ΑΡΙΘΜΟΣ 50/2021
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
– Δανειακή σύμβαση. Οφειλή εις ολόκληρον συνοφειλετών. Εσωτερική σχέση. Αδικαιολόγητος πλουτισμός.
– Κατά το άρθρο 904 εδ. α του ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, ενώ κατά το εδ. β’ της ίδιας διάταξης περ. γ’ η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής που έληξε και που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την ως άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και 6) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι, η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) κατ’ άρθρ. 219 ΚΠολΔ της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Έτσι, λόγω του ως άνω επιβοηθητικού χαρακτήρα της αγωγής του αδικαιολογήτου πλουτισμού, αν αυτή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη. Τούτο δε διότι, εφόσον υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να θεμελιώσει τις αξιώσεις του σ’ αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Περαιτέρω, όταν η εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αξίωση ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, αρκεί για την νομική πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης να γίνεται επίκληση απλή των προαναφερθεισών τεσσάρων προϋποθέσεων με στοιχεία α έως δ’ για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αξίωσης στη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α’ του ΑΚ, δηλαδή ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, χωρίς να είναι αναγκαία, στη δικονομικώς αυτή ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος των προϋποθέσεων ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού αυτές (προϋποθέσεις) θα διαγνωσθούν δικαστικά στην ίδια δίκη, και θα είναι δεδομένες κατά την επακολουθούσα εξέταση της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Είναι όμως αναγκαία στην περίπτωση αυτή η απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή η ανυπαρξία των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από αδικοπραξία (ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 170/2016, ΑΠ 449/2014, ΑΠ 2019/2007, ΑΠ 1325/2019, ΕφΠατρ 334/2020).
– Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 481 ΑΚ : «Οφειλή εις ολόκληρο υπάρχει, όταν σε περίπτωση περισσοτέρων οφειλετών της ίδιας παροχής καθένας από αυτούς έχει την υποχρέωση να την καταβάλει ολόκληρη, ο δανειστής, όμως, έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μια φορά», ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 487 παρ. 1 ΑΚ : «Μεταξύ τους οι περισσότεροι συνοφειλέτες ευθύνονται κατά ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση», κατά, δε τη διάταξη του άρθρου 488 ΑΚ: «Εφόσον ένας από τους συνοφειλέτες ικανοποίησε το δανειστή και έχει δικαίωμα αναγωγής κατά των λοιπών υποκαθίσταται στα δικαιώματα του δανειστή». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι η αναγωγή (regressus) είναι το δικαίωμα του οφειλέτη να απαιτήσει από τους εις ολόκληρο συνοφειλέτες του την κατανομή του αντικειμένου της παροχής, ώστε κάθε συνοφειλέτης να επιβαρυνθεί με την εκπλήρωση μέρους της παροχής, και δη αναλόγου προς την εσωτερική τους σχέση, η, δε, θέσπιση της συνάδει με την εύλογη δικαιοπολιτικά θεώρηση ότι δεν είναι ενδεδειγμένο να επωμισθεί το βάρος της κοινής οφειλής μόνο ο καταβάλλων το σύνολο του κοινού χρέους ή εν γένει εκπληρώσας την οφειλή συνοφειλέτης, η ενέργεια του οποίου κατά τα λοιπά, στην εξωτερική σχέση των συνοφειλετών με το δανειστή, λειτουργεί όχι υποκειμενικά, αλλά αντικειμενικά και δη υπέρ του συνόλου των συνοφειλετών κατ’ άρθρο 483 ΑΚ (βλ. Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, σ. 388, στους αρ. παρ. 34 και 35, Γιαννόπουλο σε ΣΕΑΚ, υπό το άρθρο 487, σ. 981, Καράση σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου ΑΚ, υπό τα άρθρα 487-488, στους αρ. παρ. 1, 3 και 4). Ενώ με την παθητική ενοχή εις ολόκληρο ενισχύεται η θέση του δανειστή, ο οποίος έχοντας τη δυνατότητα να στραφεί κατά περισσοτέρων του ενός προσώπων για την ικανοποίηση της απαίτησης του, διατρέχει μικρότερο κίνδυνο να μην ικανοποιηθεί, με την αναγωγή παρέχεται στον εκπληρώσαντα συνοφειλέτη το δικαίωμα να απαιτήσει από τους λοιπούς συνοφειλέτες ό,τι κατέβαλε πέρα από το ποσοστό που του αναλογεί, με τον τρόπο, δε, αυτό να κατανεμηθεί τελικώς η παροχή κατά τα οριζόμενα στη σχέση των μερών ή στο νόμο (βλ. Απ. Γεωργιάδη, ό.π., σ. 388, στον αρ. παρ. 35, Καράκωστα, ΑΚ, 3ος Τόμος, 2006, υπό τα άρθρα 487 488, σ. 1053, στον αρ. περιθ. 1928), Προκύπτει, συνεπώς, ότι το δικαίωμα αναγωγής είναι απόρροια μιας εσωτερικής σχέσης των μερών, η οποία πηγάζει είτε από δικαιοπραξία, είτε από το νόμο και είναι ανεξάρτητη της εξωτερικής σχέσης δανειστή-συνοφειλετών (βλ. Καράση, ό.π., υπό τα άρθρα 487-488, στον αρ. παρ. 2). Στην εσωτερική αυτή σχέση, η τυχόν συνδέουσα τους πλείονες συνοφειλέτες δικαιοπραξία δύναται να είναι π.χ. σύμβαση εντολής, εταιρίας (ΕφΘεσ 2400/2005ΕπισκΕΔ 2006.491, ΕφΘεσ 3174/2001ΕπισκΕΔ 2002.119, ΕφΘεσ 2612/2000ΔΕΕ 2001.74, ΕφΑθ 5395/1999ΕλΔνη 1999.1603) ή εργασίας κ.λπ., ενώ ευθέως στο νόμο στηρίζεται η σχέση αυτή επί ανυπαρξίας τέτοιας δικαιοπρακτικής σύνδεσης των μερών. Η εσωτερική σχέση υφίσταται παράλληλα με την παθητική ενοχή εις ολόκληρο και εξακολουθεί να υπάρχει και μετά την απόσβεση της τελευταίας (ΕφΘεσ 1420/2001 Αρμ 2001.1333 – περίπτωση σωρευτικής αναδοχής χρέους). Η συνήθης μορφή κύριας αναγωγής είναι αυτή της εκ των υστέρων αναγωγής, οπότε και ο ασκών τη σχετική αξίωση οφειλέτης, έχει ήδη καταβάλει στο δανειστή την παροχή ή τουλάχιστον μέρος αυτής, που υπερβαίνει το μέρος που του αναλογεί με βάση τα ισχύοντα στην εσωτερική σχέση. Αίτημα της οικείας αγωγής είναι στην περίπτωση αυτή το να υποχρεωθούν οι συνοφειλέτες να καταβάλουν το μέρος της παροχής που αναλογεί σε αυτούς, και το οποίο ο ίδιος ο ενάγων έχει ήδη καταβάλει και δη πέρα από την αναλογία του, συνεπεία της λειτουργίας της εις ολόκληρο οφειλής (ΑΠ 871/2010). Το μέτρο της ευθύνης ορίζεται, κατά τα προεκτεθέντα, στο νόμο ή στην εσωτερική σχέση και, εφόσον δεν υφίσταται ειδικότερη συμφωνία, την οποία ο ενδιαφερόμενος κατ’ ένσταση επικαλείται και αποδεικνύει (ΑΠ 753/1995, Αν. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, σ. 388), ή ειδικότερη νομοθετική ρύθμιση, τότε οι συνοφειλέτες ευθύνονται στην εσωτερική σχέση κατ’ ίσα μέρη (ΑΠ 901/2004, ΑΠ 674/2004, Aπ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, σ. 391, στον αριθ. παρ. 41). Συνεπώς, κατά το άρθ. 216 ΚΠολΔ αναγκαία στοιχεία του δικογράφου της αγωγής του εις ολόκληρο ευθυνόμενου (στην εξωτερική σχέση) συνοφειλέτη στην εξ αναγωγής αγωγή του τελευταίου κατά του έτερου συνοφειλέτη είναι η επίκληση: α) της ύπαρξης παθητικής εις ολόκληρο ενοχής και β) της (έστω μερικής, αλλά υπερβαίνουσας την αναλογία του μεριδίου του) ικανοποίησης του δανειστή (στην εξωτερική σχέση), που αν αποδειχθούν, ο ενάγων θα έχει εν αμφιβολία δικαίωμα κύριας αναγωγής και άρα και δικαίωμα αναγωγής «εξ υποκαταστάσεως», οπότε και θα επαφίεται στον εναγόμενο να αποδείξει κατ’ ένσταση τη μη ύπαρξη δικαιώματος αναγωγής (ΜΕφΘεσ 29/2016ΕλΔνη 2016.1413, βλ. Καράκωστα, ό.π., σ. 1065, στον αρ. παρ. 1961).