ΑΠΟΦΑΣΗ
Saraç κ.α. κατά Τουρκίας της 30.03.2021 (αρ. προσφ. 23189/09)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Προσπάθεια κατεδάφισης κτιρίου από λάθος και δημιουργία στατικών προβλημάτων σ΄αυτό. Επιδίκαση μειωμένης αποζημίωσης παρά την αναγνώριση της πλήρους ζημίας. Μείωση της αποζημίωσης από το Ανώτατο Δικαστήριο χωρίς αιτιολογία. Δικαίωμα στην ιδιοκτησία.
Το κτίριο των προσφευγόντων υπέστη σοβαρές ζημίες όταν κατασκευαστική εταιρεία που ξεκίνησε εργασίες κατεδάφισης από λάθος, νομίζοντας ότι ανήκει στα κτίρια που είχαν υποστεί φθορές από μεγάλο σεισμό και έπρεπε να κατεδαφίσει.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αναγνώρισε το σύνολο της ζημίας που υπέστησαν οι προσφεύγοντες, όμως τους επιδίκασε αποζημίωση μειωμένη κατά 25%.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, σε διαφορές μεταξύ ιδιωτών, οι υποχρεώσεις του Δημοσίου συνίστανται στην παροχή στους διαδίκους ένδικο μέσο που προσφέρει τις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, προκειμένου να αποζημιωθούν.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι σύμφωνα με την εγχώρια νομοθεσία του καθ’ ού κράτους, ο καθορισμός της αποζημίωσης καθορίζεται ανάλογα με το ποσοστό υπαιτιότητας και την οικονομική εν γένει κατάσταση του εναγομένου, προκειμένου αυτός να μην περιέλθει σε κατάσταση φτώχειας. Όμως εν προκειμένω η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν αιτιολόγησε επαρκώς τα κριτήρια που το οδήγησαν στην μείωση της αποζημίωσης. Κατά συνέπεια οι προσφεύγοντες πρακτικά στερήθηκαν τις διαδικαστικές εγγυήσεις, ως εκ του τούτου το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία (άρθρο 1 ΠΠΠ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 του ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφυγή υποβλήθηκε από πέντε Τούρκους υπηκόους οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν κυρίως για τη μείωση της αποζημίωσης που τους επιδικάστηκε και καταβλήθηκε για τη ζημία που προκλήθηκε στο κτίριο από ιδιωτική εταιρεία, η οποία ανέλαβε μετά από εντολή των διοικητικών αρχών να κατεδαφίσει κτίρια που είχαν υποστεί ζημιές από το σεισμό της 17ης Αυγούστου 1999 στην Τουρκία και χαρακτηρίστηκαν ως ακατάλληλα.
Μετά τον σεισμό, οι διοικητικές αρχές αποφάσισαν να συνάψουν συμβάσεις με ιδιωτικές εταιρείες για τη κατεδάφιση των κτιρίων που είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές. Αν και το κτίριο των προσφευγόντων (πενταώροφο κτίριο στη Γιάλοβα/Yalova το οποίο αποτελούνταν από διαμερίσματα και εμπορικούς χώρους) δεν περιλαμβανόταν στη λίστα των κτιρίων που επρόκειτο να κατεδαφιστούν, μια από τις ανάδοχες εταιρείες ξεκίνησε τις εργασίες κατεδάφισης σε αυτό. Οι προσφεύγοντες, μετά την ειδοποίησή τους από γείτονες, κατάφεραν να σταματήσουν την κατεδάφιση, αλλά η δομική ζημία στο κτίριο κατάστησε αυτό μόνιμα ακατάλληλο για χρήση.
Τον Οκτώβριο του 1999 οι προσφεύγοντες κατέθεσαν αγωγή αποζημίωσης και τους καταβλήθηκε αποζημίωση. Ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια παρότι αναγνώρισαν την ύπαρξη της ζημίας και το μέγεθος της και το ποσό με το οποίο μπορούσε να αποκατασταθεί πλήρως, επιδίκασαν μείωση 25% στο ποσό της πλήρους αποζημίωσης.
Στηριζόμενοι στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης (δικαίωμα σεβασμού της περιουσίας), οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν για τη μείωση της αποζημίωσης και την μη καταβολή επιτοκίου στο επιδικασθέν ποσό.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι προσφεύγοντες υπέστησαν σημαντική ζημία ως αποτέλεσμα της καταστροφής που προκλήθηκε στο κτήριο τους από λάθος ιδιωτικής εταιρείας.
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, σε διαφορές μεταξύ ιδιωτών, οι υποχρεώσεις του Δημοσίου συνίστανται στην παροχή στους διαδίκους ενδίκου μέσου μέσο που προσφέρει τις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, επιτρέποντας σε αυτούς που υπέστησαν παραβίαση του δικαιώματος περιουσίας ή ιδιοκτησίας να επωφεληθούν από τη δυνατότητα αποκατάστασης της ζημίας τους.
Είναι αλήθεια ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η ιδιωτική εταιρεία η οποία προκάλεσε τη ζημία ενήργησε στο πλαίσιο εκτέλεσης δημοσίου έργου δεδομένου ότι είχε λάβει εντολή από τις αρχές να κατεδαφίσει κτίρια που ήταν επικίνδυνα για το κοινό, τη φυσική ακεραιότητα και ζωή των πολιτών. Αυτή η ιδιαιτερότητα θα καθιστούσε καταρχήν απαραίτητο να καθοριστεί εάν και σε ποιο βαθμό οι ζημιογόνες πράξεις της εν λόγω εταιρείας καταλογίστηκαν στις αρχές και εάν, ως εκ τούτου, η καταγγελία έπρεπε να εξεταστεί υπό το φως των αρνητικών υποχρεώσεων του κράτους.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι έπρεπε να εξετάσει καταγγελία βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (σχετικά με τα τρία ξεχωριστά πρότυπα αυτής της διάταξης, βλ. Broniowski κατά Πολωνίας [GC], αριθ. 31443/96, § 134, ΕΣΔΑ 2004 -V).
Παρατήρησε εν προκειμένω ότι η συνολική ζημία που αναγνώρισε το Ανώτατο Δικαστήριο βάσει των συμπερασμάτων των εμπειρογνωμόνων ανήλθε σε περισσότερα από 182.000 TRY. Δεν υπήρχε διαφωνία μεταξύ των μερών σχετικά με αυτήν την εκτίμηση της ζημίας.
Ωστόσο, το ποσό που επιδικάστηκε στους προσφεύγοντες ως αποζημίωση ήταν χαμηλότερο από το ποσό αυτό, δεδομένου ότι το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε να εφαρμόσει μείωση 25% της πραγματικής και πλήρους αποζημίωσης βάσει των άρθρων 43 και 44 του Κώδικα Αποζημιώσεων που ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών.
Συναφώς, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το άρθρο 43 του Κώδικα Αποζημιώσεων ορίζει ότι η σοβαρότητα της υπαιτιότητας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό της αποζημίωσης.
Επιπλέον, το άρθρο 44 του παραπάνω Κώδικα επιτρέπει τη μείωση της αποζημίωσης σε δύο περιπτώσεις. Η πρώτη είναι όταν ο ζημιωθείς συναινέσει ή συνέβαλε στη ζημιά. Η δεύτερη απαιτεί την εκπλήρωση πολλών προϋποθέσεων: πρώτον, η ζημιά δεν πρέπει να έχει προκληθεί σκόπιμα και να μην οφείλεται σε βαριά αμέλεια, δεύτερον, η αποζημίωση να μην εκθέτει τον υπαίτιο της σε φτώχεια και, τρίτον, το ποσό της αποζημίωσης, σύμφωνα με τις γενικές δικονομικές αρχές, να μπορεί να υπόκειται σε μείωση.
Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η εφαρμογή μείωσης της αποζημίωσης για έναν από αυτούς τους λόγους δεν μπορεί από μόνη της να διαταράξει την απαιτούμενη δίκαιη ισορροπία και, κατά συνέπεια, να παραβιάσει τη Σύμβαση.
Εντούτοις, παρατήρησε ότι, εν προκειμένω, η μάλλον συνιοπτική αιτιολογία που χρησιμοποίησε το δικαστήριο δεν καθιστά δυνατό τον καθορισμό με επαρκή ακρίβεια των ακριβών λόγων της εφαρμοσθείσας μείωσης. Πράγματι, το δικαστήριο ανέφερε ότι έλαβε υπόψη «την κατάσταση των διαδίκων, το βαθμό σοβαρότητας της υπαιτιότητας και το γεγονός ότι η ζημία προήλθε από σφάλμα και λόγω απρόβλεπτου συμβάντος», χωρίς να παρέχει άλλη αιτιολογία γιατί θεώρησε ότι αυτά τα στοιχεία απαιτούσαν την εφαρμογή της μείωσης της αποζημίωσης.
Στο σημείο αυτό, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι έχει ήδη κρίνει, σε περίπτωση που τα δικαστήρια κλήθηκαν να χορηγήσουν αποζημίωση που αντιστοιχεί στην απόσβεση της αξίας της γης, ότι η απλή παράθεση των κριτηρίων που πρέπει να ληφθούν υπόψη δεν θεωρείται επαρκές κίνητρο, δεδομένου ότι ο δικαστής δεν είχε αιτιολογήσει γιατί και πώς η συνεκτίμηση των εν λόγω κριτηρίων έπρεπε να οδηγήσει στον περιορισμό της απόσβεσης στο 25% (Kutlu κ.α. κατά Τουρκίας της 13.12.2016, αρ. προσφ. 51861/11 §§ 62 έως 76).
Εν προκειμένω, σημείωσε ότι στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου κανένα από τα στοιχεία του φακέλου δεν προέκυπτε ούτε επέτρεπε στο Δικαστήριο να συμπεράνει ότι οι προσφεύγοντες συμφώνησαν με τη πρόκληση της ζημίας ή συνέβαλαν στην πραγματοποίησή της ή στην επιδείνωσή της. Ούτε υπήρχε ένδειξη ότι η πλήρης αποζημίωση για τη ζημία θα είχε επιβαρύνει υπερβολικά την εναγόμενη εταιρεία. Ούτε η απόφαση ούτε ο φάκελος περιείχαν πληροφορίες σχετικά με την οικονομική κατάσταση των προσφευγόντων. Ομοίως, δεν υπήρχε ανάλυση στην απόφαση για το κατά πόσον η ζημία προκλήθηκε από πρόθεση ή από βαριά αμέλεια κατά την έννοια του άρθρου 44 του Κώδικα Αποζημιώσεων.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι προσφεύγοντες έθεσαν αυτά τα σημεία ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, αλλά ότι το τελευταίο δεν έκρινε σκόπιμο να δώσει απάντηση.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η έλλειψη πλήρους αποζημίωσης ως αποτέλεσμα της διακριτικής ευχέρειας μείωσης του ποσού της αποζημίωσης δεν βασίστηκε σε επαρκή αιτιολόγηση ώστε το Δικαστήριο να αποφανθεί ότι διατηρήθηκε η απαιτούμενη δίκαιη ισορροπία.
Επομένως, εν προκειμένω, το νομικό πλαίσιο που καθόρισε το κράτος δεν παρείχε στους προσφεύγοντες μηχανισμό/ένδικο μέσο που να τους επέτρεπε να ασκήσουν τα δικαιώματά τους όπως κατοχυρώνονται από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, οι προσφεύγοντες στήριξαν το αίτημά τους σε απόφαση του Πολιτικού Τμήματος του Ακυρωτικού Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία τα εξωσυμβατικά χρέη ενός εμπόρου είχαν εμπορικό χαρακτήρα και θα πρέπει να συνοδεύεται από τόκους υπερημερίας κατά το προβλεπόμενο επιτόκιο ακόμη και όταν ο ζημιωθείς δεν ήταν ο ίδιος έμπορος.
Σημείωσε ωστόσο, ότι η σχετική νομολογία δεν φαίνεται να είε τεκμηριωθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο όπως ισχυρίστηκαν οι προσφεύγοντες και ότι ήταν μάλλον αμφιταλαντευόμενη, καθώς υπήρχαν επίσης αποφάσεις στις οποίες το Ακυρωτικό Δικαστήριο είχε απαιτήσει ότι και τα δύο μέρη να έχουν εμπορικές δραστηριότητες προκειμένου να αναγνωρίσουν μία οφειλή ως εμπορικού χαρακτήρα και να αντιστοιχίσουν την αποζημίωση που απονέμεται ως αποζημίωση για αυτήν την πράξη με τους τόκους που υπολογίζονται με το συμβατικό επιτόκιο.
Λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης αυτής, από την οποία προέκυπτε ότι η νομική βάση – εν προκειμένω η νομολογία – στην οποία οι προσφεύγοντες στήριξαν τους ισχυρισμούς τους δεν ήταν επαρκώς βέβαιη και αποδεδειγμένη, το Δικαστήριο θεώρησε ότι εσφαλμένως οι διάδικοι είχαν «νόμιμη προσδοκία» για την απόκτηση τόκων που υπολογίστηκαν σύμφωνα με το συμβατικό επιτόκιο της εμπορικής διαφοράς.
Επομένως, έκρινε την καταγγελία ασυμβίβαστη, κατ΄ ουσίαν, με τις διατάξεις της Σύμβασης κατά την έννοια του Άρθρου 35 § 3 (α) και την απέρριψε σύμφωνα με το Άρθρο 35 § 4.
Δίκαιη Ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 3.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).