ΑΡΙΘΜΟΣ 1022/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Πτώχευση. Διαδικασία συνδιαλλαγής. Προσωρινή διαταγή. Απαγόρευση διάθεσης.
– Από το συνδυασμό των άρθρων 99 έως 106 του Ν. 3588/2007, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται στην υπό κρίση υπόθεση, κατ’ άρθρο 182 παρ. 1 και 2 του Ν. 4446/2016, προκύπτει ότι παρόλο που η, από τις εν λόγω διατάξεις ρυθμιζόμενη, διαδικασία συνδιαλλαγής αποτελεί συλλογική συναινετική διαδικασία, που λειτουργεί στα πλαίσια της συμβατικής αυτονομίας, εντούτοις προβλέπεται επανειλημμένη παρέμβαση σ’ αυτήν του Δικαστηρίου, εκδηλούμενη, πλην άλλων, και με την έκδοση στο πλαίσιο αυτής τριών αποφάσεων δυνάμει των οποίων ρυθμίζεται η εν λόγω διαδικασία και ειδικότερα της πρώτης (1η), που επιτρέπει το άνοιγμα της διαδικασίας (100 ΠτΚ) της δεύτερης (2η), που επικυρώνει ή μη τη συμφωνία, που τυχόν θα συναφθεί μεταξύ του οφειλέτη και εκείνων των πιστωτών, που έχουν την πλειοψηφία των απαιτήσεων, με τη συμμετοχή του μεσολαβητή (101 παρ. 1 ΠτΚ) και της τρίτης (3η), που διατάσσει τη λύση της συμφωνίας, λόγω μη εκπλήρωσης των όρων της (105 ΠτΚ). Με την πρώτη απόφαση το πτωχευτικό δικαστήριο, μπορεί, κατ’ άρθρο 100 παρ. 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 10 παρ. 1 του ΠτΚ να διατάξει οποιοδήποτε εξασφαλιστικό μέτρο κρίνει αναγκαίο, για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της και ιδίως: α) να απαγορεύσει οποιαδήποτε διάθεση περιουσιακού στοιχείου από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, β) να ορίσει μεσεγγυούχο και, γ) να διατάξει την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών, η οποία ταυτίζεται με την προβλεπόμενη στο άρθρο 25 N. 3588/2007 αναστολή των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων κατά του πτωχού. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 25 ίδιου νόμου: “1. Με επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. 2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες”. Κατ’ ακολουθίαν αυτών, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, η κήρυξη της πτώχευσης αλλά και η ένταξη του οφειλέτου στη διαδικασία συνδιαλλαγής, συνεπάγονται τις ακόλουθες έννομες συνέπειες: Η συζήτηση κάθε είδους ασκηθεισών, αναγνωριστικού ή καταψηφιστικού περιεχομένου, αγωγών των πιστωτών κηρύσσεται απαράδεκτη. Η συνέχιση εκκρεμών δικών επί αγωγών αντίστοιχου χαρακτήρα αναστέλλεται αυτοδικαίως. Η έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης με την επίδοση επιταγής προς πληρωμή θεωρείται άκυρη. Η διενέργεια πράξεων συντηρητικής η αναγκαστικής εκτέλεσης και η συνέχιση αντίστοιχων διαδικασιών κατά της περιουσίας του πτωχού ή του αιτούντος την εφαρμογή της διαδικασίας της συνδιαλλαγής οφείλεται ακόμη κι αν έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, αναστέλλονται. Η άσκηση και η εκδίκαση, ενδίκων μέσων εκ μέρους των πιστωτών επί εγερθεισών αξιώσεών τους απαγορεύεται. Γίνεται όμως δεκτό ότι η κατά τα άνω αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών κατά του πτωχεύσαντος ή του τεθέντος στη διαδικασία της συνδιαλλαγής οφειλέτου δεν εμποδίζει την έκδοση διαταγής πληρωμής, ούτε την άσκηση διαπλαστικών δικαιωμάτων (καταγγελία, υπαναχώρηση επίσχεση) ούτε τέλος τη διεξαγωγή δικών επί υποθέσεων εκδικαζομένων κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Εσφαλμένη εφαρμογή της διατάξεως αυτής καθιστά αναιρετέα την απόφαση του δικαστηρίου με βάση την ΚΠολΔ 559 παρ. 1 (ΑΠ 294/2017, ΑΠ 822/2015).
– Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 691 παρ. 2 και 700 παρ. 3 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η προσωρινή διαταγή, που εκδίδεται από το Δικαστή στα πλαίσια της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων και καθορίζει τα ασφαλιστικά μέτρα, που είναι ληπτέα αμέσως, προς εξασφάλιση του δικαιώματος ή τη ρύθμιση της κατάστασης, μέχρι την έκδοση της απόφασης, δεν είναι δικαστική απόφαση αλλά εκτελεστή πράξη της δικαστικής αρχής (ΟλΑΠ4/2004) και επομένως δεσμευτική, με την έννοια ότι πράξεις που είναι αντίθετες με το περιεχόμενό της, στερούνται νομιμότητας. Αν δε το μέτρο που ορίσθηκε με την προσωρινή διαταγή και παραβιάσθηκε, συνίσταται στην απαγόρευση διαθέσεως πράγματος (μεταβολής της νομικής του κατάστασης), η μεταγενέστερη της διαταγής διάθεση (εκποίηση ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο και υποθήκη) πλήττεται με ακυρότητα, όχι εκ του άρθρου 175 του ΑΚ, αφού ο νόμος (άρθ. 691 παρ. 2 και 700 παρ. 3 του ΚΠολΔ), δεν προβλέπει ακυρότητα της απαγορευμένης με προσωρινή διαταγή διάθεσης, αλλά εκ του άρθρου 176 του ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 691 παρ. 2 του ΚΠολΔ, κατ’ αναλογία με τα ισχύοντα επί δικαστικής απόφασης, με την οποία προσομοιάζει (χωρίς και να είναι) η προσωρινή διαταγή (ΑΠ 294/2017, ΑΠ 866/2004).