Επί του παρόντος για τους μεταποιητές με εξαγωγική δραστηριότητα το μομέντουμ είναι θετικό
Ο καλύτερος του αναμενομένου ρυθμός με τον οποίο έτρεξε το ΑΕΠ της Γερμανίας κατά το δ΄ τρίμηνο του 2020 (αναθεωρήθηκε στο 0,3% από 0,1%, ενώ αναμενόταν η γερμανική οικονομία να υποχωρήσει), έφερε άνεμο αισιοδοξίας στο Βερολίνο, με τη γερμανική κυβέρνηση να προχωράει σε νέα βελτιωμένη αναθεώρηση για την πορεία του γερμανικού ΑΕΠ το 2021.
Συγκεκριμένα, η κυβέρνηση συνασπισμού υπό την Άγκελα Μέρκελ, πλέον αναμένει ότι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης θα αναπτυχθεί κατά 3,5%, έναντι των προβλέψεων του Ιανουαρίου για ρυθμό 3%, σύμφωνα με πηγή που μίλησε στο Reuters, προσθέτοντας ότι για το 2022, οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για ανάπτυξη της τάξεως του 3,6%.
Σύμφωνα με το Reuters από τους κύκλους του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών δεν έχει γίνει κάποιο σχόλιο για το θέμα, καθώς αύριο Τρίτη η κυβέρνηση αναμένεται να παρουσιάσει τις προβλέψεις της αναφορικά με την οικονομική ανάπτυξη την τρέχουσα χρονιά.
Νωρίτερα τον Απρίλιο τα κορυφαία οικονομικά ινστιτούτα της Γερμανίας, προχώρησαν σε πιο αισιόδοξες προβλέψεις σε σχέση με αυτές του Βερολίνου, αναμένοντας ρυθμούς ανάπτυξης 3,7% και 3,9% το 2021 και το 2022 αντίστοιχα.
Στο μεταξύ τον Απρίλιο το επιχειρηματικό κλίμα βελτιώθηκε ελάχιστα, την ίδια ώρα που οι προσδοκίες ελαφρώς επιδεινώθηκαν, εν μέρει από το τρίτο κύμα της πανδημίας, αλλά και της έλλειψης ημιαγωγών η οποία έχει προκαλέσει προβλήματα στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας σε παγκόσμιο επίπεδο (ο εν λόγω κλάδος είναι εκ των κινητήριων μοχλών της γερμανικής οικονομίας).
Ειδικότερα ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος του οικονομικού Ινστιτούτου Ifo ανέβηκε στις 96,8 μονάδες, από 96,6 μονάδες τον Μάρτιο και έναντι εκτιμήσεων για τιμή στις 97,8 μονάδες.
Παράλληλα ο δείκτης για τις επιχειρηματικές προσδοκίες έπεσε στις 99,5 μονάδες, από 100,3 μονάδες τον Μάρτιο, με τους αναλυτές να είχαν προβλέψει για άνοδο του στις 101,3 μονάδες.
Επί του παρόντος για τους μεταποιητές με εξαγωγική δραστηριότητα το μομέντουμ είναι θετικό εξαιτίας της υψηλής ζήτησης από την Κίνα και τις ΗΠΑ, την ίδια ώρα όμως που οι επιχειρήσεις του κλάδου των υπηρεσιών υποφέρουν από τα περιοριστικά μέτρα για την αποφυγή της μετάδοσης της πανδημίας.