ΑΡΙΘΜΟΣ 195/2020
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΡΙΣΑΣ
– Χρησιδάνειο. Λήξη χρησιδανείου. Καταστροφή πράγματος. Προσδιορισμός ζημίας. Συρροή ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης.
– Από τις διατάξεις των άρθρων 810, 816 και 817 ΑΚ προκύπτει ότι η σύμβαση χρησιδανείου έχει ως περιεχόμενο την εκ μέρους του χρήστη παραχώρηση της χρήσης κινητού ή ακινήτου πράγματος, χωρίς αντάλλαγμα, στον χρησάμενο, ο οποίος υποχρεούται να αποδώσει το πράγμα στον χρήστη μετά τη λήξη της σύμβασης, η οποία μπορεί να συναφθεί είτε για αόριστο είτε για ορισμένο χρόνο (ΑΠ 449/2014, ΑΠ 1913/2008). Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 1094 και 1095 του ΑΚ για τη διεκδικητική αγωγή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 810 μέχρι 819 του ίδιου Κώδικα για το χρησιδάνειο, προκύπτει ότι ο κύριος πράγματος (κινητού ή ακινήτου) και χρήστης, αν το πράγμα αυτό έχει δοθεί ως χρησιδάνειο, δικαιούται μετά τη λήξη του χρησιδανείου να ασκήσει προς απόδοση του πράγματος, τόσο τη διεκδικητική αγωγή όσο και την ενοχική αγωγή από τη σύμβαση χρησιδανείου. Αν επιλέξει να ασκήσει την αγωγή από τη σύμβαση χρησιδανείου, στο δικόγραφο αυτής πρέπει να αναφέρεται (μεταξύ άλλων) η κατάρτιση της σύμβασης χρησιδανείου και η λήξη αυτής κατά νόμιμο τρόπο. Τέτοιος τρόπος είναι σε περίπτωση χρησιδανείου αόριστου χρόνου η καταγγελία της σύμβασης χρησιδανείου, η οποία, επιδίδεται στον χρησάμενο (ΑΠ 170/2003, ΑΠ 958/2004, ΑΠ 757/2008, ΑΠ 449/2014). Εξάλλου, αν δεν επιστραφεί το πράγμα κατά την ορισμένη ημέρα λήξης του χρησιδανείου ή αν η επιστροφή αυτού γίνει καθυστερημένα, ο χρησάμενος καθίσταται υπερήμερος ως προς την απόδοση του πράγματος και ο χρήστης δικαιούται να ζητήσει, εκτός από την παροχή, δηλαδή την επιστροφή του πράγματος, και αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την καθυστέρηση, κατά τα άρθρα 341 παρ. 1 και 343 παρ. 1 ΑΚ. Η αποζημίωση αυτή είναι δυνατό να συνίσταται σε αποκατάσταση τόσο της θετικής ζημίας όσο και του διαφυγόντος κέρδους του χρήστη. Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 298 του ΑΚ, η αποζημίωση που οφείλεται, είτε από αδικοπραξία είτε από σύμβαση, περιλαμβάνει τόσο τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δικαιούχου (θετική ζημία) όσο και το διαφυγόν κέρδος (αποθετική ζημία). Στην περίπτωση της θετικής ζημίας η αντίστοιχη αποζημίωση υπολογίζεται με βάση την αξία του πράγματος ως παλαιού και όχι με βάση τη δαπάνη, η οποία απαιτείται για την απόκτηση καινούργιου πράγματος, διότι, άλλως, (στη δεύτερη περίπτωση), ο ζημιωθείς χρήστης θα αποκόμιζε ωφέλεια, γεγονός αντίθετο προς την έννοια της αποζημίωσης και τη γενική αρχή, η οποία διέπει την αποζημίωση και επιβάλλει την αποκατάσταση του ζημιωθέντος στην περιουσιακή κατάσταση που υπήρχε πριν από το ζημιογόνο γεγονός (ΑΠ 449/2014, ΑΠ 1006/1977). Έτσι, αν μεν το πράγμα έχει υποστεί ολική καταστροφή, ώστε να μην παρέχει πλέον καμία χρησιμότητα στον χρήστη, η ζημία του χρήστη συνίσταται στην αξία του πράγματος, την οποία είχε κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής, εφόσον όμως η ζημία είναι μερική, εξαιτίας των φθορών και βλαβών, τις οποίες υπέστη το πράγμα, η ζημία του χρήστη ισούται με τη διαφορά, η οποία προκύπτει μεταξύ της αξίας που είχε το πράγμα πριν από τις φθορές και βλάβες, και της αξίας, την οποία έχει το πράγμα μετά τις φθορές και βλάβες, εφόσον η αποζημίωση ζητείται να παρασχεθεί σε χρήμα, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο εδάφιο α’ του άρθρου 297 ΑΚ (ΑΠ 449/2014). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, τα περιστατικά που προσδιορίζουν τη ζημία αυτή, πρέπει, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, να εκτίθενται στην αγωγή με σαφήνεια και πληρότητα.
– Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι οι εξής: α) ζημιογόνα συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, η οποία περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια, και δ) πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνας συμπεριφοράς και του αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της θετικής ενέργειας, η οποία παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από αδικοπραξία είτε από ειδική διάταξη νόμου είτε από την αρχή, η οποία απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, ήτοι την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την παρούσα κοινωνική αντίληψη. Παράνομη πράξη συνιστά και η αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης, η οποία προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 375 του ΠΚ. Τέλος, η αθέτηση της σύμβασης καθεαυτή δεν συνιστά, άνευ άλλου, αδικοπραξία. Βέβαια, αποτελεί πράξη παράνομη, αλλά οι έννομες συνέπειες της παράβασης δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, αλλά ρυθμίζονται από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της παροχής ή την αθέτηση της ενοχής εν γένει. Μερικές φορές όμως είναι δυνατό ένα και το αυτό βιοτικό γεγονός να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις τόσο της αθέτησης σύμβασης όσο και τις προϋποθέσεις της αδικοπραξίας. Αυτό συμβαίνει, όταν το βιοτικό γεγονός, ακόμη και χωρίς τη συμβατική σχέση που προϋπάρχει, θα ήταν παράνομο, ως αντίθετο προς το γενικό καθήκον που επιβάλει το άρθρο 914 ΑΚ να μην προκαλεί κανένας ζημία σε άλλον υπαίτια, (βλ. ΑΠ 449/2014, ΑΠ 214/2006), ή εφόσον θα ήταν καθεαυτό αντίθετο στα χρηστά ήθη κατά το άρθρο 919 ΑΚ, (βλ. ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 449/2014). Για να θεμελιωθεί όμως η πρωτογενής αδικοπρακτική ευθύνη, ο ενάγων πρέπει να ιστορεί στο δικόγραφο της αγωγής, κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, όλα τα στοιχεία, τα οποία αποτελούν τις προϋποθέσεις της αποζημίωσης και, κυρίως, την παράνομη ενέργεια του υπόχρεου, την υπαιτιότητα αυτού, τη ζημία και τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς (νόμιμου λόγου ευθύνης) και της ζημίας. Κατά συνέπεια, όταν το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο προς την παραβίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας, δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας, (ΑΠ 449/2014, ΑΠ 212/2000).