O γεν. εισαγγελέας ΔΕΕ Μ. Bobek προτείνει την επανεξέταση τα κριτηρίων της απόφασης CILFIT
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τις δημοσιευθείσες στις 15-04-2021 προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Michal Bobek πρότεινε στην ολομέλεια του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) να αποσαφηνίσει επακριβώς τη φύση και την έκταση της υποχρέωσης βάσει του τρίτου εδαφίου του άρθρου 267 ΣΛΕΕ και τις παρεκκλίσεις από αυτήν.
Ο γεν. εισαγγελέας Bobek υπογράμμισε ότι χρειάζεται η επανεξέταση της νομολογίας του ΔΕΕ σχετικά με την υποχρέωση προδικαστικής παραπομπής των εθνικών δικαστηρίων τελευταίου βαθμού (γνωστά ως «κριτήρια CILFIT»).
Συναφώς, είναι αξιοσημείωτη η παρατήρηση του γεν. εισαγγελέα ότι το όλο σύστημα της προδικαστικής παραπομπής λειτουργεί διότι στην πράξη ουδείς εφαρμόζει την απόφαση CILFIT.
Ιστορικό της υπόθεσης
Το 2017, στο πλαίσιο διαφοράς αναφορικά με σύμβαση έχουσα αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών καθαρισμού των εγκαταστάσεων σε ιταλικούς σιδηροδρομικούς σταθμούς, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία), ως εθνικό δικαστήριο επιληφθέν της υπόθεσης σε τελευταίο βαθμό, κατέθεσε αίτηση προδικαστικής απόφασης ενώπιον του ΔΕΕ. Το 2018, το ΔΕΕ εξέδωσε την απόφασή του της 19ης Aπριλίου 2018, στην υπόθεση C-152/17, Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi SpA κατά Rete Ferroviaria Italiana SpA. Οι διάδικοι αυτοί ζήτησαν ενώπιον του Consiglio di Stato να θέσει άλλα προδικαστικά ζητήματα και, ως εκ τούτου, το 2019 το δικαστήριο αυτό απηύθυνε τρία ακόμη ερωτήματα προς το ΔΕΕ.
Προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ
O γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Michal Bobek επεσήμανε, καταρχάς, ότι οι προτάσεις του επικεντρώνονται αποκλειστικά στο ερώτημα, με το οποίο το Consiglio di Stato έθεσε το ζήτημα εάν είναι υποχρεωτικό για ένα εθνικό δικαστήριο τελευταίου βαθμού να ζητήσει την έκδοση προδικαστικής απόφασης για ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου σε περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης εν προκειμένω. Επομένως, το ερώτημα αυτό αφορά την ερμηνεία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει υποχρέωση για τα εθνικά δικαστήρια τελευταίου βαθμού να ζητούν από το Δικαστήριο την έκδοση προδικαστικής απόφασης.
Στη συνέχεια, ο γεν. εισαγγελέας υπενθύμισε την ιστορική απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1982, CILFIT, C-283/81, με την οποία το Δικαστήριο προσδιόρισε τρεις εξαιρέσεις από την υποχρέωση των δικαστηρίων τελευταίου βαθμού για προδικαστική παραπομπή. Αυτές οι εξαιρέσεις είναι: 1) το ερώτημα να μην είναι σχετικό στη συγκεκριμένη υπόθεση, 2) η επίμαχη ενωσιακή διάταξη να έχει αποτελέσει αντικείμενο ερμηνείας του Δικαστηρίου (καλούμενη «acte éclairé»), και, 3) η ορθή εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου να είναι τόσο προφανής, ώστε να μην υφίσταται περιθώριο εύλογης αμφιβολίας ως προς την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο ερώτημα που τέθηκε [«acte clair» (σαφής πράξη)].
Σύμφωνα με τον γεν. εισαγγελέα, είναι η κατάλληλη στιγμή για το Δικαστήριο να επανεξετάσει την υπόθεση CILFIT. Πρότεινε, δε, να διαμορφωθεί η υποχρέωση προδικαστικής παραπομπής βάσει του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και ομοίως οι εξαιρέσεις από την υποχρέωση αυτή κατά τρόπο ώστε να αντικατοπτρίζουν τις ανάγκες του σημερινού δικαστικού συστήματος του δικαίου της Ένωσης και να μπορούν, ως εκ τούτου, να εφαρμοστούν στην πράξη (και πιθανώς σε κάποιο χρονικό σημείο να επιβληθούν).
Επιπλέον, δεδομένου ότι η προτεινόμενη διαδικασία διαμόρφωσης απαιτεί μια μείζονα αλλαγή παραδείγματος, ο γεν. εισαγγελέας τόνισε ότι η συλλογιστική και το επίκεντρο της υποχρέωσης προδικαστικής παραπομπής και οι εξαιρέσεις από αυτήν πρέπει να μεταστραφούν από την απουσία κάθε εύλογης αμφιβολίας σχετικά με την ορθή εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης σε μια επιμέρους περίπτωση, η οποία αποδεικνύεται από την ύπαρξη υποκειμενικής αμφιβολίας του δικαστηρίου, προς τον περισσότερο αντικειμενικό στόχο της διασφάλισης της ομοιόμορφης ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δηλαδή, η υποχρέωση προδικαστικής παραπομπής δεν πρέπει να επικεντρώνεται κυρίως στις ορθές απαντήσεις αλλά περισσότερο στον προσδιορισμό των ορθών ερωτήσεων.
Ο γεν. εισαγγελέας κατέληξε ότι σύμφωνα με το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δικαστήριο κράτους μέλους του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου πρέπει να παραπέμψει την υπόθεση στο Δικαστήριο υπό την προϋπόθεση ότι, πρώτον, η υπόθεση αυτή εγείρει ένα γενικό ζήτημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, το οποίο, δεύτερον, μπορεί να ερμηνευθεί ευλόγως με περισσότερους πιθανούς τρόπους και, τρίτον, ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να ερμηνευθούν οι επίμαχες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να συναχθεί από την υφιστάμενη νομολογία του Δικαστηρίου. Στην περίπτωση που ένα τέτοιο εθνικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου έχει ανακύψει ζήτημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, αποφασίσει να μην υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως βάσει της διάταξης αυτής, οφείλει να παράσχει επαρκή αιτιολογία εξηγώντας ποια από τις τρεις προϋποθέσεις δεν συντρέχει και για ποιους λόγους.
Γίνεται υπόμνηση ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.
Υπενθυμίζεται ακόμα ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο των προτάσεων είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο CURIA