Παραβίαση διατάξεων για τη λήψη προσωπικών δεδομένων μέσω της χρήσης συστήματος βιντεοεπιτήρησης από εταιρεία διέκρινε η αρμόδια Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και με απόφασή της επέβαλε πρόστιμο 2.000 ευρώ.
Η εταιρεία ισχυρίστηκε πως «το σύστημα τοποθετήθηκε για λόγους ασφαλείας καθώς στην περιοχή (Αχαρνές Αττικής) είναι μεγάλη η εγκληματικότητα. Η κάμερα τοποθετήθηκε επάνω σε μια ντουλάπα προκειμένου να ελέγχει την είσοδο των γραφείων και όχι για σκοπό επιτήρησης του προσωπικού, ενώ ποτέ δε χρησιμοποιήθηκε για τον τελευταίο σκοπό. Το σήμα μεταδιδόταν στο κινητό τηλέφωνο του νόμιμου εκπρόσωπου της εταιρείας για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων. Λόγω δυσλειτουργίας, η κάμερα έχει αφαιρεθεί και πλέον δε λειτουργεί».
Παράλληλα, στην απόφαση αναφέρεται πως η εταιρεία υποστήριξε ότι «η κάμερα έχει τοποθετηθεί έτσι ώστε να έχει γενική άποψη του χώρου εστιάζοντας στη είσοδο των γραφείων της ώστε να έχει γνώση ποιος εισέρχεται στις εγκαταστάσεις της. Αναφέρει ότι η κάμερα έχει τοποθετηθεί για λόγους ασφαλείας και όχι για επιτήρηση εργαζομένων, καθώς στο γραφείο γίνονται λογιστικές εργασίες, καταβολές χρημάτων και χρεογράφων, ενώ η περιοχή είναι επιβαρυμένη από αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας. Ο ιδιοκτήτης της εταιρείας βρίσκεται σε γραφείο από το οποίο δεν έχει οπτική επαφή με την είσοδο του γραφείου. Αναφέρει επίσης ότι, στο παρελθόν, συνεργάτης του γραφείου είχε πέσει θύμα κλοπής, χωρίς όμως να προσκομίζει στοιχεία προς τούτο».
Η εταιρεία θεωρεί επίσης ότι η καταγγελία, που εξετάστηκε από την ανεξάρτητη Αρχή «είναι ψευδής κι έγινε προς εκδίκηση από τον καταγγέλλοντα μετά από την αποχώρηση του και τη λύση της σύμβασης εργασίας».
Λαμβάνονταν εικόνες από όλο το χώρο
Ωστόσο, στην απόφασή της η Αρχή επισημαίνει πως «στη συγκεκριμένη περίπτωση, η χρήση της κάμερας από την καταγγελλόμενη εταιρεία δεν μπορεί να τεκμηριωθεί ότι τηρεί την αρχή της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, από τα έγγραφα του φακέλου της υπόθεσης και ιδίως τις φωτογραφίες στις οποίες απεικονίζεται η εμβέλεια της κάμερας διαπιστώνεται ότι λαμβάνεται εικόνα όλου του χώρου, χωρίς η λήψη να περιορίζεται στο χώρο εισόδου».
Και προσθέτει: «Συνεπώς, προκύπτει παράβαση της αρχής της ελαχιστοποίησης των δεδομένων, καθώς λαμβάνεται εικόνα από χώρους εργαζομένων, οι οποίοι είναι χώροι γραφείων, στους οποίους κατά κανόνα δεν πραγματοποιούνται χρηματικές συναλλαγές, αλλά λογιστικές εργασίες».
Περαιτέρω, υπογραμμίζεται «αποδείχθηκε ότι υπήρχε δυνατότητα επιτήρησης σε πραγματικό χρόνο της κάμερας από το διευθυντή της εταιρείας μέσω κινητού, ακόμα και όταν αυτός απουσίαζε από τις εγκαταστάσεις της. Η επιτήρηση αυτή δεν αποτελεί πρόσφορο μέσο για την προστασία προσώπων και αγαθών, καθώς είναι πρακτικά αδύνατο να παρέμβει ο ιδιοκτήτης είτε προληπτικά, είτε κατασταλτικά ενώ αυξάνει τον κίνδυνο για χρήση του υλικού για άλλο σκοπό, όπως για επιτήρηση των εργαζομένων».
Η επεξεργασία αυτή, όπως τονίζεται «με τη δυνατότητα επόπτευσης του χώρου από τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης, ανά πάσα στιγμή, και μάλιστα χωρίς την ύπαρξη περιστατικού που να υποδεικνύει αυξημένο κίνδυνο (π.χ. συναγερμός), προσβάλει υπέρμετρα τα δικαιώματα των επιτηρούμενων προσώπων, στους οποίους περιλαμβάνονται και «ευάλωτα» πρόσωπα όπως οι εργαζόμενοι».
Στην απόφασή της, η Αρχή αναφέρει πως «λαμβάνει υπόψη επιβαρυντικά, ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν κατέθεσε στοιχεία τεκμηρίωσης της νομιμότητας της επεξεργασίας, ενώ τέτοια στοιχεία ζητήθηκαν. Ως ελαφρυντικά συνυπολογίζει ότι πρόκειται για πολύ μικρή επιχείρηση (όπως προκύπτει εκ του αριθμού των εργαζομένων), ότι σύμφωνα με τη δήλωση της εταιρείας η κάμερα πλέον δε λειτουργεί, ότι αποδείχθηκε ότι υφίσταται άλλου είδους διαφορά η οποία δεν αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ότι είναι η πρώτη παράβαση για τη συγκεκριμένη εταιρεία και τέλος, τη δυσμενή οικονομική περίσταση λόγω της πανδημίας Covid-19».
Για τους λόγους αυτούς περιόρισε το πρόστιμο στο ύψος των 2.000 ευρώ, χαρακτηρίζοντάς το αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό διοικητικό χρηματικό πρόστιμο που αρμόζει στην συγκεκριμένη περίπτωση.