Τη δυνατότητα να διαγράφουν απαιτήσεις από συναλλασσόμενους που δεν υπερβαίνουν το ποσό των 300 ευρώ και, ως εκ τούτου, να εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα έχουν οι επιχειρήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 4646/2019. Όπως προκύπτει από την εγκύκλιο της ΑΑΔΕ, οι απαιτήσεις το συνολικό ύψος των οποίων, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, δεν υπερβαίνει τα 300 ευρώ ανά αντισυμβαλλόμενο μπορούν να διαγραφούν στο φορολογικό έτος εντός του οποίου συμπληρώνονται δώδεκα μήνες από τον χρόνο κατά τον οποίο κατέστησαν ληξιπρόθεσμες, χωρίς να έχουν αναληφθεί οι κατάλληλες ενέργειες για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξης της εν λόγω απαίτησης, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η εφορία. Συγκεκριμένα, θα πρέπει προηγουμένως να έχουν εγγραφεί τα ποσά που αντιστοιχούν στις οφειλές ως έσοδα, να έχουν προηγουμένως διαγραφεί από τα βιβλία του φορολογούμενου και οι οφειλέτες να έχουν λάβει αποδεδειγμένα γνώση της διαγραφής της οφειλής τους, όπου αυτό είναι δυνατόν. Το συνολικό ύψος των απαιτήσεων που διαγράφονται δεν μπορεί να υπερβαίνει, ανά φορολογικό έτος, ποσοστό 5% επί του συνόλου των απαιτήσεων στο τέλος της χρήσης.
Το βάρος της απόδειξης για την ενημέρωση του οφειλέτη περί της διαγραφής το φέρει ο φορολογούμενος, ο οποίος οφείλει να διατηρεί τα σχετικά στοιχεία. Για την απόδειξη του γεγονότος ότι ο οφειλέτης ενημερώθηκε, ο φορολογούμενος μπορεί να επικαλεστεί κάθε πρόσφορο μέσο, όπως ενδεικτικά:
– Το αποδεικτικό αποστολής συστημένης επιστολής στην τελευταία διαθέσιμη διεύθυνση του οφειλέτη.
– Το αποδεικτικό επίδοσης εξώδικης επιστολής.
– Το αποδεικτικό επιτυχημένης αποστολής και ανάγνωσης μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κ.λπ.
Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος επιχείρησε να γνωστοποιήσει στον οφειλέτη τη διαγραφή, όμως δεν είναι δυνατή η απόδειξη ότι ο οφειλέτης πράγματι έλαβε γνώση της διαγραφής, όπως, π.χ., όταν η επιχείρηση δεν έχει στη διάθεσή της επικαιροποιημένα στοιχεία του υπόψη πελάτη, το ποσό της διαγραφείσας απαίτησης αναγνωρίζεται για φορολογικούς σκοπούς.
Το ποσό των 300 ευρώ, το οποίο δύναται να διαγραφεί οριστικά με βάση τις παραπάνω διατάξεις, αφορά το σύνολο της απαίτησης συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, για την οποία η επιχείρηση δύναται να σχηματίσει πρόβλεψη επισφαλών απαιτήσεων.
Επίσης, το ποσό των 300 ευρώ εξετάζεται ανά αντισυμβαλλόμενο και όχι ανά απαίτηση, δηλαδή πρέπει το σύνολο των απαιτήσεων από τον ίδιο οφειλέτη να μην υπερβαίνει το ποσό των 300 ευρώ, ανεξάρτητα από το πλήθος των συναλλαγών. Για παράδειγμα, σε περίπτωση που υφίσταται καταδικαστική απόφαση κατά οφειλέτη ποσού 3.000 ευρώ και στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτέλεσης εισπράχθηκε το ποσό των 2.800 ευρώ, δύναται να διαγραφεί το ανείσπρακτο υπόλοιπο ποσού 200 ευρώ.
Το μέρος της διαγραφείσας απαίτησης που αφορά το ποσό του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, με την προϋπόθεση να υπάρχει υποχρέωση απόδοσής του στο Δημόσιο και να έχει ήδη συμπεριληφθεί στη δήλωση ΦΠΑ (αρχική ή τροποποιητική) της οικείας περιόδου.
Για την καλύτερη κατανόηση, παρατίθεται το ακόλουθο παράδειγμα:
Ανώνυμη εταιρεία εμφανίζει σύνολο απαιτήσεων στο τέλος του φορολογικού έτους 100.000 ευρώ. Το σύνολο των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων αξίας με ΦΠΑ μέχρι 300 ευρώ ανά αντισυμβαλλόμενο ανέρχεται σε 10.000 ευρώ. Από το ποσό των απαιτήσεων ύψους 10.000 ευρώ η εν λόγω εταιρεία δύναται να διαγράψει συνολικό ποσό απαιτήσεων ύψους 5.000 ευρώ (100.000 ευρώ x 5% = 5.000 ευρώ), καθ’ όσον το συνολικό ποσό των απαιτήσεων μικρής αξίας που διαγράφονται δεν μπορεί να υπερβαίνει ανά φορολογικό έτος ποσοστό 5% του συνόλου των απαιτήσεων στο τέλος του έτους, συμπεριλαμβανομένων των προς διαγραφή απαιτήσεων.
Δεδομένου ότι οι υπόψη διατάξεις εφαρμόζονται και στις επιχειρήσεις που τηρούν απλογραφικά βιβλία, είτε πρόκειται για φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα είτε για νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες, θα πρέπει, για την εφαρμογή της υπόψη διάταξης, οι εν λόγω επιχειρήσεις να παρακολουθούν τις απαιτήσεις τους εξωλογιστικά, τηρώντας καταστάσεις ανά πελάτη ή χρεώστη στις οποίες να καταχωρίζουν τις συναλλαγές τους (πωλήσεις, εισπράξεις), έτσι ώστε να είναι ευχερής η διαπίστωση τόσο του υπολοίπου του κάθε πελάτη ή χρεώστη όσο και του συνόλου των απαιτήσεων επί του οποίου θα εφαρμοστεί το πιο πάνω όριο (ποσοστό 5%). Επομένως, εφόσον πληρούνται όλες οι αναφερθείσες παραπάνω προϋποθέσεις σε κάθε περίπτωση απαιτήσεων κατά οφειλετών αξίας μέχρι 300 ευρώ για τις οποίες δεν είχε σχηματιστεί πρόβλεψη επισφαλούς απαίτησης, οι επιχειρήσεις μπορούν να διαγράψουν οριστικά τις απαιτήσεις και να εκπέσουν το σχετικό ποσό από τα ακαθάριστα έσοδα του φορολογικού έτους εντός του οποίου γίνεται η διαγραφή.
https://www.capital.gr/oikonomia/3539687/pos-ginontai-aforologites-oi-aneispraktes-apaitiseis