της υποκειμενικής και αντικειμενικής υπόστασης του οικείου εγκλήματος δεν διαφοροποιούνται, προκύπτει ότι ευμενέστερη διάταξη είναι αυτή του ισχύοντος από 1-7-2019 ποινικού κώδικα καθόσον : α) η χρήση πλαστού δεν αποτελεί πλέον επιβαρυντική περίσταση κατά την παρ. 1 αλλά αυτοτελή πράξη (παρ.2) που συρρέει φαινομενικά, όταν ακολουθεί την πλαστογραφία και απορροφάται από αυτήν και β) ειδικώς και μόνο ως προς την προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης, οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, αφού με αυτήν προβλέπεται πλαίσιο ποινής φυλάκισης χωρίς ελάχιστο όριο, δηλ. από 10 ημέρες έως 5 έτη, ενώ η προηγούμενη διάταξη, που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, προέβλεπε φυλάκιση τουλάχιστον 3 μηνών έως 5 έτη .
IV). Σύμφωνα με το άρθρο 45 του νέου ΠΚ “Αν δύο ή περισσότεροι πραγμάτωσαν από κοινού, εν όλω ή εν μέρει, τα στοιχεία της περιγραφόμενης στον νόμο αξιόποινης πράξης, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός”. Όπως αναφέρεται και στη σχετική αιτιολογική έκθεση, στο άρθρο αυτό, στο οποίο περιγράφεται το περιεχόμενο της συναυτουργίας, ορίζεται πλέον με σαφήνεια ότι για να χαρακτηρισθεί κάποιος συναυτουργός δεν αρκεί να έχει κοινό δόλο και να τελεί πράξεις που συμβάλλουν στην πραγμάτωση του εγκλήματος, αλλά πρέπει να πραγματώνει από κοινού, εν όλω ή εν μέρει, τα στοιχεία της περιγραφόμενης στο νόμο αξιόποινης πράξης, πρέπει, δηλαδή, να τελεί σε κάθε περίπτωση πράξη αντικειμενικής υπόστασης.
V. i) Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των αποδειχθέντων περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αρκεί, όμως, η επανάληψη της διατύπωσης του νόμου για την αιτιολογία, η πληρότητα της οποίας εξασφαλίζεται, όπως προκύπτει από τα άρθρα 139, 177 του ισχύοντος ΚΠΔ, όταν υφίσταται αναφορά στα αποδεικτικά μέσα που δέχθηκε το Δικαστήριο ως αληθή για να καταλήξει στην κρίση του με βάση συγκεκριμένους συλλογισμούς για κάθε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή για τη έκβαση της δίκης. Περαιτέρω, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων ή η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ’αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικές συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή που προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ’ αυτή, εκτός εάν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), όπως π.χ στην ψευδορκία, ή η επιδίωξη ορισμένου σκοπού περαιτέρω (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), οπότε η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. VI. Στην προκείμενη περίπτωση, το δικάσαν κατ’ έφεση Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χανίων με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα ειδικώς αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα εξής : “Η πρώτη κατηγορούμενη Α. Α., η δεύτερη κατηγορούμενη Ε. Μ. και η τρίτη κατηγορούμενη, Μ. Μ., στα Χανιά την 7-9-2012 και την 11-10-2012, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, από κοινού ενεργούσες κατήρτισαν πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και το χρησιμοποίησαν. Συγκεκριμένα στον ως άνω αναφερόμενο τόπο και χρόνους, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, από κοινού ενεργούσες, η πρώτη κατηγορούμενη Α. Α., ως Πρόεδρος του Δ.Σ. του Σωματείου Πτυχιούχων Αποκλειστικών Νοσοκόμων Νομού Χανίων, η δεύτερη κατηγορούμενη Ε. Μ., ως Αντιπρόεδρος αυτού και τη τρίτη κατηγορούμενη Μ. Μ., ως Ταμίας του ως άνω σωματείου, με πρόθεση, ήτοι με κοινό δόλο συνέθεσαν εξυπαρχής δια χειρός της δεύτερης κατηγορουμένης Ε. Μ., στο πλαίσιο διαχωρισμού ρόλων, τις με αριθμούς …/7-9-2012, …/11-10-2012, …/11-10-2012 και …/11-10-2012 αποδείξεις του ΙΚΑ, οι οποίες προέρχονταν από μπλοκ αποδείξεων που είχε χορηγηθεί στην πρώτη κατηγορουμένη Α. Α. και που η ίδια είχε παραδώσει στην δεύτερη κατηγορουμένη, στο αυτό πλαίσιο του διαχωρισμού ρόλων και έθεσαν (δια χειρός της δεύτερης κατηγορουμένης) σε κάθε μία υπογραφή κατ’ απομίμηση εκείνης της ήδη εγκαλούσης Ε. Φ. του Ε., με σκοπό να δημιουργήσουν την εντύπωση σε κάθε ενδιαφερόμενο, ότι οι ανωτέρω αποδείξεις έφεραν γνήσια υπογραφή της ανωτέρω φερόμενης ως εκδότριας και τις προσκόμισαν ενώπιον του Ι. Μ. του Γ., ταμία της Οικονομικής Υπηρεσίας του Θ.Ψ.Π.Χ., ο οποίος κατέβαλε το ποσό των 1.584 ευρώ, το οποίο περιήλθε στο ταμείο του ανωτέρω Σωματείου, το οποίο διατηρούσε η τρίτη κατηγορουμένη Μ. Μ.. Οι δε κατηγορούμενες γνώριζαν ότι κατήρτιζαν εξ υπαρχής πλαστές αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (νοσηλείας), θέτοντας κατ’ απομίμηση την υπογραφή της εγκαλούσης και ότι αυτό αφενός μεν ήταν παράνομο, αφετέρου δε ζημίωνε την παριστάμενη προς υποστήριξη της κατηγορίας, αλλά και το ασφαλιστικό ταμείο (Ι.Κ.Α.) αφού άλλος νοσηλευτής παρείχε τις υπηρεσίες του προς τους ασθενείς που είχαν ανάγκη και από άλλο μπλοκ αποδείξεων με άλλη (πλαστή) υπογραφή εκδίδονταν οι αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (νοσηλείας). Ομοίως και ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι έκαναν εξυπηρέτηση στην παριστάμενη προς υποστήριξη της κατηγορίας και ότι είχαν τη συναίνεση της για τη θέση της υπογραφής της, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε, αφού οι απολογίες των κατηγορουμένων δεν κρίνονται πειστικές. Αντιθέτως, έρχονται σε αντίθεση με τη σαφή κατάθεση της παριστάμενης προς υποστήριξη της κατηγορίας, η οποία κατά την κατάθεση της ανέφερε, ότι ουδέποτε είχε δώσει τη συναίνεση της στη θέση της υπογραφής της από τις κατηγορούμενες. Αποδείχθηκε, ειδικότερα, ότι οι κατηγορούμενες ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου Πτυχιούχων Αποκλειστικών Νοσοκόμων Νομού Χανίων, είχαν εμπειρία στην παροχή της συναφούς εργασίας, γνώριζαν τον τρόπο παροχής των συναφών υπηρεσιών νοσηλείας (αποκλειστικής νοσοκόμας) των μελών του εν λόγω σωματείου, τον τρόπο έκδοσης των αποδείξεων των αποκλειστικών νοσοκόμων και τον τρόπο καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών στο οικείο ασφαλιστικό ταμείο και παρόλα αυτά, στο πλαίσιο διαχωρισμού ρόλων μεταξύ τους και με κοινό δόλο, επέλεξαν να θέσουν (δια χειρός της δεύτερης κατηγορουμένης) σε κάθε μία από τις ανωτέρω αναφερόμενες αποδείξεις την υπογραφή της παριστάμενης προς υποστήριξη της κατηγορίας, με σκοπό να δημιουργήσουν την εντύπωση σε κάθε ενδιαφερόμενο ότι οι ανωτέρω αποδείξεις έφεραν γνήσια υπογραφή της ανωτέρω φερόμενης ως εκδότριας, ενώ τούτο δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, πράγμα το οποίο γνώριζαν. Εν γνώσει τους, περαιτέρω, χρησιμοποίησαν τις ως άνω αποδείξεις προσκομίζοντας τις ενώπιον του Ι. Μ. του Γ., ταμία της Οικονομικής Υπηρεσίας του Θ.Ψ.Π.Χ., ο οποίος κατέβαλε το ποσό των 1.584 ευρώ, το οποίο- περιήλθε στο ταμείο του ως άνω Σωματείου, το οποίο διατηρούσε η τρίτη κατηγορουμένη Μ. Μ., την οποία η παριστάμενη προς υποστήριξη της κατηγορίας, σαφούς κατέθεσε ότι γνώριζε υπό την ιδιότητα της ως ταμία του εν λόγω σωματείου. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πληρούται τόσο η αντικειμενική όσο και η υποκειμενική υπόσταση της αποδιδόμενης με το κατηγορητήριο πρώτης αξιόποινης πράξης της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’ εξακολούθηση και κατά συναυτουργία, κατά τα ως άνω αναλυτικά εκτιθέμενα και πρέπει οι κατηγορούμενες να κηρυχθούν ένοχες της αξιόποινης αυτής πράξης……
Στη συνέχεια κήρυξε ένοχες τις κατηγορούμενες του ότι: “Η πρώτη κατηγορούμενη Α. Α., η δεύτερη κατηγορούμενη Ε. Μ. και η τρίτη κατηγορούμενη, Μ. Μ., στα Χανιά την 7-9-2012 και την 11-10-2012, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, από κοινού ενεργούσες κατήρτισαν πλαστά έγγραφα με σκοπό να παραπλανήσουν με την χρήση τους άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και το χρησιμοποίησαν. Συγκεκριμένα στον ως άνω αναφερόμενο τόπο και χρόνους, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, από κοινού ενεργούσες, δεδομένου του ότι η πρώτη κατηγορούμενη Α. Α., είναι Πρόεδρος του Δ.Σ. του Σωματείου Πτυχιούχων Αποκλειστικών Νοσοκόμων Νομού Χανίων, η δεύτερη κατηγορούμενη Ε. Μ., είναι Αντιπρόεδρος αυτού και τη τρίτη κατηγορούμενη Μ. Μ., είναι Ταμίας αυτού, συνέθεσαν εξυπαρχής δια χειρός της δεύτερης κατηγορουμένης Ε. Μ., στο πλαίσιο διαχωρισμού ρόλων, τις με αριθμούς …/7-9- 2012, …/11-10-2012, …/11-10-2012 και …/11-10-2012 αποδείξεις του ΙΚΑ, οι οποίες προέρχονταν από μπλοκ αποδείξεων που είχε χορηγηθεί στην πρώτη κατηγορουμένη Α. Α., και που η ίδια είχε παραδώσει στην δεύτερη κατηγορουμένη, στο αυτό πλαίσιο του διαχωρισμού ρόλων και έθεσαν (δια χειρός της δεύτερης κατηγορουμένης) σε κάθε μία υπογραφή κατ’ απομίμηση εκείνης της ήδη εγκαλούσης Ε. Φ. του Ε., με σκοπό να δημιουργήσουν την εντύπωση σε κάθε ενδιαφερόμενο ότι οι ανωτέρω αποδείξεις έφεραν γνήσια υπογραφή της ανωτέρω φερόμενης ως εκδότριας και τις προσκόμισαν ενώπιον του Ι. Μ. του Γ., ταμεία της Οικονομικής Υπηρεσίας του Θ.Ψ.Π.Χ., ο οποίος κατέβαλε το ποσό των 1.584 ευρώ, το οποίο περιήλθε στο ταμείο του ανωτέρω Σωματείου, το οποίο διατηρούσε η τρίτη κατηγορουμένη Μ. Μ..” VII. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο, ως προς την πρώτη και τρίτη των κατηγορουμένων, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την επιβαλλόμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ασαφής και ελλιπής. Ειδικότερα, υπάρχουν ασάφειες στην απόφαση αναφορικά με τη συμμετοχή των δύο αυτών κατηγορουμένων στην τέλεση της επίδικης πράξης πλαστογραφίας, καθόσον δεν προσδιορίζεται με ποιές πράξεις αυτές συνέβαλαν στην πραγμάτωση της εν λόγω πλαστογραφίας, που διέπραξε η δεύτερη κατηγορούμενη, Ε. Μ., ώστε να είναι δυνατόν να κριθεί εάν η συμμετοχή τους στη πράξη αυτή συνιστά συναυτουργία ή συνέργεια κατά το άρθρο 47 ΠΚ, για την οποία με τον νέο ΠΚ προβλέπεται επιεικέστερη ποινή. Η εντελώς γενική αναφορά στην απόφαση περί κοινού δόλου δεν αρκεί, κατά το άρθρο 45 ΠΚ (βλ. υπό στ. IV νομική σκέψη της παρούσας), για να χαρακτηρισθούν οι κατηγορούμενες ως συναυτουργοί και πολύ περισσότερο η τρίτη κατηγορούμενη, για την οποία το μόνο που αναφέρεται στην απόφαση είναι ότι αυτή ήταν ταμίας του σωματείου.
Συνεπώς, το Δικαστήριο υπέπεσε στην εκ του άρθρου 510 παρ.1 στ.Δ’ ΚΠΔ πλημμέλεια και είναι βάσιμος ο σχετικός λόγος των αναιρέσεων της πρώτης και της τρίτης αναιρεσείουσας για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
VIII. Ως προς τη δεύτερη κατηγορούμενη-αναιρεσείουσα, Ε. Μ., το Δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως το σκεπτικό και το διατακτικό της αλληλοσυμπληρώνονται, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ’ αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του βασικού (χωρίς επιβαρυντική περίσταση) εγκλήματος της πλαστογραφίας, τις αποδείξεις, από τις οποίες δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπάγονται αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του νέου ΠΚ (που δεν διαφοροποιήθηκε ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος από την αντίστοιχη του νέου ΠΚ), και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης. Έσφαλλε, όμως, κατά το μέρος που δέχθηκε την ύπαρξη της επιβαρυντικής περίστασης της χρήσης του πλαστού, εφαρμόζοντας το άρθρο 216 παρ.1 εδ. β’ του προηγούμενου ΠΚ και όχι την ευμενέστερη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του ισχύοντος κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης νέου ΠΚ, που δεν προβλέπει τέτοια επιβαρυντική περίσταση.
Συνεπώς, είναι βάσιμος ο αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενος (511 ΚΠΔ) εκ του άρθρου 510 παρ.1 στ. Ε’ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πρέπει, εφαρμοζομένης από το Δικαστήριο της ορθής νομικής διάταξης (518 ΚΠΔ), να απαλειφθεί από την απόφαση η διάταξη περί της επιβαρυντικής περίστασης της χρήσης πλαστού.
Κατά τα λοιπά, οι αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας Ε. Μ. είναι αβάσιμες, καθόσον : Α) Το δικαστήριο, για να οδηγηθεί στην καταδικαστική για αυτήν κρίση του, έλαβε υπόψη του όλα τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και όχι επιλεκτικά ορισμένα μόνο αυτά, καθώς και την περιεχόμενη στα αναγνωθέντα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης κατάθεση της υποστηρίζουσας την κατηγορία Ε. Φ.. Β) Απέρριψε με επαρκή αιτιολογία τον ουσιώδη ισχυρισμό της ενλόγω κατηγορούμενης περί ύπαρξης συναίνεσης εκ μέρους της υποστηρίζουσας την κατηγορία Ε. Φ. για να τεθεί η υπογραφή της στις αποδείξεις, με συγκεκριμένη αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τούτο.
Με τις λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, απαραδέκτως πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
IX. i) Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία αλλά να εκτείνεται και στους ισχυρισμούς που τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή στη μείωση της ποινής. Τέτοιος ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 Π.Κ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου κώδικα, ποινής.
Ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται, κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 του ισχύοντος από 01-07-2019 Ποινικού Κώδικα, μεταξύ άλλων και η υπό στ.α’, που συνίσταται στο “ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα”. Κριτήριο για τη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου, που υπάρχει όταν αυτός δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου. Με τη διάταξη αυτή του νέου ΠΚ διευρύνεται η δυνατότητα αναγνώρισης της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, καθόσον υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης κριτήριο της “νόμιμης” ζωής έναντι του απροσδιόριστου κριτηρίου της “έντιμης” ζωής, που απαιτούνταν από την προϊσχύσασα διάταξη και δεν ελέγχεται πλέον η κατά το Σύνταγμα “απαραβίαστη” προηγούμενη ατομική και οικογενειακή ζωή του υπαιτίου (ΑΠ 1466/2019).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό περί αναγνώρισης της συνδρομής στο πρόσωπο της κατηγορουμένης Ε. Μ. του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2 α’ΠΚ με την εξής αιτιολογία: ” …δεν αποδείχθηκε ότι η κατηγορούμενη έζησε μέχρι τη διάπραξη της ως άνω αξιόποινης πράξης, σύμφωνα με τις επιταγές της έννομης τάξης σεβόμενη τα έννομα αγαθά, καθόσον δεν αρκεί για την αναγνώριση της συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου σύννομου βίου του άρθρου 84 παρ. 2 α’ ΠΚ, το λευκό της ποινικό μητρώο ή η απουσία άλλης επίμεμπτης δραστηριότητας της. Τούτο δε διότι ο “σύννομος” βίος δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο, αλλά με τον πραγματικό σεβασμό των έννομων αγαθών στην καθημερινή ζωή. Επομένως, δεν συντρέχει τέτοια ελαφρυντική περίσταση στο πρόσωπο της και ο σχετικός ισχυρισμός που πρόβαλαν οι συνήγοροι υπεράσπισης πρέπει να απορριφθεί.” Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο, δεν διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού. Ειδικότερα, εφόσον δέχεται την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου, γεγονός που κατ’ αρχήν αποδεικνύει σύννομη ζωή της κατηγορουμένης, απορρίπτει τον προαναφερόμενο ισχυρισμό, χωρίς να διαλαμβάνει καμία θετική παραδοχή για τη ύπαρξη συγκεκριμένης παραβατικής συμπεριφοράς που να καθιστά μη σύννομη τη ζωή της, και μολονότι, κατά το άρθρο 178 παρ.2 ΚΠΔ, στα πλαίσια της ποινικής δίκης ο κατηγορούμενος δεν έχει το βάρος απόδειξης της ανυπαρξίας παραβατικής συμπεριφοράς μη προκύπτουσας μάλιστα από το ποινικό μητρώο. Δεν αρκούν βεβαίως όσα αορίστως και εντελώς γενικά αναφέρονται στην απόφαση περί σεβασμού των έννομων αγαθών στην καθημερινή ζωή.
Συνεπώς, είναι βάσιμος ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 Δ’ ΚΠΔ σχετικός λόγος αναίρεσης.
Χ. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει: Α) Ως προς τις αναιρεσείουσες Α. Α. και Μ. Μ., κατά παραδοχή του βάσιμου εκ του άρθρου 510 παρ.1 Δ’ΚΠΔ λόγου και εφόσον παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το περί ενοχής αυτών κεφάλαιο της. Β) Ως προς τη δεύτερη αναιρεσείουσα Ε. Μ. να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη : α) ως προς τη διάταξή της περί συνδρομής της επιβαρυντικής περίστασης της χρήσης του πλαστού, η οποία πρέπει να απαλειφθεί, β ) ως προς τις περί επιβολής ποινής διατάξεις της, η οποία ποινή που πρέπει να καθορισθεί χωρίς την επιβαρυντική περίσταση της χρήσης πλαστού, και ως προς τη διάταξή της για απόρριψη του ισχυρισμού της περί συνδρομής στο πρόσωπο της της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 α ΠΚ. Γ) Να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που είχαν δικάσει προηγουμένως, (άρθρο 519 ΚΠΔ), ενώ κατά τα λοιπά πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης της Ε. Μ..
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τους με ημερομηνία κατάθεσης 25-6-2020 πρόσθετους λόγους αναίρεσης των αναιρεσειουσών Ε. και Μ. Μ..
Αναιρεί εν μέρει την 1617/2019 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων και δη: Α) ως προς τις αναιρεσείουσες Α. Α. και Μ. Μ., Β) ως προς την αναιρεσείουσα Ε. Μ. και συγκεκριμένα ως προς τις διατάξεις της : α) περί συνδρομής της επιβαρυντικής περίστασης της χρήσης πλαστού και β) περί επιβολής ποινής και περί απόρριψης του ισχυρισμού περί συνδρομής στο πρόσωπο της της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ.
Απαλείφει τη διάταξη περί συνδρομής της επιβαρυντικής περίστασης της χρήσης πλαστού.
Παραπέμπει την υπόθεση, ως προς το αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την υπ’ αρ. πρωτ. 4/27.2.2020 αίτηση της Ε. Μ. για αναίρεση της 1617/2019 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χανίων.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Ιουλίου 2020.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 28 Ιουλίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ