ΑΠΟΦΑΣΗ
Μ.Β. κατά Πολωνίας της 01.04.2021 (αριθ. προσφ. 16202/14)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Απαγωγή παιδιού από τη μητέρα και μεταφορά του από Ιταλία σε Πολωνία. Χρονοβόρες διαδικασίες για την επιστροφή του παιδιού. Διαδικαστικό σκέλος του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή και θετικές υποχρεώσεις του κράτους που απορρέουν από την Σύμβαση της Χάγης. Επικοινωνία πατέρα με παιδί με παρουσία τρίτου κηδεμόνα. Αδιαφορία πατέρα για δικαστική τροποποίηση της επικοινωνίας.
Ο υιός του προσφεύγοντος, βρέφος μόλις 22 ημερών απήχθη από την μητέρα του από την Ιταλία και εγκαταστάθηκαν στην Πολωνία, η οποία αρνήθηκε κατηγορηματικά να τον επιστρέψει ισχυριζόμενη ενδοοικογενειακή βία. Τα εγχώρια δικαστήρια αφαίρεσαν την γονική μέριμνα από τον προσφεύγοντα και του επέτρεψαν ολιγοήμερη επικοινωνία μόνο με την παρουσία κηδεμόνα που θα διόριζε το Δικαστήριο. Η διαδικασία που υπέβαλε στα Πολωνικά δικαστήρια δυνάμει της Σύμβασης της Χάγης, καθυστέρησε 17 μήνες.
Ο προσφεύγων πατέρας παρά την ύπαρξη δικαστικής απόφασης για επικοινωνία με το παιδί παρουσία διορισμένου κηδεμόνα δεν επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για επικοινωνία και επικοινώνησε μόνον μια φορά για 3 μέρες, ούτε προσπάθησε δικαστικά να τροποποιήσει τον τρόπο επικοινωνίας.
Το Στρασβούργο επισήμανε την πάγια νομολογία για το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού όσον αφορά τις θετικές υποχρεώσεις του κράτους σε τέτοια ζητήματα επικοινωνίας και επιμέλειας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι παρά τον αναγνωρισμένο επείγοντα χαρακτήρα της διαδικασίας της Σύμβασης της Χάγης, παρήλθε περίοδος 17 μηνών για την έκδοση τελικής απόφασης παρά την εξάμηνη προθεσμία που ορίζεται στην παραπάνω Σύμβαση. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι οι 62 βδομάδες που χρειάστηκαν τα πολωνικά δικαστήρια, χωρίς να υφίστανται ικανές περιστάσεις για εξαίρεση από την προθεσμία των 6 μηνών, δεν πληρούσαν τον επείγοντα χαρακτήρα που απαιτείται σε αυτήν την κατάσταση και δεν συμμορφώθηκαν με τη θετική υποχρέωση ταχείας εξέτασης σε διαδικασίες για την επιστροφή των παιδιών και διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του δικαιώματος στην οικογένεια (άρθρο 8).
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου παρατήρησε ότι, καθώς το παιδί απώλεσε την επικοινωνία με τον πατέρα του κατά την παιδική του ηλικία εξαιτίας της αδιαφορίας του πατέρα και έκτοτε ζούσε με τη μητέρα του στην Πολωνία, η απόφασή του δεν πρέπει να ερμηνευθεί ότι υποδηλώνει ότι πρέπει να επιστρέψει το παιδί στην Ιταλία στον πατέρα του.
Αντιθέτως το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε διακριτική μεταχείριση σε σχέση με την Ιταλική καταγωγή του προσφεύγοντα ούτε παραβίαση του άρθρου 8 σχετικά με την ρύθμιση της επικοινωνίας καθόσον ο προσφεύγων δεν κατέβαλε προσπάθεια να τροποποιήσει τις δικαστικές αποφάσεις για επικοινωνία και απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη για το σκέλος αυτό.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8
Άρθρο 14
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων M.V, είναι Ιταλός υπήκοος που γεννήθηκε το 1976.
Η υπόθεση αφορούσε τις διαδικασίες της Σύμβασης της Χάγης σχετικά με τη φερόμενη διεθνή απαγωγή του γιου του προσφεύγοντος από τη μητέρα του αγοριού και τη μεταφορά του από την Ιταλία στην Πολωνία.
Τον Απρίλιο του 2011, ο προσφεύγων γνώρισε την Πολωνίδα υπήκοο Κ.Ρ., και σε μια απροσδιόριστη ημερομηνία λίγο αργότερα, άρχισε να συζεί μαζί της εντός και εκτός της Πολωνίας.
Σε μια απροσδιόριστη ημερομηνία μετά τις 8 Απριλίου 2012, το ζευγάρι παρέμεινε στην Ιταλία.
Στις 20.05.2012, γεννήθηκε ο υιός τους Μ. Καταγράφηκε ως ιταλός υπήκοος .Η οικογένεια άρχισε να ζει στο σπίτι του προσφεύγοντος. Οι γονείς της K.P. μετακόμισαν επίσης μαζί τους για να βοηθήσουν με το μωρό.
Αρκετές περιπτώσεις όπου ο προσφεύγων άσκησε σωματική βία εναντίον του παιδιού και της Κ.Ρ. καταγράφηκαν από μάρτυρες κατά τη διάρκεια των διαδικασιών της Σύμβασης της Χάγης.
Στις 11.06.2012 το Πολωνικό Προξενείο και η τοπική αστυνομία παρενέβησαν μετά την αναφορά της K.P. ότι ο προσφεύγων είχε επιτεθεί σε αυτήν και τους γονείς της και προσπάθησε να την στραγγαλίσει και να πετάξει την οικογένειά της από το σπίτι του.
Στις 12.06.2012 ο προσφεύγων οδήγησε τους γονείς της K.P. στην Πολωνία.
Απουσία του προσφεύγοντος εκείνη την ημέρα, η K.P. έφυγε με το παιδί. Η Κ.Ρ. αρνήθηκε να επιστρέψει τον υιό της στην Ιταλία ή να μετακομίσει εκεί μαζί με του.
Στις 18.06.2012, η K.P άσκησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Kluczbork (Sąd Rejonowy) αίτηση ασφαλιστικών μέτρων για να αναλάβει την επιμέλεια του παιδιού τους. Στις 09.10.2014, το εγχώριο Δικαστήριο αφαίρεσε από τον προσφεύγοντα την γονική μέριμνα επί του Μ. με το επιχείρημα ότι ο προσφεύγων είχε παραμελήσει σοβαρά τα γονικά του καθήκοντα. Ειδικότερα, ο προσφεύγων δεν είχε διατηρήσει επαφή με το παιδί του.
Στις 16.07.2012 ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση στην Κεντρική Ιταλική Αρχή για την επιστροφή του παιδιού βάσει της Σύμβασης της Χάγης. Στις 13.08.2013 το Επαρχιακό Δικαστήριο Kluczbork απέρριψε την αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 13 στοιχεία α) και β) της Σύμβασης της Χάγης.
Σύμφωνα με τα αποδεικτικά στοιχεία που ελήφθησαν από το εγχώριο δικαστήριο (ιδίως τη μαρτυρία της Κ.Ρ., των συγγενών της και άλλων μαρτύρων), ο προσφεύγων δεν είχε φροντίσει το παιδί μετά τη γέννησή του. Τέλος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η πρωτοβάθμια εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων του δικαστηρίου ήταν διεξοδική και σύμφωνη με την ισχύουσα διαδικασία.
Βασιζόμενος ιδίως στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής) της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων παραπονέθηκε, για τη μακρόχρονη διάρκεια των διαδικασιών και τη προκατάληψη εναντίον του σε αυτές τις διαδικασίες λόγω του ότι ήταν αλλοδαπός.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8
Το Δικαστήριο εξέτασε το σκεπτικό των επίμαχων δικαστικών αποφάσεων για να καθορίσει εάν η εν λόγω παρέμβαση ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία» κατά την έννοια του άρθρου 8 § 2 της Σύμβασης, η οποία ερμηνεύθηκε υπό το φως των σχετικών διεθνών συμβάσεων, και αν κατά την επίτευξη της ισορροπίας μεταξύ των διακυβευόμενων συμφερόντων δόθηκε η κατάλληλη βαρύτητα στο βέλτιστο συμφέρον του παιδιού , εντός του περιθωρίου εκτίμησης που παρέχεται στο Κράτος σε τέτοια θέματα.
Το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να παραβλέψει εκ των προτέρων τις δύο αποφάσεις (του ιταλικού και του πολωνικού πρωτοβάθμιου δικαστηρίου), ότι το παιδί δεν είχε τη συνήθη διαμονή του στην Ιταλία κατά την έννοια του άρθρου 3 της Σύμβασης της Χάγης. Αυτό το πόρισμα βασίστηκε στα επιχειρήματα ότι το παιδί είχε μείνει στην Ιταλία μόνο 22 ημέρες μετά τη γέννησή του και ότι, σύμφωνα με μάρτυρες, οι διάδικοι δεν είχαν σχεδιάσει ποτέ να εγκατασταθούν στη χώρα αυτή. Θεωρήθηκε επίσης βέβαιο ότι η μητέρα του παιδιού είχε πάντα την πρόθεση να ζήσει στην Πολωνία. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το πολωνικό δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την ανωτέρω συλλογιστική, ιδίως, το στοιχείο της πρόθεσης και το συμπέρασμα χωρίς να παράσχει επαρκή ή πειστικά αντίθετα επιχειρήματα.
Αντίθετα, οι λόγοι άρνησης αποδοχής της αίτησης της Σύμβασης της Χάγης του προσφεύγοντος ήταν ότι, αν και η K.P. δεν είχε αποδείξει επαρκώς δικαιολογημένα αντικειμενικά εμπόδια για την επιστροφή της στην Ιταλία, ο διαχωρισμός του παιδιού από αυτήν θα ήταν αναπόφευκτα αντίθετος προς τα συμφέροντα του Μ. και έτσι θα έθετε το αγόρι σε μια απαράδεκτη κατάσταση κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. β του της Σύμβασης της Χάγης.
Προχωρώντας στην ανάλυση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι παρά τον αναγνωρισμένο επείγοντα χαρακτήρα της διαδικασίας της Σύμβασης της Χάγης, παρήλθε περίοδος 17 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία καταχωρήθηκε η αίτηση του προσφεύγοντος για επιστροφή του παιδιού στο Επαρχιακό Δικαστήριο Kluczbork έως την έκδοση τελικής απόφαση. Κατά συνέπεια, παρόλο που η προθεσμία των 6 βδομάδων που ορίζεται στο άρθρο 11 της Σύμβασης της Χάγης και στο άρθρο 11 του κανονισμού ΕΚ για την αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων, το οποίο εφαρμόζεται στις πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες διαδικασίες, είναι μη υποχρεωτική, οι 62 βδομάδες, ελλείψει οποιωνδήποτε περιστάσεων ικανών να εξαιρέσουν τα εγχώρια δικαστήρια από το καθήκον αυστηρής τήρησής του, δεν πληρούσε τον επείγοντα χαρακτήρα που απαιτείται σε αυτήν την κατάσταση και δεν συμμορφώνεται με τη θετική υποχρέωση ταχείας εξέτασης σε διαδικασίες για την επιστροφή των παιδιών.
Οι καθυστερήσεις στη διαδικασία μπορούν επίσης από μόνες τους να επιτρέψουν στο Δικαστήριο να συμπεράνει ότι οι αρχές δεν συμμορφώθηκαν με τις θετικές τους υποχρεώσεις βάσει της Σύμβασης, δεδομένης της απαίτησης ταχείας εξέτασης που βρίσκεται στον πυρήνα της διαδικασίας της Σύμβασης της Χάγης. Προς τούτο, στην πρόσφατη απόφαση για την υπόθεση Vilenchik, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το άρθρο 8 είχε παραβιαστεί με μοναδικό λόγο ότι οι ουκρανικές αρχές χρειάστηκαν συνολικά 2 χρόνια και 3 μήνες για να εξετάσουν το αίτημα σχετικά με τη Σύμβαση της Χάγης του προσφεύγοντος.
Εν προκειμένω, η Κυβέρνηση υποστήριξε κατ΄ ουσίαν ότι η φύση της διαδικασίας απαιτούσε από τα εθνικά δικαστήρια να ενεργήσουν, με επιμέλεια και να πραγματοποιήσουν σε βάθος ανάλυση της υπόθεσης με σκοπό την προστασία του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού και να εξετάσουν δεόντως τις αιτήσεις που υπέβαλαν τα μέρη. Η κυβέρνηση υπονόησε επίσης ότι η διάρκεια της επίμαχης διαδικασίας δεν είχε σημαντικές επιπτώσεις στον προσφεύγοντα δεδομένου ότι το δικαίωμά του επικοινωνίας επαφή με το παιδί του είχαν εξασφαλιστεί σύμφωνα με δικαστική απόφαση.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, επειδή η πάροδος του χρόνου κινδυνεύει να υπονομεύσει ανεπανόρθωτα τη θέση του γονέα που δεν διαμένει μαζί με το παιδί, η ιδιαιτερότητα της διαδικασίας της Σύμβασης της Χάγης απαιτεί από τα εθνικά δικαστήρια να βασίζονται σε ένα τεκμήριο ότι μια άμεση επιστροφή του παιδιού στο σύνηθες τόπο διαμονής του είναι προς το συμφέρον του. Ένα τέτοιο τεκμήριο είναι αναμφισβήτητο, και έτσι τα δικαστήρια πρέπει πράγματι να εξετάσουν τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης, ώστε να διασφαλίσουν ότι τα στοιχεία που απαιτούνται για την εφαρμογή, μεταξύ άλλων, των άρθρων 3 και 13 της Σύμβασης της Χάγης και να ενεργούν ταχέως.
Στην παρούσα υπόθεση, η πρώτη δικαστική ακρόαση πραγματοποιήθηκε πέντε εβδομάδες μετά την καταχώριση του αιτήματος της Σύμβασης της Χάγης του προσφεύγοντος. Για να περατωθεί η υπόθεση, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο χρειάστηκε άλλες πέντε ακροάσεις, κάθε μία προγραμματισμένη στο διάστημα περίπου δύο μηνών. Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το γεγονός ότι το αστικό δικαστήριο έπρεπε να προγραμματίσει τη διαδικασία ενόψει της διαθεσιμότητας ενός Ιταλού διερμηνέα και, σε μικρότερο βαθμό, των υπηρεσιών του Πολωνικού Προξενείου στο Μιλάνο. Τέτοιοι παράγοντες, ωστόσο, υπάρχουν συνήθως στο πλαίσιο των αστικών πτυχών των διεθνών απαγωγών παιδιών και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως δικαιολογημένο εμπόδιο στην ταχεία εξέταση μιας υπόθεσης από ένα εθνικό δικαστήριο. Επιπλέον, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, στο πλαίσιο της αμφισβητήσιμης συνήθους διαμονής του παιδιού στην Ιταλία, ο ισχυρισμός της Σύμβασης της Χάγης του προσφεύγοντος σχετικά με την ουσία φαίνεται αβάσιμος. Οι πολωνικές αρχές θα έπρεπε επομένως να μπορούσαν να την επεξεργαστούν σε πιο σύντομο χρονικό διάστημα.
Τέλος, από το υλικό της δικογραφίας προέκυψε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερη διαδικαστική δραστηριότητα εκ μέρους του προσφεύγοντος ή οποιουδήποτε άλλου διαδίκου. Φαίνεται ότι σε αυτή τη φάση της διαδικασίας, ο εισαγγελέας υπέβαλε δύο αιτήσεις ώστε το δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά με τα δικαιώματα επικοινωνίας του προσφεύγοντος όταν, στην πραγματικότητα, απλώς επικύρωσε τη συμφωνία των γονέων και εξέτασε μια αίτηση σχετικά με μια έκθεση του Συμβουλευτικού Κέντρου Γονέων (RODK).
Υπό το φως των ανωτέρω σκέψεων, το Δικαστήριο δεν διέκρινε καμία κατάσταση ικανή να απαλλάξει τα εθνικά δικαστήρια από την υποχρέωση τήρησης της προθεσμίας της Σύμβασης της Χάγης και θεώρησε ότι η συνολική διάρκεια της διαδικασίας δεν ήταν δικαιολογημένη. Ως εκ τούτου, το κράτος δεν κατάφερε να χειριστεί την υπόθεση με τον ταχύτερο τρόπο όπως απαιτείται από τη Σύμβαση σε τέτοιου είδους διαφορές.
Εν κατακλείδι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης που θεωρούνται συνολικά και παρά το περιθώριο εκτίμησης των εναγόμενων κρατών στο ζήτημα, το Δικαστήριο θεώρησε ότι το κράτος παρέβη τις θετικές του υποχρεώσεις βάσει του άρθρου 8 της Σύμβασης.
Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος στην οικογενειακή (άρθρο 8 της Σύμβασης).
Τέλος, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, καθώς το παιδί απώλεσε την επικοινωνία με τον πατέρα του κατά την παιδική του ηλικία και έκτοτε ζούσε με τη μητέρα του στην Πολωνία, η παρούσα απόφαση δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ερμηνευθεί ότι υποδηλώνει ότι το καθ’ ού κράτος πρέπει να διατάξει την επιστροφή του παιδιού στην Ιταλία.
Άρθρο 8 σε συνδυασμό με άρθρο14
Ο προσφεύγων παραπονέθηκε επίσης ότι η απόφαση του εγχώριου δικαστηρίου που απέρριψε το αίτημά του για την εξέταση της υπόθεσης σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χάγης εισήγαγε διακρίσεις, ουσιαστικά, διότι βασίστηκε στο στερεότυπο της μεσογειακής νοοτροπίας του προσφεύγοντος.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η τελική και δεσμευτική απόφαση σχετικά με την αίτηση της Σύμβασης της Χάγης του προσφεύγοντος εκδόθηκε, μετά από έφεση, από το περιφερειακό δικαστήριο της Opole στις 30.12.2013. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν στηρίχθηκε στη συλλογιστική που είχε χρησιμοποιήσει το πρωτοβάθμιο, στο μέτρο που το τελευταίο είχε καταλήξει στο συμπέρασμα (σχετικά με το ζήτημα της συνήθους διαμονής του παιδιού), ότι ο προσφεύγων είχε εξαπατήσει την K.P. να ταξιδέψει στην Ιταλία και ότι μια τέτοια στάση ήταν η αντανάκλαση του τυπικού οικογενειακού μοντέλου στην Ιταλία, από την οποία προέρχονταν.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η καταγγελία ότι η απόφαση του εγχώριου δικαστηρίου που απορρίπτει το αίτημα της Σύμβασης της Χάγης ήταν διακριτική, είναι προδήλως αβάσιμη και την απέρριψε σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 3 (α) και το άρθρο 4 της Σύμβασης.
Αρθρο 8 σχετικά με το δικαίωμα επικοινωνίας
Τέλος, ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ ότι οι αρχές είχαν δυσκολεύσει την επικοινωνία του με το παιδί του, διότι απαιτούσαν την παρουσία ενός κηδεμόνα που διορίστηκε από το δικαστήριο κατά τη διάρκεια των επισκέψεων του προσφεύγοντος.
Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι ο προσφεύγων δεν είχε δείξει μεγάλο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη και διατήρηση συναισθηματικών δεσμών με το παιδί του. Συναντήθηκε με το παιδί του μόνο 3 συνεχόμενες ημέρες τον Αύγουστο του 2013 και δεν είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει με αυτό.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι στις 23.05.2013, δηλαδή μία ημέρα μετά την υποβολή της αίτησης του προσφεύγοντος για προσωρινά μέτρα σχετικά με την επικοινωνία, το Επαρχιακό Δικαστήριο Kluczbork του χορήγησε το δικαίωμα επικοινωνίας, σύμφωνα με τη σύμφωνη γνώμη και των δύο διαδίκων, κάθε μήνα, τρία συνεχόμενα απογεύματα Σαββατοκύριακου στο σπίτι της KP, παρουσία ενός κηδεμόνα διορισμένου από το δικαστήριο.
Παρ’ όλα αυτά, είναι προφανές ότι ο προσφεύγων δεν διατηρούσε επικοινωνία με το παιδί του. Συναντήθηκε με τον Μ. μόνο μία φορά τον Αύγουστο του 2013 και δεν επιδίωξε να επισκεφθεί τον υιό του τις ημερομηνίες που ορίστηκαν από τη δικαστική απόφαση.
Επιπλέον, η επίβλεψη των επισκέψεων από τον κηδεμόνα που διορίστηκε από το δικαστήριο αποτελούσε μέρος της συμφωνίας μεταξύ του προσφεύγοντος και της K.P. Εν πάση περιπτώσει, ο προσφεύγων δεν κατέβαλε διαδικαστικές προσπάθειες να αλλάξει τις επίμαχες ρυθμίσεις επικοινωνίας ιδίως για να του επιτραπεί να ασκήσει το δικαίωμά του χωρίς την επίβλεψη του κηδεμόνα που διορίστηκε από το δικαστήριο.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις εκτιμήσεις, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κράτος είχε συμμορφωθεί με τις θετικές του υποχρεώσεις ώστε να καταστήσει δυνατό στον προσφεύγοντα να ασκήσει τα δικαιώματα επικοινωνίας με το παιδί του και ότι μάλλον ο προσφεύγων είχε παραιτηθεί από αυτό το δικαίωμα.
Το ΕΔΔΑ έκρινε αυτό το μέρος της προσφυγής ως προδήλως αβάσιμο και το απέρριψε σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 3 (α) και 4 της Σύμβασης.
Δίκαιη Ικανοποίηση: Ο προσφεύγων δεν υπέβαλε αξίωση για δίκαιη ικανοποίηση. (επιμέλεια echrcaselaw.com).