Υπερχρεωμένα νοικοκυριά: Στοιχεία ορισμένου για την παραδεκτή προβολή της ένστασης περί δόλου
Με μία σημαντική του απόφαση ο Άρειος Πάγος (ΑΠ 59/2021) έκρινε ότι η αποδοχή εκ μέρους του Δικαστηρίου ουσίας ένστασης δόλου που προτείνεται αορίστως, οδηγεί στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 1 από το άρθρο 560 ΚΠολΔ.
Απόσπασμα απόφασης
[..] Υπό τα περιστατικά αυτά, η υπαιτιότητα του αιτούντος είχε τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, καθόσον προέβλεψε το αποτέλεσμα της αδυναμίας πληρωμής των χρεών του ως πιθανό και το αποδέχθηκε. Δηλαδή γνώριζε ότι η αδυναμία πληρωμής των χρεών του αποτελούσε ένα ενδεχόμενο, που η πραγμάτωση του παρουσίαζε αυξημένη πιθανότητα, κρίνεται δε ότι ένας τόσο υψηλός βαθμός πιθανότητας δεν δικαιολογεί την πίστη ότι το αποτέλεσμα αυτό μπορεί να αποφευχθεί, γεγονός που ερμηνεύεται ως αποδοχή του. Ειδικότερα, ο αιτών έλαβε υπόψη του το ενδεχόμενο της μη εξυπηρέτησης των χρεών του και αφού το στάθμισε, αποφάσισε να προχωρήσει στη λήψη δανείων, αψηφώντας τις συνέπειες.
Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο πρώτος εφεσίβλητος, παρόλο που είχε τόσο αυξημένες υποχρεώσεις, το έτος 2011, δηλαδή λίγο πριν προβεί στη δήλωση αδυναμίας πληρωμής των χρεών του, προέβη στη μεταβίβαση περιουσιακού του στοιχείου, δυνάμει του με αριθμό …/11.10.2011 συμβολαίου του συμβολαιογράφου και συγκεκριμένα, ενός οικοπέδου, στο τ.μ., αντί τιμήματος 16.000 ευρώ, το οποίο θα πληρούσε τις προϋποθέσεις εκποίησης κατά το άρθρο 9 παρ. 1 Ν. 3869/2010, αποφέροντας ένα σημαντικό ποσό για την μερική, έστω, ικανοποίηση των πιστωτριών, καθώς με την απαλλοτριωτική αυτή πράξη δεν φρόντισε για τη διατήρηση του ενεργητικού της περιουσίας του και τη σωστή διαχείριση του, προκειμένου επαρκώς και σύμφωνα με τις αναληφθείσες δανειακές υποχρεώσεις του να εξοφλήσει τα χρέη του, χωρίς να αναφέρει μάλιστα που διέθεσε αυτό το σημαντικό χρηματικό ποσό. Κατά συνέπεια, αποδείχθηκε δόλια αδυναμία πληρωμής των χρεών του αιτούντος και πρέπει να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη η προβληθείσα σχετική ένσταση δόλου εκ μέρους των εκκαλοϋσών πιστωτριών».
Με βάση τις παραδοχές αυτές, το παραπάνω δικαστήριο δέχθηκε ως και κατ’ ουσίαν βάσιμο τον ισχυρισμό των εκκαλουσών πιστωτριών και ήδη πρώτης και δεύτερης των αναιρεσιβλήτων ότι ο αιτών-πρώτος εφεσίβλητος και ήδη αναιρεσείων περιήλθε εκ δόλου σε αδυναμία πληρωμών και ως και κατ’ ουσίαν βάσιμες τις προαναφερόμενες εφέσεις αυτών κατά της πρωτόδικης 978/2014 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Κρωπίας, που είχε κρίνει διαφορετικά, την οποία και εξαφάνισε και στη συνέχεια, αφού κράτησε και δίκασε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, απέρριψε την ένδικη από 19.4.2012 αίτηση του αγαιρεσείοντος ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά παραδοχή της σχετικής, κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, ενστάσεως των τότε εκκαλουσών και ήδη πρώτης και δεύτερης των αναιρεσιβλήτων.
Διαβάστε επίσης: Υπερχρεωμένα νοικοκυριά: Ορισμένο της ένστασης περί δόλιας περιέλευσης οφειλέτη σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής (ΑΠ 400/2020)
Υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο, όμως, οι προβληθείσες ως άνω ενστάσεις είναι απαράδεκτες, λόγω αοριστίας, διότι αμφότερες οι ως άνω εκκαλούσες πιστώτριες τράπεζες και ήδη πρώτη και δεύτερη των αναιρεσιβλήτων, οι οποίες είχαν, κατά το νόμο, το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως του δόλου του οφειλέτη, παραλείπουν, κατά την προβολή της ενστάσεως τους στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, να αναφέρουν: α) το αρχικό και τελικό ύψος των τραπεζικών προϊόντων που ο οφειλέτης συμφώνησε να λάβει, β) το χρόνο που τα συμφώνησε και τα έλαβε, γ) τα εισοδήματα του κατά το χρόνο λήψεως των δανείων, δ) τη μηνιαία δόση που έπρεπε να καταβάλει, ε) τα έξοδα διαβιώσεως του και κυρίως τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών (ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες), ώστε με βάση τα δεδομένα αυτά να καταστεί δυνατόν να κριθεί αν πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό.
Κρίνοντας, επομένως, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ως ορισμένη και παραδεκτή την προβληθείσα από τις ως άνω αναιρεσίβλητες ένσταση περί δόλιας περιελεύσεως του αιτούντος και ήδη αναιρεσείοντος σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των δανειακών του υποχρεώσεων, που είχε απορριφθεί πρωτοδίκως και είχε επαναφερθεί ενώπιον του Εφετείου με τις προαναφερόμενες εφέσεις τους, παραβίασε, ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010 «περί ρυθμίσεως οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» και 330 του Α.Κ., διότι αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010.
Συνεπώς, ο συναφής πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του Κ.Πολ.Δικ., είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
Επίσης, είναι βάσιμος και ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 του Κ.Πολ.Δικ., με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την αιτίαση ότι παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 4 παρ. 2 του ως άνω ν. 3869/20.10, διαλαμβάνοντας ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς τον δόλο του στην πρόκληση της μόνιμης αδυναμίας του για την πληρωμή των χρεών του, διότι πράγματι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε στην απόφαση του ανεπαρκείς και ασαψείς αιτιολογίες, αναφορικά με το ουσιώδες αυτό ζήτημα, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για το αν εφαρμόστηκαν ορθά ή όχι οι προαναφερόμενες διατάξεις, στερώντας την έτσι από νόμιμη βάση. Συγκεκριμένα, με βάση το ότι κάθε μεταβίβαση – αποξένωση περιουσιακού στοιχείου από την περιουσία του οφειλέτη δεν αποτελεί και απόδειξη, και μάλιστα κατά αμάχητο τεκμήριο, δολιότητας αυτού, όπως έχει αναπτυχθεί και στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ειδικά αν έχει δηλωθεί από τον ίδιο τον οφειλέτη και αφορά σε περιουσιακά στοιχεία που ενδεχομένως δεν θα πληρούσαν τις προϋποθέσεις εκποιήσεως κατά το άρθρο 9 παρ. 1 ν. 3869/2010, και δεν θα εκποιούνταν, εξαιτίας ελλείψεως αγοραστικού ενδιαφέροντος ή εξαιτίας της μικρής τους αξίας, δεν διασαφηνίζεται ο τρόπος συνδέσεως της προθέσεως (δόλου) του αναιρεσείοντος, ο οποίος, κατά τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, προέβη στη μεταβίβαση, στις 11.10.2011, ενός οικοπέδου, επιφανείας 1.576,39 τ.μ., αντί τιμήματος 16.000 ευρώ, με την πρόκληση της μόνιμης αδυναμίας του να εξυπηρετεί -εξοφλεί τα χρέη του.
Ειδικότερα, αν και έγινε, ανέλεγκτα, δεκτό ότι ο αναιρεσείων είναι κύριος, εκτός των άλλων, τριών, σημαντικής αξίας, ακινήτων: α) της κύριας κατοικίας του, αντικειμενικής αξίας 21.8,391,41 ευρώ, β) της αδόμητης, υπό στοιχ. 2β κάθετης; ιδιοκτησίας, αντικειμενικής αξίας 53.408,18 ευρώ και γ) ενός οικοπέδου, αντικειμενικής αξίας 60.000 ευρώ (χωρίς, πάντως, να αναφέρονται και οι βασικές, τουλάχιστον, βιοτικές ανάγκες του ίδιου και της οικογένειας του -Α.Π. 755/2018, Α.Π. 1208/2017), δεν διαλαμβάνεται κατά πόσο θα ήταν διαφορετική η κατάσταση των οφειλών του έναντι των πιστωτριών του – αναιρεσιβλήτων, αν δεν είχε προβεί στην ως άνω μεταβίβαση και πως αυτή, ενόψει του, κατά τις παραδοχές της, ύψους του εισπραχθέντος τιμήματος (16.000 ευρώ), επηρέασε, σε σημαντικό βαθμό, τη δυνατότητα εξυπηρετήσεως των χρεών του, πράγμα που ο οφειλέτης αναιρεσείων επεδίωξε ή προέβλεψε ως δυνατό, καθώς μάλιστα δεν γίνεται μνεία αν το μεταβιβασθέν ήταν προσοδοφόρο ή όχι.
Κατά συνέπειαν, οι πρώτος, κατά το πρώτο μέρος του, και ο δεύτερος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, από τους αριθμούς 1 και 6, αντίστοιχα, του άρθρου 560 του Κ.Πολ.Δικ., είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων της αιτήσεως, που αφορούν στο αυτό κεφάλαιο της προσβαλλομένης αποφάσεως (μόνιμη αδυναμία πληρωμών των χρεών του αναιρεσείοντος, εξαιτίας του δόλου του), καθ’ όσον η αναιρετική εμβέλεια των παραπάνω λόγων (που έγιναν δεκτοί) στο σύνολο της προσβαλλομένης με την αναίρεση αποφάσεως καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λόγων αυτών (λοιπών), η παραδοχή των οποίων οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα.
Μετά από αυτά, αφού η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως γίνει δεκτή, κατά παραδοχή ως βασίμων των προαναφερομένων λόγων της, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεση του άπό άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (άρθρο 580 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δικ.), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχει καταθέσει ο αναιρεσείων, σ’ αυτόν (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. ε’ του Κ.Πολ.Δικ., όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην προκείμενη υπόθεση μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που ισχύει, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού, για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από 1-1-2016). Στην παρούσα απόφαση δεν περιλαμβάνεται διάταξη για δικαστικά έξοδα Κατά το άρθρο 746 του Κ.Πολ.Δικ., έστω και αν πρόκειται για υπόθεση που κρίνεται κατά τους κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 εδάφ. β’ του ν. 3869/2010), γιατί η δικαστική διαδικασία του εν λόγω νόμου δεν επιτρέπει την εφαρμογή του άρθρου αυτού, καθώς επικρατεί η ειδικότερη ρύθμιση που προβλέπει το άρθρο 8 παρ. 6 εδάφ. β’ του πιο πάνω ν. 3869/2010, κατά το οποίο «…Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται», που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (Α.Π. 156/2018, Α.Π. 1208/2017, Α.Π. 636/2017).
Η απόφαση είναι διαθέσιμη στο dsanet.gr