Σύμφωνα με τη νέα τροπολογία του Υπ. Οικονομικών, καθορίζεται ειδική κατηγορία εισοδημάτων με έκτακτο χαρακτήρα (π.χ. περιπτώσεις έκτακτων αποζημιώσεων, αμοιβών, επιχορηγήσεων και οικονομικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο αντιμετώπισης των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του COVID-19), για το φορολογικό έτος 2020, τα οποία δεν συνυπολογίζονται στο πραγματικό εισόδημα από μισθωτή εργασία – συντάξεις, από το οποίο προκύπτει η βάση υπολογισμού για το απαιτούμενο ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. [Για κάθε φορολογικό έτος ορίζεται σε 30% του πραγματικού εισοδήματος, που προέρχεται από μισθωτή εργασία-συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα και μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ δαπανών καθώς και από ακίνητη περιουσία].
Επίσης, προβλέπεται η προσαύξηση του φόρου επί του εισοδήματος από μισθωτή εργασία – συντάξεις, στην περίπτωση που το δηλωθέν ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής υπολείπεται του απαιτούμενου ποσού δαπανών. Προσδιορίζονται ως εξαιρέσεις από την προσαύξηση του φόρου, συγκεκριμένες κατηγορίες φορολογουμένων που επλήγησαν οικονομικά λόγω της εξάπλωσης της πανδημίας Covid 19.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Με την προτεινόμενη παρ. 1 του άρθρου αυτού προβλέπεται η εξαίρεση από τον υπολογισμό του πραγματικού εισοδήματος της περ. β της παρ. 6 του άρθρου 15 του ν. 4172/2013, επί του οποίου υπολογίζονται οι απαιτούμενες δαπάνες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, συγκεκριμένων εισοδημάτων τα οποία έχουν έκτακτο χαρακτήρα και από τη φύση τους και δεν αναμένεται να δαπανηθούν στο σύνολο τους εντός του ιδίου φορολογικού έτους για την απόκτηση αγαθών και τη λήψη υπηρεσιών, που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του απαιτούμενου ποσού δαπανών των ανωτέρω διατάξεων. Επίσης, προβλέπεται η εξαίρεση έκτακτων αποζημιώσεων, αμοιβών, επιχορηγήσεων και οικονομικών ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο αντιμετώπισης των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του COVID-19 και αποτελούν εισόδημα. Με την προτεινόμενη παρ. 2 του άρθρου αυτού προβλέπεται ότι η παρ. 1 ισχύει από 1.1.2020.
Με την προτεινόμενη παρ. 3 του άρθρου αυτού, προβλέπεται, ειδικά για το φορολογικό έτος 2020, η τροποποίηση της παρ. 6 του άρθρου 15 του ν.4172/2013. Το απαιτούμενο ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής εξακολουθεί να αντιστοιχεί σε ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία – συντάξεις, επιχειρηματική δραστηριότητα και ακίνητη περιουσία και μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ δαπανών. Ενώ στην περίπτωση που το δηλωθέν ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής υπολείπεται του απαιτούμενου ποσού δαπανών, ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή της κλίμακας της παρ. 1 του άρθρου 15 ΚΦΕ, προσαυξάνεται σύμφωνα με τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(i) Σε περίπτωση που το δηλωθέν ποσό με ηλεκτρονικές συναλλαγές είναι υψηλότερο του 20% του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία – συντάξεις, επιχειρηματική δραστηριότητα και ακίνητη περιουσία, ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή της κλίμακας της παρ. 1 του άρθρου 15 του ΚΦΕ προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασιαζόμενης με συντελεστή έντεκα τοις εκατό (11%).
(ii) Σε περίπτωση που το δηλωθέν ποσό με ηλεκτρονικές συναλλαγές υπολείπεται του 20% του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία – συντάξεις, επιχειρηματική δραστηριότητα και ακίνητη περιουσία, ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή της κλίμακας της παρ. 1 του άρθρου 15 του ΚΦΕ προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του είκοσι τοις εκατό (20%) του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία – συντάξεις, επιχειρηματική δραστηριότητα και ακίνητη περιουσία και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασιαζόμενης με συντελεστή είκοσι δύο τοις εκατό (22%) και επιπροσθέτως κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου ποσού δαπανών και του είκοσι τοις εκατό (20%) του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία – συντάξεις, επιχειρηματική δραστηριότητα και ακίνητη περιουσία, πολλαπλασιαζόμενης με συντελεστή έντεκα τοις εκατό (11%). Σε κάθε περίπτωση, η προσαύξηση του φόρου δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασιαζόμενης με συντελεστή είκοσι δύο τοις εκατό (22%).
Η προσαύξηση του φόρου σύμφωνα με τα ανωτέρω δεν εφαρμόζεται για συγκεκριμένες κατηγορίες φορολογουμένων που, για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εντός του έτους 2020, επλήγησαν οικονομικά λόγω της εξάπλωσης της πανδημίας COVID-19Kai ειδικότερα για τους ασκούντες ατομική επιχειρηματική δραστηριότητα που χαρακτηρίσθηκε ως πληττόμενη ή ανεστάλη η λειτουργία της, με οποιαδήποτε από τις εκδοθείσες κανονιστικές αποφάσεις, για τα φυσικά πρόσωπα που η σύμβαση εργασία ή σύμβαση ναυτολόγησης τέθηκε σε αναστολή, με οποιαδήποτε από τις εκδοθείσες κανονιστικές αποφάσεις, ή εντάχθηκαν στο μηχανισμό ενίσχυσης «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ», για τους ιδιοκτήτες ακινήτων, οι οποίοι έλαβαν μειωμένο μίσθωμα εντός του 2020 για το οποίο έχει υποβληθεί έστω και μία εγκεκριμένη δήλωση COVID – 19, κατόπιν σχετικής επεξεργασίας από την ΑΑΔΕ, σύμφωνα με τη νομοθεσία και τις σχετικές κανονιστικές πράξεις, καθώς και για φορολογούμενους που είχαν συμπληρώσει το εξηκοστό (60ό) έτος της ηλικίας τους στις 31.12.2019.
Οι ανωτέρω εξαιρετικές ρυθμίσεις για το έτος 2020, κρίνονται αναγκαίες, λόγω των ιδιαίτερων κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που προκλήθηκαν από την πανδημία COVID-19 και είχαν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας αλλά και της ιδιωτικής κατανάλωσης των ανωτέρω κατηγοριών φορολογουμένων.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
Απαιτούμενο ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής – Τροποποίηση της παρ. 6 του άρθρου 15 και προσθήκη παρ. 71 στο άρθρο 72 του ν. 4172/2013
- Στην παρ. 6 του άρθρου 15 του ν. 4172/2013 (Α’ 167) προστίθεται περ. γ1, ως εξής:
«γ1) Για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου δεν υπολογίζονται στο πραγματικό εισόδημα από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα, τα παρακάτω εισοδήματα με έκτακτο χαρακτήρα:
i) Τα εισοδήματα των παρ. 3 και 4.
ii) Το επίδομα εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης ανέργων, καθώς και το επίδομα αναζήτησης εργασίας στο πλαίσιο δράσεων συμβουλευτικής (παρ. 5 του άρθρου 64 του ν. 4756/2020 [Α’235]).
iii) Η αγροτική επιδότηση πρόωρης συνταξιοδότησης.
iv) Η είσπραξη ασφαλιστικής αποζημίωσης ή οικονομικής ενίσχυσης, λόγω διάλυσης αλιευτικού σκάφους.
v) Έκτακτες αποζημιώσεις, αμοιβές, επιχορηγήσεις και οικονομικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο αντιμετώπισης των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 και αποτελούν εισόδημα. - Η παρ. 1 εφαρμόζεται για τα εισοδήματα που αποκτώνται και για τις δαπάνες που πραγματοποιούνται από 1ης.1.2020 και μετά.
- Στο άρθρο 72 του ν. 4172/2013 (Α’ 167) προστίθεται νέα παρ. 71 ως εξής:
«71. α. Ειδικά για το φορολογικό έτος 2020, κατά παρέκκλιση της περ. β’ της παρ. 6 του άρθρου 15, εφαρμόζονται τα εξής:
Το απαιτούμενο ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής ορίζεται σε ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία – συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα και μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ δαπανών. Στον υπολογισμό του πραγματικού εισοδήματος δεν περιλαμβάνονται το ποσό της εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 43Α και το ποσό της διατροφής που δίδεται στον/στην διαζευγμένο/ η σύζυγο ή σε μέρος συμφώνου συμβίωσης ή εξαρτώμενο τέκνο, εφόσον καταβάλλεται με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Στην περίπτωση που το δηλωθέν ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής υπολείπεται του απαιτούμενου ποσού δαπανών, ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή της κλίμακας της παρ. 1 προσαυξάνεται σύμφωνα με τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(i) Σε περίπτωση που το δηλωθέν ποσό με ηλεκτρονικές συναλλαγές είναι υψηλότερο του 20% του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα, ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή της κλίμακας της παρ. 1 προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή έντεκα τοις εκατό (11%).
(ii) Σε περίπτωση που το δηλωθέν ποσό με ηλεκτρονικές συναλλαγές υπολείπεται του 20% του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα, ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή της κλίμακας της παρ. 1 προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του είκοσι τοις εκατό (20%) του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή είκοσι δύο τοις εκατό (22%) και, επιπροσθέτως, κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου ποσού δαπανών και του είκοσι τοις εκατό (20%) του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα, πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή έντεκα τοις εκατό (11%). Σε κάθε περίπτωση, η προσαύξηση του φόρου δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή είκοσι δύο τοις εκατό (22%).
Ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή της κλίμακας της παρ. 1 παραμένει αμετάβλητος και δεν προσαυξάνεται για τις ακόλουθες περιπτώσεις:
i) Για τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία, σύμφωνα με τις κανονιστικές πράξεις που εκδόθηκαν για τον προσδιορισμό των πληττόμενων επιχειρήσεων από την εξάπλωση της πανδημίας του κορωνοϊού COVID – 19, θεωρήθηκε ως πληττόμενη για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εντός του έτους 2020.
ii) Για τα φυσικά πρόσωπα των οποίων η σύμβαση εργασίας ανεστάλη για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εντός του έτους 2020 λόγω των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού COVID -19, σύμφωνα με το άρθρο δέκατο τρίτο της από 14.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 64), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4682/2020 (Α’ 76), το άρθρο 11 της από 20.3.3020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 68), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020 (Α’ 83) και το άρθρο 68 του ν. 4756/2020 (Α’ 235),
iii) Για τα φυσικά πρόσωπα των οποίων η σύμβαση ναυτολόγησης ανεστάλη κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε διαστήματος εντός του 2020 με βάση το άρθρο εξηκοστό τρίτο της από 30.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου {Α’ 75), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4684/2020 (Α’ 86), όπως αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την από 1.5.2020 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 90), η οποία κυρώθηκε με τον ν. 4690/2020 (Α’ 104),
iv) Για τα φυσικά πρόσωπα τα οποία εντάχθηκαν στον μηχανισμό ενίσχυσης «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» ανεξαρτήτως χρονικού διαστήματος εντός του 2020, σύμφωνα με το άρθρο 31 του ν. 4690/2020 και το άρθρο 123 του ν. 4714/2020 (Α’148), όπως τα πρόσωπα αυτά θα αποσταλούν στη Φορολογική Διοίκηση από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων,
v) Για τα φυσικά πρόσωπα τα οποία είναι ιδιοκτήτες ακινήτων, που έλαβαν μειωμένο μίσθωμα εντός του 2020, για το οποίο έχει υποβληθεί έστω και μία εγκεκριμένη δήλωση COVID – 19, κατόπιν σχετικής επεξεργασίας από την ΑΑΔΕ, σύμφωνα με το άρθρο δεύτερο της από 20.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020, όπως διαμορφώθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 33 του ν. 4753/2020 (Α’ 227) και την παρ. 2 του άρθρου 13 του ν. 4690/2020 (Α’ 104), όπως ισχύουν μετά και την τροποποίησή τους με το άρθρο 54 του ν. 4758/2020 (Α’ 242),
vi) Για φορολογούμενους που είχαν συμπληρώσει το εξηκοστό (60ό) έτος της ηλικίας τους στις 31 Δεκεμβρίου 2019.»
β. Τα οριζόμενα στην περ. α’ εφαρμόζονται αναλόγως για τα εισοδήματα από ακίνητη περιουσία που φορολογούνται σύμφωνα με την κλίμακα της παρ. 4 του άρθρου 40.»