Του Λεωνίδα Στεργίου
Σε περισσότερα από 3,6 δισ. ευρώ κόστισε σε κεφάλαια και κερδοφορία στις τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες η πανδημία το 2020. Σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση του SSM (Supervisory Banking Statistics -2020), η οποία για πρώτη φορά περιλαμβάνει μετρήσεις για τις επιπτώσεις της πανδημίας για όλες τις ευρωπαϊκές συστημικές τράπεζες, πανευρωπαϊκά παρατηρήθηκε μείωση της κερδοφορίας, αυξημένες προβλέψεις για κινδύνους, περιορισμός της καθαρής χρηματοδότησης και των κόκκινων δανείων με παράλληλη ενίσχυση της ρευστότητας και τον καταθέσεων.
Οι διαπιστώσεις αυτές ισχύουν και για τις ελληνικές τράπεζες, αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές. Από την ανάλυση των στοιχείων προκύπτει ότι αυτό οφείλεται αφενός στον υψηλό όγκο των κόκκινων δανείων και στη χαμηλότερη ποιότητα των κεφαλαίων. Έτσι, παρά τη σημαντική βελτίωση της κερδοφορίας και τη μείωση των κόκκινων δανείων, το συνολικό αποτέλεσμα ήταν αρνητικό και η κεφαλαιακή επάρκεια υποχώρησε. Αυτό οφείλεται κυρίως στις υψηλές προβλέψεις για κάλυψη των κινδύνων και στις τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων.
Ειδικότερα, τα βασικότερα συμπεράσματα του SSM για τις ελληνικές τράπεζες είναι τα εξής:
1. Τα οργανικά έσοδα αυξήθηκαν σε 9,4 δισ. ευρώ το 2020 από 8 δισ. ευρώ το 2019. Την ίδια στιγμή, οι προβλέψεις για κινδύνους και άλλες ζημίες (πχ διαγραφές, κόστος από τιτλοποιήσεις, κλπ) αυξήθηκαν από 2,5 δισ. το 2019, στα 6,1 δισ. ευρώ το 2020. Ο παραπάνω συνδυασμός οδήγησε τα κέρδη του 2019 που ήταν στα 510 εκατ. ευρώ να μετατραπούν σε ζημίες 1,6 δισ. ευρώ το 2020.
2. Η αρνητική κερδοφορία επηρέασε αντίστοιχα τους δείκτες αποδοτικότητας, όπως απόδοση ιδίων κεφαλαίων και απόδοση ενεργητικού, σε -6,81% και 0,62%, αντίστοιχα, έναντι 0,98% και 0,11% το 2019.
3. Η αποτελεσματικότητα σε ό,τι αφορά το κόστος σε σχέση με τα έσοδα βελτιώθηκε. Ο δείκτης κόστος προς έσοδα μειώθηκε σε 42,07% από 48,86% το 2019. Από τους παραπάνω δείκτες (κερδοφορία, έσοδα, προβλέψεις, κόστος) υπολογίζεται ότι το αποτύπωμα από την πανδημία κόστισε πάνω από 3,6 δισ. ευρώ.
4. Παρ’ όλα αυτά, οι δείκτες για τα κεφάλαια των τραπεζών επιδεινώθηκαν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν παραμένουν αρκετά υψηλότερα από τα επιτρεπτά όρια. Είναι όμως σε χαμηλότερα επίπεδα από τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα. Ο δείκτης συνολικών κεφαλαίων μειώθηκε στο 16,76% (από 17,41% το 2019 και έναντι 19,51% στην Ε.Ε.), ενώ ο δείκτης κεφαλαίων πρώτης διαβάθμισης (Tier 1) και των κεφαλαίων CET 1 μειώθηκαν (και οι δύο) στο 15,12% (από 16,36% το 2019 και έναντι 16,95% και 15,62%, αντίστοιχα, στην Ε.Ε.). Σύμφωνα με την ετήσια Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας περιορίστηκε λόγω του κόστους στα κεφάλαια από τις τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων, ανεβάζοντας έτσι το ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογίας (μη καταβλητέο κεφάλαιο) στα κεφάλαια των τραπεζών. Δηλαδή, παρατηρήθηκε μείωση των κεφαλαίων και επιδείνωση της ποιότητας.
5. Τα συνολικά εκτεθειμένα κεφάλαια σε κίνδυνο μειώθηκαν, κάτι στο οποίο λειτούργησε θετικά ο Ηρακλής, αλλά και η απουσία ζήτησης για χορηγήσεις. Έτσι, τα συνολικά εκτεθειμένα κεφάλαια σε κίνδυνο από 171,9 δισ. ευρώ το 2019 μειώθηκαν σε 165,38 δισ. το 2020.
6. Τα κόκκινα δάνεια μειώθηκαν σημαντικά, από τα 70,46 δισ. ευρώ το 2019 στα 53,6%, με τον δείκτη καθυστερήσεων να περιορίζεται σημαντικά από 35,15% σε 25,54% στα τέλη του 2020. Αυτό, σύμφωνα με την ΤτΕ ήταν αποτέλεσμα του προγράμματος Ηρακλή που βοήθησε στην αποαναγνώριση κόκκινων δανείων και σε διαγραφές περίπου 3 δισ., παρά σε ανακτήσεις.
7. Παρά τη σημαντική μείωση των κόκκινων δανείων, η Ελλάδα παραμένει πρωταθλήτρια με δείκτη καθυστερήσεων δεκαπλάσιο του ευρωπαϊκού. Οι τράπεζες στην Ε.Ε. μείωσαν τον δείκτη κόκκινων δανείων από 3,22% το 2019 σε 2,63% το 2020, ενώ η Ελλάδα παρέμεινε στο 25,54%.
8. Οι προβλέψεις για τα κόκκινα δάνεια, μολονότι αυξήθηκαν σημαντικά (και αυτό μείωσε την κερδοφορία), ωστόσο παραμένουν συγκριτικά με την υπόλοιπη Ε.Ε. σε χαμηλότερα επίπεδα. Για παράδειγμα, ο δείκτης προβλέψεων έναντι κινδύνων στις τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες αυξήθηκαν στο 46,66%, όταν στην Ε.Ε. είναι μεν 43,27%, αλλά με κόκκινα δάνεια δέκα φορές μικρότερα. Αν μάλιστα, η Ελλάδα συγκριθεί με άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα το Βέλγιο (με κόκκινα δάνεια 1,75%), την Κύπρο (με κόκκινα δάνεια 10,21%), την Αυστρία (2,10%) και Πορτογαλία (5,46%), θα βρούμε καλύψεις έναντι κινδύνων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια από 45% μέχρι 55%.
9. Παρά τις χρηματοδοτήσεις, ρυθμίσεις, αναχρηματοδοτήσεις, κλπ, η καθαρή πιστωτική επέκταση ήταν αρνητική του 2020 κατά περίπου 4,2 δισ. ευρώ. Την ίδια στιγμή, οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 18 δισ. (στα 173 δισ. από 155 δισ.). Έτσι, ο λόγος δανείων προς καταθέσεων έπεσε στο 77,9% από 89,5% το 2019. Πτώση στα δάνεια και άνοδο στις καταθέσεις παρατηρούμε σε όλη την Ε.Ε., αλλά σε σχέση με το μέγεθος της ελληνικής αγοράς, οι μεταβολές στην υπόλοιπη Ευρώπη ήταν μικρότερες. Αυτό πρακτικά οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι καταθέσεις χρηματοδοτούν περίπου τα μισά δάνεια στην Ελλάδα όταν ο αντίστοιχος δείκτης στην Ε.Ε. είναι 24,18%.
10. Σημαντική ήταν η αύξηση της ρευστότητας και των εσωτερικών κεφαλαίων των ελληνικών κατά περίπου 15 δισ. ευρώ, στα 45,16 δισ. ευρώ. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στα μέτρα στήριξης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ.
11. Οι αναστολές δανείων και άλλα μέτρα στήριξης που σχετίζονται με τον Covid έληξαν το 2020 για συνολικές χρηματοδοτήσεις 23,45 δισ. Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος του έτους, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ήταν 53,6 δισ., εκ των οποίων τα 42,02 δισ. περιλαμβάνονται στα κεφάλαια Stage 2, δηλαδή του σχετικά υψηλού κινδύνου. Στο νέο έτος εισήλθαν από τα μορατόρια δάνεια 8,74 δισ. ευρώ και δεν έχουν λήξει ακόμα 4,11 δισ. Ο δείκτης κάλυψης των κινδύνων από τα δάνεια σε μορατόρια στην Ελλάδα είναι 25,55%, δηλαδή μικρότερος από το μέσο όρο στην Ε.Ε. (31,54%).
12. Στην έκθεση δεν δημοσιεύονται αναλυτικά τα στοιχεία για δάνεια με κρατική επιδότηση, αλλά από τους δείκτες των προβλέψεων παρατηρούμε ότι αφορά μικρά ποσά σε σχέση με το σύνολο των δανείων ή των μορατορίων ή των καθυστερήσεων.
https://www.capital.gr/oikonomia/3538564/poso-kostise-i-pandimia-stis-ellinikes-trapezes