Γεν. εισαγγελέας ΔΕΕ: «Υπό προϋποθέσεις, μπορεί να θεμελιωθεί τέτοια ευθύνη – Οι δύο εταιρίες θα πρέπει να έχουν λειτουργήσει στην αγορά ως μία επιχείρηση και η θυγατρική να έχει συνεισφέρει στην επέλευση του σκοπού και των επιπτώσεων της συμπεριφοράς»
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τις δημοσιευθείσες στις 15-04-2021 προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Giovanni Pitruzzella πρότεινε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) να αποφανθεί ότι εθνικός δικαστής μπορεί να υποχρεώσει θυγατρική εταιρία να αποκαταστήσει τη ζημία που προκλήθηκε από την αντιανταγωνιστική συμπεριφορά της μητρικής εταιρίας, μοναδικής αποδέκτη του προστίμου που επιβλήθηκε από την Επιτροπή.
Για τον σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τον γεν. εισαγγελέα Pitruzzella, οι δυο εταιρίες πρέπει να έχουν λειτουργήσει στην αγορά ως μία επιχείρηση και η θυγατρική να έχει συνεισφέρει στην επέλευση του σκοπού και των επιπτώσεων της προαναφερθείσας συμπεριφοράς.
Ιστορικό της υπόθεσης
Mε απόφαση της 19ης Ιουλίου 2016, η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμα σε διάφορους κατασκευαστές φορτηγών, μεταξύ των οποίων η Daimler AG, για αθέμιτες συμπράξεις για τον καθορισμό των τιμών των φορτηγών.
Μετά την απόφαση αυτή, η ισπανική εταιρία Sumal SL ζήτησε από τα ισπανικά δικαστήρια να υποχρεωθεί η Mercedes Benz Trucks España SL (MBTE), θυγατρική της Daimler, να της καταβάλει το ποσό των 22.000 ευρώ περίπου ως αποζημίωση. Eιδικότερα, σύμφωνα με τη Sumal, πρόκειται για το πρόσθετο κόστος που κατέβαλε στην MBTE για την αγορά ορισμένου αριθμού φορτηγών που κατασκεύασε ο όμιλος Daimler, σε σύγκριση με τη χαμηλότερη τιμή αγοράς που θα πλήρωνε απουσία των εν λόγω αθέμιτων συμπράξεων.
Στο πλαίσιο αυτό, το Audiencia Provincial de Barcelona (Iσπανία) ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η διαφορά στο στάδιο της έφεσης, ερωτά το ΔΕΕ, κατ’ουσίαν, εάν μια θυγατρική εταιρία (ΜΒΤΕ) μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης που διέπραξε η μητρική της (Daimler) και ποιες είναι οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την θεμελίωση τέτοιας ευθύνης.
Προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ
Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Giovanni Pitruzzella επεσήμανε, καταρχάς, ότι το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει αν η αστική ευθύνη για τη ζημία που οφείλεται σε αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτική μπορεί να προβληθεί, από την οντότητα που ισχυρίζεται ότι υπέστη τη ζημία, έναντι της θυγατρικής της εταιρίας η οποία μετέσχε στην εν λόγω πρακτική και στην οποία η Επιτροπή επέβαλε κυρώσεις για τον λόγο αυτό, με απόφαση η οποία δεν αφορά τη θυγατρική, στην περίπτωση που οι εταιρίες αυτές συνιστούν «οικονομική ενότητα.
Επιπλέον, ο γεν. εισαγγελέας υπογράμμισε ότι η θεωρία της οικονομικής ενότητας έχει παγιωθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου, στην οποία χρησιμοποιήθηκε προς επιβολή κυρώσεων στη μητρική εταιρία για την αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά των θυγατρικών της, μέσω μιας «από τη βάση προς την κορυφή» διαδικασίας μετάβασης από τις δεύτερες στην πρώτη. Αντιθέτως, στην παρούσα υπόθεση, κατά τον γεν. εισαγγελέα, πρέπει να προσδιοριστεί αν η ίδια έννοια της «οικονομικής ενότητας» μπορεί να δικαιολογήσει διαδικασία καταλογισμού της ευθύνης «από την κορυφή προς τη βάση», στο πέρας της οποίας η θυγατρική ευθύνεται για τη ζημία που οφείλεται στην αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά της μητρικής εταιρίας.
Ο γεν. εισαγγελέας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, μια εταιρία μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για τη ζημία που οφείλεται σε παράβαση του άρθρου αυτού, για την οποία η Επιτροπή επέβαλε κύρωση μόνο στη μητρική της εταιρία, όταν αποδεικνύεται, αφενός, ότι, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών, οργανωτικών και νομικών δεσμών που υφίστανται μεταξύ των εν λόγω εταιριών, αυτές συνιστούσαν κατά τον χρόνο διάπραξης της παράβασης οικονομική ενότητα και, αφετέρου, ότι η συμπεριφορά της θυγατρικής εταιρίας στην αγορά την οποία αφορά η αθέμιτη συμπεριφορά της μητρικής συνέβαλε ουσιαστικά στην επίτευξη του επιδιωκόμενου με τη συμπεριφορά αυτή σκοπού και στην υλοποίηση των αποτελεσμάτων της παράβασης.
Γίνεται υπόμνηση ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.
Υπενθυμίζεται ακόμα ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο των προτάσεων είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο CURIA