Χρηματική αποζημίωση συνολικού ύψους 33.730 € επεδίκασε το Μονομελές Εφετείο Δωδεκανήσου σε έναν κάτοικο της Ρόδου που συγκαταλέγεται μεταξύ των θυμάτων του πρώην τραπεζικού διευθυντή του κεντρικού υποκαταστήματος της τράπεζας Πειραιώς στο κέντρο της πόλης της Ρόδου.
Ο ενάγων γνώρισε τον εναγόμενο πρώην τραπεζικό διευθυντή σε αθλητικό σύλλογο και ανέπτυξαν σχέσεις. Όταν απολύθηκε από πολυεθνική εταιρεία και έλαβε αποζημίωση την κατέθεσε κατόπιν προτροπής του εναγόμενου στην τράπεζα Marfin.Οι καταθέσεις του μεταφέρθηκαν στην τράπεζα Πειραιώς μετά την εξαγορά της Marfin. Kατέθετε συγκεκριμένα το σύνολο σχεδόν των αποταμιεύσεών του σε προθεσμιακή κατάθεση ορισμένου χρόνου και σταθερού επιτοκίου, το οποίο με τη λήξη της κάθε μίας προθεσμιακής κατατίθετο πλέον του κεφαλαίου σε λογαριασμό. Στις 6 Οκτωβρίου 2014 έληξε η προθεσμιακή κατάθεση του ποσού 39.591,38 ευρώ οπότε στον ως άνω λογαριασμό υπήρχε συνολικό διαθέσιμο υπόλοιπο ποσού 39.642,09 ευρώ.
Λίγες ημέρες μετά επισκέφθηκε το κατάστημα και ζήτησε να κάνει νέα προθεσμιακή κατάθεση, όμως εξέφρασε στον εναγόμενο και την ανησυχία του για ενδεχόμενο κουρέματος των καταθέσεων, όπως πολύ έντονα ακουγόταν τότε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Τότε ο ίδιος, οπως υποστηρίζει, πρότεινε να μην κάνει απλή προθεσμιακή, αλλά μια νέα προθεσμιακή κατάθεση της Τράπεζας Πειραιώς που ήταν σε ξένο νόμισμα, με το οποίο διασφαλιζόταν το κεφάλαιο και δεν θα υπήρχε περίπτωση κουρέματος του ποσού της κατάθεσης και θα του έδινε και καλύτερο επιτόκιο.
Κατόπιν των προτροπών του αποφάσισε να επενδύσει στο πρόγραμμα αυτό αρχικά το ποσό των 27.000 ευρώ και εφόσον έβλεπε την πορεία του να επένδυε και τα υπόλοιπα χρήματά του. Την 1η Δεκεμβρίου 2014 επισκέφθηκε το κατάστημα και τον συνάντησε στο γραφείο του. Εκεί τον ενημέρωσε ότι η επένδυσή του πήγαινε πολύ καλά και ότι το επιτόκιο ήταν στα 600 ευρώ, το οποίο και του έδωσε σε μετρητά στο γραφείο του και του ζήτησε και υπέγραψε μία απόδειξη με τα στοιχεία της τράπεζας. Τότε του ζήτησε να επενδύσει και το υπόλοιπο ποσό των 10.000 ευρώ που διέθετε ακόμα κατατεθειμένο στο λογαριασμό του πράγμα που πείσθηκε να κάνει.
Παρά το ότι το ζήτησε, όπως εκθέτει, ούτε και την δεύτερη φορά του έδωσε κάποια αντίγραφα από όσα είχε υπογράψει, πέραν των δελτίων ανάληψης, αλλά αντίθετα του είπε ότι επειδή ακριβώς πρόκειται για επένδυση σε προθεσμιακή επένδυση σε ξένο νόμισμα θα μπορούσε να πάρει αντίγραφα μετά από κάποιες μέρες γιατί αυτά ερχόταν από το εξωτερικό και ότι πλέον θα λάμβανε ένα αντίγραφο για το σύνολο της επένδυσής του.
Ο ενάγων υποστηρίζει ότι του εξέφρασε την ανησυχία του για αυτό κι ο εναγόμενος φέρεται να επέμεινε λέγοντάς του να μην ανησυχεί, αφού όλη τη διαδικασία την έχουν καταγράψει οι κάμερες ασφαλείας του καταστήματος και του έδωσε μάλιστα ως αποδεικτικό της συναλλαγής έως ότου λάβει τα επίσημα έγγραφα της τράπεζας μια δική του επιταγή με μεταχρονολογημένη ημερομηνία την 12/1/2015 ποσού 41.000 ευρώ, δηλαδή όσο υπολόγιζε ότι θα ήταν η επένδυση του με τους τόκους.
Όπως υποστηρίζει ο ενάγων σε ημερομηνίες που αυτός του όριζε κάθε φορά, τον επισκεπτόταν στο γραφείο του και του έδινε ένα ποσό σε μετρητά που αντιστοιχούσε στους τόκους της επένδυσης του. Ελαβε όπως υποστηρίζει συνολικά 3.270 €.
Αρχές Ιουνίου του 2015, όταν άρχισε να γίνεται ορατό το πρόβλημα με τις τράπεζες που οδήγησε στις αρχές Ιουλίου στο κλείσιμο τους και στην επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls), του ζήτησε να σταματήσει την προθεσμιακή κατάθεση και να του δώσει το ποσό του κεφαλαίου του πίσω.
Λίγες ημέρες μετά βρέθηκαν σε καφετέρια, παρουσία έτερου «επενδυτή» και εκεί φέρεται να του είπε ότι αν θέλει να πάρει τα χρήματα, ο μόνος τρόπος ήταν να του δώσει κάποιο αριθμό λογαριασμού τραπέζης στο εξωτερικό και τον ενημέρωσε ότι η γυναίκα του έχει κάποιους θείους στο Βέλγιο και στην Αμερική και θα μπορούσαν να του δώσουν κάποιο λογαριασμό εκεί ώστε να γίνει εκεί η κατάθεση των 37.000 ευρώ πλέον των τόκων.
Λίγες μέρες μετά διαπίστωσε από τα δημοσιεύματα στην «δημοκρατική» για το σκάνδαλο και στην πορεία διαπίστωσε ότι τον είχε εξαπατήσει.
Το δικαστήριο έκρινε ότι από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της τράπεζας ότι επρόκειτο για συναλλαγή προσωπική μεταξύ του ενάγοντος και του πρώτου των εναγόμενων και δη σύμβαση δανείου. Το δικαστήριο έκρινε παραπέρα ότι δεν υπήρχε εκ μέρους του ενάγοντος κάποια συμπεριφορά η οποία να μπορεί να κριθεί ως αμελής συγκρινόμενη με αυτή του μέσου συνετού ανθρώπου, ο οποίος θεωρεί ότι συνδιαλέγεται με τον διευθυντή του καταστήματος της δεύτερης εναγόμενης, λαμβανομένου μάλιστα υπόψιν και των προσωπικών σχέσεων που είχε με τον πρώτο εναγόμενο, αλλά και του γεγονότος ότι γνώριζε και άλλους, οι οποίοι επίσης είχαν επενδύσει τα χρήματα τους και ήταν ευχαριστημένοι με το αποτέλεσμα της επένδυσης.
Την υπόθεση χειρίστηκε ο δικηγόρος κ. Στέργος Λεβέντης.
Πηγή:www.dimokratiki.gr