Νόμω αβάσιμη η αγωγή αποζημίωσης κατ’ άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ
Την έλλειψη παράνομης συμπεριφοράς εκ μέρους των αρμοδίων δημοσίων οργάνων διαπίστωσε το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, απορρίπτοντας ως νόμω αβάσιμη αγωγή βασισμένη στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ (ΔΠΑ 14495/2020).
Ειδικότερα, η ενάγουσα αρχικά προσελήφθη με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε δημόσιο φορέα και εν συνεχεία μονιμοποιήθηκε σε οργανική θέση μόνιμου προσωπικού, δηλαδή με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου, διατηρώντας το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς που είχε πριν το διορισμό της σε μόνιμη θέση.
Όσον αφορά στο ζήτημα της μη καταβολής εφάπαξ βοηθήματος στην ενάγουσα, κατόπιν σχετικού αιτήματος της τελευταίας, βασιζόμενου στις διατάξεις είτε του άρθρου 55 του π.δ. 410/1988, μετά τη θέση σε ισχύ της διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 3320/2005, είτε του άρθρου 300 του Ν. 1188/1981 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 παρ. 47 του Ν. 2307/1995, είτε, τέλος, του άρθρου 56 του Ν. 3518/2006 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Ν. 103/1975, το δικαστήριο έκρινε πως η ενάγουσα δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων και, άρα, δεν δικαιούται εφάπαξ αποζημιώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές. Συνεπώς, νομίμως απορρίφθηκε το σχετικό αίτημά της και ουδεμία διάταξη εφαρμόστηκε πλημμελώς ή παραβιάστηκε.
Αναφορικά με το αίτημα της ενάγουσας περί καταβολής αποζημίωσης, ισόποσης με το αιτούμενο εφάπαξ βοήθημα, διότι κατά τους ισχυρισμούς της υφίσταται νομοθετικό κενό ως προς την καταβολή εφάπαξ βοηθήματος σε υπάλληλους όπως η ενάγουσα, ήτοι δημόσιους υπαλλήλους οι οποίοι μετά τη μονιμοποίησή τους επέλεξαν τη διατήρηση του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού καθεστώτος στο οποίο υπήγοντο όσο ακόμη εργάζονταν με σχέση ιδιωτικού δικαίου, το δικαστήριο έκρινε πως ουδέν νομοθετικό κενό υφίσταται και, συνεπώς, δεν παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ισότητας. Τόνισε ότι, εν προκειμένω, εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις του Ν. 103/1975, οι οποίες δίνουν το δικαίωμα λήψης εφάπαξ βοηθήματος.
Συνεπώς, καθόσον η ενάγουσα ουδέποτε απευθύνθηκε στις αρμόδιες δημόσιες αρχές αιτούμενη την καταβολή του εφάπαξ βοηθήματος κατ’ εφαρμογή του Ν. 103/1975 ή έστω κατ’ εφαρμογή της περιπτώσεως 5 της υποπαραγράφου ΙΑ.5 του Ν. 4093/2012, νομίμως δεν της έχει καταβληθεί αυτό και καμία παράνομη συμπεριφορά των δημόσιων οργάνων δεν θεμελιώνεται.
Απόσπασμα απόφασης
«[…] 17. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών και όσων έγιναν ειδικότερα δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, προκύπτει, ότι η ενάγουσα, αρχικά προσελήφθη με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στον […], υπαγόμενη, ως εκ τούτου, στο ρυθμιστικό πεδίο των διατάξεων του ν. 993/1979, ο οποίος εκωδικοποιήθη με το π.δ. 410/1988, ενώ εν συνεχεία και μετά την κατάργηση του […] και τη θέσπιση του […], μετετάχθη στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση […] αρχικώς με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και μετέπειτα δυνάμει των διατάξεων του ν. 2738/1999 εμονιμοποιήθη σε οργανική θέση μονίμου προσωπικού, διατηρώντας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 29 του ν. 2768/1999, το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφαλίσεως, προνοίας και υγειονομικής περιθάλψεως που είχε, δηλαδή αυτό του Ι.Κ.Α., αντί του ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού καθεστώτος στο οποίο θα υπήγετο αυτοδικαίως μετά το διορισμό της στη μόνιμη θέση. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει, ως εξής: α) ως προς το ζήτημα εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 55 του π.δ. 410/1988 (κωδικοποιηθέν άρθρο 49 του ν. 993/1979), εφ’ όσον η ενάγουσα κατά το χρόνο συνταξιοδοτήσεώς της είχε ενταχθεί στο μόνιμο προσωπικό, ήτοι σε όσους ηργάζοντο με σύμβαση εργασίας δημοσίου δικαίου, της αρχικώς Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως […] και μετέπειτα Περιφέρειας […], δεν δικαιούται την προβλεφθείσα στην ανωτέρω διάταξη εφάπαξ αποζημίωση, διότι αυτή καταβάλεται πλέον, ήτοι μετά τη θέση σε ισχύ της διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 1 ν. 3320/2005, σε όσους αποχωρούν από την υπηρεσία με καθεστώς εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ήτοι όσοι ηργάζοντο με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, β) ως προς το ζήτημα της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 300 του ν. 1188/1981 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 παρ. 47 του ν. 2307/1995, εφ’ όσον η ενάγουσα ηργάσθη σε Ο.Τ.Α. Β’ Βαθμού, ήτοι αρχικώς στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση […] και εν συνεχεία στην Περιφέρεια […], δεν μπορεί να λάβει την προβλεπόμενη στις ανωτέρω διατάξεις εφάπαξ αποζημίωση, διότι αυτή καταβάλεται στο προσωπικό των Ο.Τ.Α. Α’ Βαθμού, όπως ρητώς αναφέρεται στα νομοθετήματα αυτά. Εξ άλλου, για το προσωπικό των Ο.Τ.Α. Β’ Βαθμού εφηρμόζοντο οι διατάξεις του π.δ. 30/1996 σε συνδυασμό με αυτές του εκάστοτε ισχύοντος Υπαλληλικού Κώδικος και ουδέποτε εφηρμόσθη σε αυτούς το νομοθετικό καθεστώς που διήπε τις υπαλληλικές – εργασιακές σχέσεις του προσωπικού των Ο.Τ.Α. Α’ Βαθμού και γ) ως προς την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 56 του ν. 3518/2006 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του ν. 103/1973, εφ’ όσον η ενάγουσα μετά τη συγχώνευση του […] με τον […] μετετάχθη στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση […] και όχι σε κάποια υπηρεσία του […], δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων και άρα δεν δικαιούται εφάπαξ αποζημιώσεως σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, διότι οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται αποκλειστικώς στο προσωπικό το οποίο μετά τη συγχώνευση του […] με τον […] μετετάχθη σε αυτόν και εν συνεχεία, μετά την κατάργηση του […], μετεφέρθη στις Πε.Σ.Υ.Π. ή σε υπηρεσίες υπαγόμενες σε αυτές. Συνακολούθως, το Τμήμα Μισθοδοσίας της Περιφέρειας […], στο οποίο αιτήθη η ενάγουσα την καταβολή εφάπαξ αποζημιώσεως είτε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 55 του π.δ. 410/1988, είτε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 300 του ν. 1188/1981 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 παρ. 47 του ν. 2307/1995, είτε, τέλος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 56 του ν. 3518/2006 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του ν. 103/1975, νομίμως απέρριψε το σχετικό αίτημα της και ουδεμία διάταξη του νόμου εφήρμοσε πλημμελώς ή κατά παράβασή της. Επιπροσθέτως, αναφορικώς με το αίτημα επιδικάσεως αποζημιώσεως στην ενάγουσα, η οποία ισούται με τα αιτηθέντα ποσά εφάπαξ αποζημιώσεως, κατ’ εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας λόγω υπάρξεως νομοθετικού κενού, το οποίο συνίσταται στην έλλειψη ειδικής ρυθμίσεως για την καταβολή εφάπαξ αποζημιώσεως σε υπαλλήλους του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των ν.π.δ.δ., οι οποίοι, αν και ενετάχθησαν στο μόνιμο προσωπικό αυτών, είχαν επιλέξει τη διατήρηση του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού καθεστώτος στο οποίο υπήγοντο, πριν την επακόλουθη μονιμοποίησή τους, με αποτέλεσμα κατά την έξοδό τους από την υπηρεσία να μη δικαιούνται να λάβουν εφάπαξ αποζημίωση, τούτο εδράζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι πράγματι υφίσταται τέτοιο νομοθετικό κενό. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη αναπτυχθεί ανωτέρω στη σκέψη 9 της παρούσας αποφάσεως, οι υπάλληλοι των ν.π.δ.δ. οι οποίοι κατ’ εφαρμογή αρχικώς των διατάξεων του ν. 1476/1984 και μετέπειτα αυτών του ν. 2738/1999 εμονιμοποιήθησαν σε αντίστοιχες οργανικές θέσεις του ν.π.δ.δ. επιλέγοντας το προηγούμενο ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς, διατηρούν έναντι του ν.π.δ.δ. το εκ του ν. 103/1975, όπως ισχύει, δικαίωμα προς απόληψη εφάπαξ βοηθήματος, διότι ο νομοθέτης δεν ηθέλησε να τους στερήσει το δικαίωμα να λάβουν από το ν.π.δ.δ., εκ του οποίου αποχωρούν, το εφάπαξ βοήθημα του ν. 103/1975, το οποίο παρέχεται ακριβώς, κατά τα εκτεθέντα, στους μονίμους υπαλλήλους των ν.π.δ.δ., οι οποίοι δεν έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση Ταμείου Προνοίας ή κλάδου Προνοίας ούτε δικαιούνται κατά την αποχώρησή τους από την υπηρεσία αποζημίωση ή άλλη εφάπαξ παροχή (πρβλ. ΣτΕ 226/2012, 2277/2009, 1475/2006, 767-8/1992, ΔΕφΑθ 1882/2015). Συνακολούθως, ουδέν νομοθετικό κενό υφίσταται για τη ρύθμιση της περιπτώσεως στην οποία ανήκει η ενάγουσα, αφού τα της απολήψεως εφάπαξ βοηθήματος ερρυθμίζοντο ήδη με τη θέση σε ισχύ του ν. 103/1975. Εφ’ όσον λοιπόν η ενάγουσα ουδέποτε υπέβαλε αίτηση προς το Τμήμα Μισθοδοσίας της Περιφέρειας […] ζητώντας την καταβολή εφάπαξ βοηθήματος κατ’ εφαρμογή του ν. 103/1975 ή έστω κατ’ εφαρμογή της περιπτώσεως 5 της Υποπαραγράφου ΙΑ.5 του ν. 4093/2012, ούτε υπέβαλε αντίστοιχη αίτηση προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους ή προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ζητώντας την αναγνώριση της υποχρεώσεως του αρμόδιου φορέα να της καταβάλει εφάπαξ βοήθημα κατ’ εφαρμογή του ν. 103/1975 ή έστω κατ’ εφαρμογή της περιπτώσεως 5 της Υποπαραγράφου ΙΑ.5 του ν. 4093/2012, νομίμως δεν της έχει καταβληθεί μέχρι σήμερα εφάπαξ βοήθημα από την αρμόδια υπηρεσία της Περιφέρειας […]. Σε κάθε δε περίπτωση, η ενάγουσα με την κρινόμενη αγωγή της δεν θεμελιώνει την παρανομία ως προς την άρνηση των αρμοδίων οργάνων να της καταβάλουν εφάπαξ βοήθημα στην πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων του ν. 103/1975 ή έστω της περιπτώσεως 5 της Υποπαραγράφου ΙΑ.5 του ν. 4093/2012, αλλά βάση για την παρανομία των αρμοδίων οργάνων αποτελεί είτε η πλημμελής εφαρμογή διατάξεων, οι οποίες δεν καταλαμβάνουν την περίπτωσή της, είτε η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων αυτών λόγω υπάρξεως νομοθετικού κενού με θεμελίωση του δικαιώματός της για απόληψη εφάπαξ βοηθήματος στη συνταγματική αρχή της ισότητας, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην έχει την εξουσία να κρίνει κατά πόσον αυτή δικαιούται ή μη εφάπαξ αποζημιώσεως κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 103/1975. Εν κατακλείδι, ελλείψει διαγνώσεως από το Δικαστήριο παρανόμου συμπεριφοράς εκ μέρους των αρμοδίων οργάνων των εναγομένων, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ και ως εκ τούτου δεν θεμελιώνεται εις βάρος των εναγομένων οποιαδήποτε αδικοπρακτική ευθύνη προς αποκατάσταση περιουσιακής ζημίας και ηθικής βλάβης που η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη από την προαναφερθείσα αιτία, με αποτέλεσμα η κρινόμενη αγωγή να πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη.[…]»