Του Λεωνίδα Στεργίου
Μερικές εκατοντάδες “επιχειρήσεις-ζόμπι” λειτουργούν επί δεκαετίες εις βάρος των υγιών επιχειρήσεων, στερώντας ρευστότητα, κεφάλαια και χρηματοδότηση με χαμηλότερο κόστος. Τα νούμερα είναι εντυπωσιακά. Σχεδόν 1.000 “επιχειρήσεις-ζόμπι” έχουν δεσμεύσει σχεδόν το 30% του συνολικού μετοχικού κεφαλαίου των ελληνικών επιχειρήσεων, το οποίο εκτιμάται σε περίπου 20 δισ. ευρώ σε εγκλωβισμένο τραπεζικό δανεισμό και σε απλήρωτες υποχρεώσεις προς προμηθευτές. Ο απεγκλωβισμός των κεφαλαίων αυτών δημιουργεί τις συνθήκες για νέα δάνεια 40 δισ. ευρώ, πρόσβαση στη χρηματοδότηση σε περισσότερες από 10.000 βιώσιμες επιχειρήσεις και ενίσχυση της κερδοφορίας του συνόλου των εταιρειών κατά 13%, με θετικές επιπτώσεις στις επενδύσεις, την ανταγωνιστικότητα και την απασχόλησης.
Ο όρος “ζόμπι” δεν είναι ένας αρνητικός χαρακτηρισμός για επιχειρήσεις που απλώς αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης ή δεν εμφανίζουν κέρδη και παρουσιάζουν αθέτηση υποχρεώσεων. Πρόκειται για έναν όρο, ο οποίος έχει καθιερωθεί από τη διεθνή βιβλιογραφία και συναντάται σε όλες τις μελέτες φερεγγυότητας του επιχειρείν από διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΟΣΑ, την Κομισιόν, την ΕΚΤ και ελεγκτικών εταιρειών. Αν και υπάρχουν αρκετοί ορισμοί, ο πιο διαδεδομένος είναι αυτός που χαρακτηρίζει μια επιχείρηση ως μη βιώσιμη: έχει δείκτη EBITDA (κέρδη προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων) μικρότερο από τις δανειακές υποχρεώσεις της επί τουλάχιστον τρία συνεχόμενα χρόνια και έχει ηλικία άνω των 10 ετών.
Συστάσεις από ΕΚΤ/SSM
Σε πρόσφατη ομιλία του, ο επικεφαλής του SSM κ. Ανδρέα Ενρία έκανε σαφές ότι “τα μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας από την ΕΚΤ είχαν ως στόχο να δημιουργήσουν το κατάλληλο πιστωτικό περιβάλλον ώστε οι τράπεζες να μπορούν να ικανοποιήσουν τη ζήτηση για δανεισμό βιώσιμων επιχειρήσεων, χωρίς να επηρεάζονται από προσωρινή επιδείνωση των μεγεθών τους λόγω πανδημίας. Ωστόσο, oι τράπεζες θα πρέπει να είναι σε θέση να εντοπίζουν εγκαίρως προβλήματα βιωσιμότητας και να λειτουργούν προληπτικά προσφέροντας λύσεις αναδιάρθρωσης ή οδηγώντας τες εκτός αγοράς, δηλαδή σε πτώχευση όταν δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Το μέγεθος και η ποιότητα της ανάκαμψης μετά την πανδημία εξαρτάται από το μέγεθος των χορηγήσεων σε βιώσιμες επιχειρήσεις μέσω αποτελεσματικής διαχείρισης κινδύνων και πολιτικών τιμολόγησης”.
Μάλιστα, η ΕΚΤ, σε άλλη δημοσίευσή της και στο ερώτημα αν τα μέτρα στήριξης τελικά οδηγούν στη συντήρηση των “ζόμπι”, διευκρινίζει ότι η ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζών είχε ως μοναδικό σκοπό να ενισχύσει το τραπεζικό σύστημα ώστε να είναι σε θέση να χρηματοδοτήσει βιώσιμες επιχειρήσεις κατά την επανεκκίνηση και όχι για να στηρίζει “επιχειρήσεις-ζόμπι”.
Εκτιμήσεις τραπεζών
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών κατά τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου Ρευστότητας κάθε Τρίτη στο υπ. Οικονομικών, με τη συμμετοχή της Αναπτυξιακής Τράπεζας και της Τράπεζας της Ελλάδος, διατυπώθηκε η εκτίμηση ότι βάσει των τραπεζικών κριτηρίων και των όρων χρηματοδότησης από το Ταμείο Ανάπτυξης, τα πιστωτικά ιδρύματα δεν μπορούν να χρηματοδοτήσουν περισσότερες από 30.000 ελληνικές επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις αυτές βρίσκονται ήδη στο πελατολόγιό τους είτε αφορούν νέες. Αν, εκκαθαριστούν οι “επιχειρήσεις-ζόμπι” τότε μπορούν να δανείσουν επιπλέον 10.000 υγιείς επιχειρήσεις, ενώ οι χρηματοδοτήσεις μπορεί να αυξηθούν κατά 40 δισ. ευρώ. Η εκτίμηση αυτή προκύπτει από την απελευθέρωση κεφαλαίων μεταξύ ιδιωτών, τη μείωση προβλέψεων και εποπτικού κόστους για τις τράπεζες και ενεργοποίηση δανείων ύψους 10 δισ. Έτσι, η παραπάνω πρόβλεψη για χρηματοδότηση μέχρι 30.000 επιχειρήσεις μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης μπορεί να αυξηθεί σε 40.000 επιχειρήσεις, διευρύνοντας τη διασπορά επενδύσεων και ενίσχυσης της απασχόλησης σε περισσότερους κλάδους.
Σύμφωνα με πηγές του υπ. Οικονομικών, η εκκαθάριση της αγοράς από “επιχειρήσεις-ζόμπι” θα επιταχύνει τη διαδικασία μείωσης των κόκκινων δανείων και οι τιτλοποιήσεις θα γίνονται υψηλότερες τιμές για τις τράπεζες, διότι το πακετάρισμα των δανείων θα περιλαμβάνει καλύτερης ποιότητας χρηματοδοτήσεις.
Με βάση τα κριτήρια του δείκτη του ΟΟΣΑ, φαίνεται ότι το ελληνικό πλαίσιο βελτιώθηκε σημαντικά από το 2010 έως το 2016, αλλά συνέχισε να υστερεί στην ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών. Ενδεικτικά, την περίοδο 2015-2018, μόλις 513 επιχειρήσεις κήρυξαν πτώχευση. Σύμφωνα με τις μελέτες του ΟΟΣΑ και της Κομισιόν, η Ελλάδα παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό εγκλωβισμένου κεφαλαίου από “επιχειρήσεις-ζόμπι” που ανέρχεται κοντά στο 27%. Επίσης, το μέχρι σήμερα υφιστάμενο πλαίσιο δεν επέτρεπε γρήγορες διαδικασίες, μεγάλο ποσοστό ανάκτησης κεφαλαίου και δεύτερη ευκαιρία. Οι σημερινές αλλαγές με τον νέο πτωχευτικό κώδικα αναμένεται λειτουργήσουν θετικά.
Στις στρεβλώσεις της αγοράς, πέρα από τις αδυναμίες του προηγούμενου πλαισίου, έπαιξε ρόλο και η απόφαση το 2016 να μην επιβάλλεται πρόστιμο στις μη εισηγμένες επιχειρήσεις όταν δεν δημοσιεύουν εμπρόθεσμα τους ισολογισμούς τους. Έτσι, διεθνείς μελέτες σταματούν τις μετρήσεις στο 2016 ή το 2018 λόγω μη ύπαρξης στοιχείων. Αυτό ενισχύει την αβεβαιότητα για τους πιστωτές, κάνοντας τα δάνεια λιγότερα και ακριβότερα. Με λίγα λόγια, σήμερα δεν υπάρχει ακριβής εικόνα για το πλήθος των “ζόμπι” των εγκλωβισμένων κεφαλαίων γιατί δεν υπάρχουν… ισολογισμοί.
Η πιο πρόσφατη μελέτη από την PWC, σχετικά με τα “ζόμπι” που δημιούργησε η 10ετής κρίσης, παρουσιάστηκε το 2019, με στοιχεία του 2016. Εκεί καταγράφονται περίπου 745 “επιχειρήσεις-ζόμπι”, με εγκλωβισμένα δάνεια 8,7 δισ. ευρώ και με απλήρωτες υποχρεώσεις προς προμηθευτές στα 10 δισ. Η απελευθέρωση των κεφαλαίων αυτών θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει επιπλέον 10.000 υγιείς επιχειρήσεις και να αυξήσει την κερδοφορία των υπόλοιπων επιχειρήσεων κατά 13%. Μολονότι δεν υπάρχει καμία μελέτη με πιο πρόσφατα στοιχεία από ελληνικό ή διεθνή φορέα, η συγκλίνουσα εκτίμηση από τράπεζες, υπ. Οικονομικών, ελεγκτικές εταιρείες, νομικά γραφεία κά είναι ότι τα μεγέθη αυτά μάλλον έχουν επιδεινωθεί και πρόκειται να επιδεινωθούν λόγω της πανδημίας παρά να έχουν βελτιωθεί.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, ο νέος πτωχευτικός νόμος αναμένεται να αυξήσει σημαντικά την ταχύτητα των διαδικασιών πτώχευσης και αναδιάρθρωσης και τα ποσοστά ανάκτησης και να συμβάλει στη βελτίωση της θέσης της χώρας στους αντίστοιχους δείκτες μέτρησης της αποτελεσματικότητας των πλαισίων αφερεγγυότητας του ΟΟΣΑ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Οι οικονομίες στις οποίες το κανονιστικό πλαίσιο διευκολύνει την εκκαθάριση των μη οικονομικά βιώσιμων επιχειρήσεων και την είσοδο νέων έχουν περισσότερες πιθανότητες για δυναμική ανάκαμψη μετά από υφέσεις. Έτσι, η έξοδος μη οικονομικά βιώσιμων επιχειρήσεων αναμένεται να διευκολύνει την τεχνολογική αναπροσαρμογή, μετά το σοκ της πανδημίας, η οποία συνεπάγεται και αναδιανομή πόρων σε νέους κλάδους, με αποτέλεσμα την εξομάλυνση των επιπτώσεων της πανδημίας στην αγορά εργασίας και στην παραγωγή, κάτι που είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε υφέσεις που πλήττουν περισσότερο συγκεκριμένους κλάδους, αφού η αναντιστοιχία δεξιοτήτων καθιστά την ανακατανομή εργαζομένων πιο χρονοβόρα.
Αντίθετα, η συνέχιση της λειτουργίας τους και η συνεπαγόμενη δυσλειτουργία του περιθωρίου εξόδου έχουν ως αποτέλεσμα τη στρέβλωση των συνθηκών ανταγωνισμού και την αύξηση του μη ανακτήσιμου κεφαλαίου εις βάρος των πιο παραγωγικών επιχειρήσεων και της ανάπτυξης. Σε κλάδους με υψηλό ποσοστό κεφαλαίου δεσμευμένου σε μη οικονομικά βιώσιμες επιχειρήσεις, όπως είναι στην Ελλάδα, πραγματοποιούνται λιγότερες επενδύσεις και προσλήψεις, ενώ η διαφορά παραγωγικότητας μεταξύ νεοεισερχόμενων και μη βιώσιμων εταιρειών είναι μεγαλύτερη, καθώς οι νέες εταιρείες πρέπει να είναι σημαντικά πιο παραγωγικές για να εισέλθουν στην αγορά. Η παρουσία μη οικονομικά βιώσιμων επιχειρήσεων επιβαρύνει οικονομικά υγιείς εταιρίες, μειώνοντας την κερδοφορία και τις προοπτικές ανάπτυξής τους, σαν να ήταν ένα είδος φόρου.
Σε επικοινωνία του Capital.gr με την Ελληνική Ένωση Τραπεζών σχετικά με τις “επιχειρήσεις-ζόμπι” και τον ρόλο του νέου πτωχευτικού στην αντιμετώπιση του προβλήματος, η ΕΕΤ απάντησε δεν αναπτύσσει επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά παρακολουθεί τις νομοθετικές εξελίξεις σε θεσμικό επίπεδο. Περαιτέρω, ο νέος πτωχευτικός κώδικας θα τεθεί σε πλήρη ισχύ την 1η Ιουνίου 2021, και θα απαιτηθεί ένα εύλογο χρονικό διάστημα για να φανούν τα πρακτικά του αποτελέσματα, ποιες εταιρείες και ποιά φυσικά πρόσωπα θα κάνουν χρήση και πώς θα ανταποκριθούν τα δικαστήρια. Σήμερα, δεν είναι διαθέσιμα όλα τα κρίσιμα δεδομένα για τη διατύπωση απόψεων και μάλιστα από ένα θεσμικό φορέα όπως η ΕΕΤ, συμπλήρωσε.
Πώς βοηθά ο νέος πτωχευτικός νόμος
Ο νέος πτωχευτικός νόμος λύνει ένα χρόνιο πρόβλημα σχετικά με τη δυσκολία, την καθυστέρηση και το κόστος πτώχευσης των επιχειρήσεων ή τη δυνατότητα παροχής δεύτερης ευκαιρίας ή συνολικής ρύθμισης όλων των χρεών προς τράπεζες, Δημόσιο και Ταμεία, μόνο όταν υπάρχει βιώσιμος τρόπος αναδιάρθρωσης. Συνεπώς, οι γρήγορες διαδικασίες πτώχευσης και εκκαθάρισης μειώνουν και η βελτίωση του κεφαλαίου ανάκτησης δίνουν την ευκαιρία στην ελληνική οικονομία να απαλλαγεί από τις “επιχειρήσεις-ζόμπι” που ζουν εις βάρος όλων των υπολοίπων.
Επανακαθορίζει και αποσαφηνίζει τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για την κήρυξη της πτώχευσης, μεταξύ άλλων εισάγοντας τεκμήρια ως προς την ύπαρξη παύσης πληρωμών, σε περίπτωση κατά την οποία ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο, τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα για χρονική περίοδο τουλάχιστον έξι μηνών. Υπό την προϋπόθεση ότι η μη εξυπηρετούμενη υποχρέωσή του αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 40% των συνολικών ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του προς τον αντίστοιχο φορέα και στο σύνολό της υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ. Η δυνατότητα εκκίνησης της διαδικασίας κήρυξης πτώχευσης εξακολουθεί να δίνεται στον οφειλέτη, καθώς και στον πιστωτή, ενώ απλοποιούνται οι απαιτούμενες διαδικασίες για την κήρυξη της παύσης πληρωμών μετά από πρωτοβουλία του πιστωτή. Επίσης, επεκτείνεται και σε άλλα νομικά πρόσωπα η εις ολόκληρον ευθύνη προς αποκατάσταση της ζημίας των πιστωτών, την οποία υπέχουν τα υπαίτια μέλη των οργάνων διοίκησης, μεταξύ άλλων σε περίπτωση καθυστέρησης των διαδικασιών.
Ταυτόχρονα, ο νέος νόμος περιέχει ρυθμίσεις και περιγράφει τις διαδικασίες που αποσκοπούν στην πρόληψη της αφερεγγυότητας των οφειλετών, ενώ επίσης για πρώτη φορά θεσμοθετεί την απαλλαγή του οφειλέτη από το υπερβάλλον χρέος, μετά τη ρευστοποίηση της περιουσίας του. Ειδικότερα, προβλέπεται η δυνατότητα (α) πρόσβασης των οφειλετών σε σαφή και διαφανή εργαλεία έγκαιρης προειδοποίησης (π.χ. ηλεκτρονικός μηχανισμός προειδοποίησης), (β) προσφυγής σε εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης των οφειλών με πρωτοβουλία των πιστωτών ή κατόπιν αίτησης του οφειλέτη και συναίνεσής τους και (γ) κίνησης προπτωχευτικής διαδικασίας εξυγίανσης της επιχείρησης. Το νέο νομοθετικό πλαίσιο απλοποιεί και επιταχύνει τις διαδικασίες εξυγίανσης των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων που κρίνονται βιώσιμες. Επιπροσθέτως αποσκοπεί στην απλοποίηση των διαδικασιών για την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων πτωχευμένων επιχειρήσεων, με στόχο την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών. Μία από τις σχετικές προβλέψεις αφορά τη διεκπεραίωση διαδικασιών μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας, κάτι που θα μειώσει σημαντικά τη γραφειοκρατία.