Αριθμός 160/2020
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄
[…]
6. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι εσφαλμένως το δικάσαν δικαστήριο έκρινε, καθ’ ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 7 του ν. 2972/2001, ότι η εκπρόθεσμη υποβολή της Α.Π.Δ. από τον υπόχρεο εργοδότη συνιστά, ενόψει του δημοσίου συμφέροντος σκοπού στην εξυπηρέτηση του οποίου αποβλέπουν οι ως άνω διατάξεις, τυπική παράβαση, καθώς και ότι η κύρωση με τη μορφή πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών σε ποσοστό 30% επί των αναλογουσών εισφορών επιβάλλεται ευθύς μόλις διαπιστωθεί ότι η Α.Π.Δ. υποβλήθηκε μετά τη λήξη της καθορισμένης σχετικής προθεσμίας και ανεξάρτητα από υπαιτιότητα του εργοδότη, χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι στην προκειμένη περίπτωση εκπληρώθηκε ο σκοπός της νομοθετικής ρυθμίσεως περί υποχρέωσης υποβολής ακριβούς Α.Π.Δ. από τον εργοδότη σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο, εφόσον η αναιρεσείουσα εταιρεία κατέβαλε τις σχετικές ασφαλιστικές εισφορές τις οποίες αφορά η Α.Π.Δ. που υποβλήθηκε εκπροθέσμως, επομένως, ούτε παρεμποδίστηκε ούτε κινδύνευσε να παρεμποδιστεί η λήψη των προβλεπόμενων από τον νόμο παροχών από τους ασφαλισμένους. Προς άρση του απαραδέκτου της ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως όσον αφορά το ως άνω νομικό ζήτημα προβάλλεται ειδικώς ο ισχυρισμός, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύουν, ότι δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Πράγματι, κατά τον κρίσιμο χρόνο ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως, δεν υφίστατο νομολογία του Δικαστηρίου επί του ανωτέρω ζητήματος, επομένως, ο ισχυρισμός αυτός προς άρση του απαραδέκτου της ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως ως προς το ζήτημα που τίθεται με τον ως άνω λόγο αναιρέσεως είναι βάσιμος και, συνεπώς, ο λόγος αυτός αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς και πρέπει, περαιτέρω, να εξεταστεί το βάσιμο αυτού.
7. Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 2972/2001 (Α΄ 291), όπως η παράγραφος 2 αυτού αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 2 του άρθρου 20 του ν. 3144/2003 (Α΄ 111), ορίζεται ότι: «1. Κάθε εργοδότης, που απασχολεί πρόσωπα που υπάγονται στην ασφάλιση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.) ή στην ασφάλιση των φορέων ή των κλάδων και λογαριασμών των οργανισμών κοινωνικής πολιτικής τις εισφορές των οποίων εισπράττει ή συνεισπράττει το Ι.Κ.Α., υποχρεούται να υποβάλλει και να διαφυλάσσει Αναλυτική Περιοδική Δήλωση, η οποία στο εξής θα αποκαλείται Α.Π.Δ. 2. Με Κανονισμό που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 16 του αν.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α΄), ορίζονται ο τύπος, η μορφή, τα στοιχεία και το περιεχόμενο, ο χρόνος και η προθεσμία υποβολής, ορθής υποβολής και επανυποβολής της Α.Π.Δ., τα υπόχρεα πρόσωπα, η διαδικασία τήρησης των υποχρεώσεων του εργοδότη και εργαζόμενου, η διαδικασία τροποποίησης – γνωστοποίησης των μεταβολών, …». Στο άρθρο 3 του ως άνω νόμου ορίζονται τα εξής: «1. Η Α.Π.Δ. περιλαμβάνει στοιχεία αποκλειστικώς της χρονικής περιόδου στην οποία αναφέρεται (μήνας ή τρίμηνο). Δεν καταχωρίζονται σε αυτήν περίοδοι απασχόλησης παρελθόντος χρόνου … ». Στο άρθρο 4 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «1. Αρμόδιο υποκατάστημα ή παράρτημα Ι.Κ.Α. για την απογραφή του εργοδότη και την υποβολή της Α.Π.Δ. είναι το υποκατάστημα ή παράρτημα στην ασφαλιστική περιοχή του οποίου βρίσκεται η έδρα της επιχείρησης … 5. Η Α.Π.Δ. περιλαμβάνει κατ` ελάχιστον τις παρακάτω πληροφορίες: α) στοιχεία και αριθμό μητρώου του εργοδότη ή του έργου, β) έτος και μισθολογική περίοδο στην οποία αναφέρεται, γ) ποσά στον πίνακα των συνόλων και δ) στοιχεία ασφαλιστικής ταυτότητας, απασχόλησης και αμοιβής του ασφαλισμένου. 6. Αν διαπιστωθούν παραλείψεις ή σφάλματα στα στοιχεία της Α.Π.Δ. που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, ενημερώνεται ο εργοδότης και καλείται για την ορθή επανυποβολή της Α.Π.Δ. … 7. Εάν διαπιστώνονται σφάλματα ή παραλείψεις κατά την ηλεκτρονική επεξεργασία της Α.Π.Δ. ενημερώνεται ο εργοδότης για τα λάθη που εμποδίζουν τη διεκπεραίωσή της και καλείται για την ορθή επανυποβολή της εντός τακτής προθεσμίας. Μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας η Α.Π.Δ. θεωρείται ανακριβής σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 7. Η διαδικασία της επεξεργασίας των στοιχείων της Α.Π.Δ. και η προθεσμία για την ορθή επανυποβολή της καθορίζονται με τον Κανονισμό της παρ. 2 του άρθρου 1». Εξάλλου, στο άρθρο 7 του ανωτέρω ν. 2972/2001, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 4 του άρθρου 9 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48), ορίζεται ότι: «1. Στους εργοδότες που: α. Δεν απογράφονται … ή δεν υποβάλλουν Α.Π.Δ., επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών που ανέρχεται σε ποσοστό 45% επί του ποσού των εισφορών που αντιστοιχούν στην Α.Π.Δ. ή στις Α.Π.Δ. που είχαν υποχρέωση να υποβάλουν. β. Υποβάλλουν εκπρόθεσμα την Α.Π.Δ., επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών που ανέρχεται σε ποσοστό 30% επί του ποσού των εισφορών που δηλώνεται σε αυτή, εκτός αν η εκπρόθεσμη υποβολή γίνεται πριν από τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις για την υποβολή της επόμενης κατά περίπτωση Α.Π.Δ., που το ποσοστό της πρόσθετης επιβάρυνσης ανέρχεται σε 10% γ. Υποβάλλουν την Α.Π.Δ. με ανακριβή στοιχεία απασχόλησης – ασφάλισης, επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών που ανέρχεται σε ποσοστό 30% επί του ποσού της διαφοράς μεταξύ των εισφορών που δηλώθηκαν και των εισφορών που υπολογίζονται από την υπηρεσία. Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις επιβολής πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών για περισσότερες της μιας παραβάσεις που αφορούν Α.Π.Δ. ίδιας χρονικής περιόδου, επιβάλλεται ένα ποσοστό επιβάρυνσης και αν αυτά είναι διαφορετικά επιβάλλεται το μεγαλύτερο. 2. Εκπρόθεσμη θεωρείται η Α.Π.Δ. που υποβάλλεται μετά τη λήξη της προθεσμίας που κατά περίπτωση ορίζεται με τον Κανονισμό Διαδικασιών Ασφάλισης για την εφαρμογή της Α.Π.Δ. 3…». Κατ’ εξουσιοδότηση της ως άνω διατάξεως της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 2972/2001 εκδόθηκε ο «Κανονισμός Διαδικασιών Ασφάλισης για την εφαρμογή της Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης» (Φ21/544/2002 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Β΄ 414). Στο άρθρο 15 του ως άνω Κανονισμού ορίζεται ότι: «Κάθε εργοδότης, που απασχολεί πρόσωπο ή πρόσωπα που υπόκεινται στην ασφάλιση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙKA) ή στην ασφάλιση των φορέων ή των κλάδων και λογαριασμών των Οργανισμών κοινωνικής πολιτικής τις εισφορές των οποίων εισπράττει ή συνεισπράττει το ΙΚΑ, υποχρεούται να υποβάλλει και να διαφυλάσσει Αναλυτική Περιοδική Δήλωση, η οποία στο εξής θα αποκαλείται ΑΠΔ. …». Επίσης, στα άρθρα 20 έως 24α του εν λόγω Κανονισμού ορίζονται τα εξής: «Άρθρο 20. Αρμόδιες Μονάδες Παραλαβής. Αρμόδιο υποκατάστημα ή παράρτημα για την παραλαβή της ΑΠΔ είναι το υποκατάστημα ή παράρτημα απογραφής του εργοδότη και του οικοδομικού- τεχνικού έργου, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 του Ν. 2972/2001. Άρθρο 21. Διαδικασία υποβολής ΑΠΔ με μαγνητικό μέσο ή εγγράφως 1. Η ΑΠΔ που υποβάλλεται με μαγνητικό μέσο (δισκέτα ή CD) συνοδεύεται από μία εκτύπωση και έντυπο με τίτλο “Συνοδευτικό Έντυπο Α.Π.Δ.” υποβαλλόμενης σε Ηλεκτρονική Μορφή (δισκέτα ή CD), στο οποίο αναγράφονται οι συγκεντρωτικές εγγραφές που περιέχονται σ` αυτήν. Στη δισκέτα ή στο CD επικολλάται ετικέτα από τον εργοδότη, με τον αριθμό του συγκεκριμένου μέσου από το συνολικό πλήθος που υποβάλλεται, τον αριθμό μητρώου, τον ΑΦΜ του εργοδότη και τη μισθολογική περίοδο στην οποία αναφέρεται η ΑΠΔ … Άρθρο 21α (το οποίο προστέθηκε με την παράγραφο 17 του άρθρου μόνου της Φ11321/30819/1997/2004 υπουργικής απόφασης, Β΄ 496). Διαδικασία υποβολής ΑΠΔ μετά την εφαρμογή του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος. 1. Μετά την εφαρμογή του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος, μαζί με την ΑΠΔ που υποβάλλεται με μαγνητικό μέσο (δισκέτα ή CD) υποβάλλεται και συνοδευτικό έντυπο. Στη δισκέτα ή στο CD επικολλάται ετικέτα από τον εργοδότη, με τον αριθμό του συγκεκριμένου μέσου από το συνολικό πλήθος που υποβάλλεται, τον αριθμό μητρώου, τον ΑΦΜ του εργοδότη και τη μισθολογική περίοδο στην οποία αναφέρεται η ΑΠΔ. Αν πρόκειται για ΑΠΔ Οικοδομοτεχνικού Έργου, στην ετικέτα αναγράφονται ο αριθμός του συγκεκριμένου μέσου από το συνολικό πλήθος που υποβάλλεται, ο Αριθμός Μητρώου Οικοδομοτεχνικού Έργου (ΑΜΟΕ), ο ΑΦΜ και η μισθολογική περίοδος στην οποία αναφέρεται η ΑΠΔ. … Άρθρο 22. Οπτικός έλεγχος της ΑΠΔ που υποβάλλεται με μαγνητικό μέσο ή εγγράφως. Ο υπάλληλος παραλαβής προβαίνει σε οπτικό έλεγχο του συνοδευτικού εντύπου του μαγνητικού μέσου, ή των αντιτύπων της έγγραφης ΑΠΔ, ο οποίος αναφέρεται στα εξής σημεία: α) ορθή αναγραφή του Αριθμού Mητρώου του Eργοδότη (ΑΜΕ) ή του Αριθμού Mητρώoυ Οικοδομοτεχνικού Έργου, εννιαψήφιου ή δεκαψήφιου κατά περίπτωση, β) … γ) την αναγραφή του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου του Εργοδότη, δ) την αναγραφή ποσών στον πίνακα των συνόλων, ε) την ορθότητα της μισθολογικής περιόδου στην οποία αναφέρεται η ΑΠΔ, στ) τα στοιχεία ασφαλιστικής ταυτότητας, απασχόλησης και αμοιβής του ασφαλισμένoυ. Άρθρο 22α (το οποίο προστέθηκε με την παράγραφο 18 του άρθρου μόνου της Φ11321/30819/1997/2004 υπουργικής απόφασης). Έλεγχος παραλαβής της ΑΠΔ μετά την εφαρμογή του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος. Μετά την εφαρμογή του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος, για τις ΑΠΔ που υποβάλλονται με μαγνητικό μέσο, γίνεται εισαγωγή του μαγνητικού μέσου στο σύστημα και παράλληλα καταχωρίζονται από τα στοιχεία του συνοδευτικού εντύπου ο ΑΜΕ ή ο ΑΜΟΕ, η χρονική περίοδος αναφοράς και ο τύπος της δήλωσης … Άρθρο 23. Παραλαβή της ΑΠΔ που υποβάλλεται με μαγνητικό μέσο ή εγγράφως. α) Προκειμένου για ΑΠΔ που υποβάλλεται με μαγνητικό μέσο στην ετικέτα του μαγνητικού μέσου και στο συνοδευτικό έντυπο με τις συγκεντρωτικές εγγραφές που προσκομίζει ο εργοδότης ή ο εκπρόσωπός του, το οποίο επιστρέφεται σ΄ αυτόν ως αποδεικτικό παραλαβής. Η εκτύπωση παραμένει στο υποκατάστημα ή παράρτημα για να αρχειοθετηθεί και το μαγνητικό μέσο αποστέλλεται για ηλεκτρονική επεξεργασία. … Άρθρο 23α (το οποίο προστέθηκε με την παράγραφο 19 του άρθρου μόνου της Φ11321/30819/1997/2004 υπουργικής απόφασης). Παραλαβή της ΑΠΔ μετά την εφαρμογή του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος. Μετά την ολοκλήρωση των ελέγχων του άρθρου 22α, αν δεν εντοπισθεί κάποιο λάθος, εκτυπώνεται αποδεικτικό παραλαβής με αριθμό παραστατικού από το σύστημα, το οποίο υπογράφεται από τον υπάλληλο και παραδίδεται στον εργοδότη ή τον αντιπρόσωπό του. Προκειμένου για ΑΠΔ που υποβάλλεται με μαγνητικό μέσο, αρχειοθετούνται στη μονάδα παραλαβής το συνοδευτικό έντυπο και το μαγνητικό μέσο … Άρθρο 24. Μη παραλαβή της ΑΠΔ που υποβάλλεται με μαγνητικό μέσο ή εγγράφως. 1 (όπως η παράγραφος 1 αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 20 του άρθρου μόνου της Φ11321/30819/1997/2004 υπουργικής απόφασης). Αν από την εξέταση του συνοδευτικού εντύπου του μαγνητικού μέσου και της εκτύπωσης αυτού ή των αντιτύπων της έγγραφης ΑΠΔ που διενεργείται κατά το άρθρο 22 του παρόντος, εντοπισθεί λάθος ή παράλειψη, η ΑΠΔ δεν παραλαμβάνεται. 2. Ο αρμόδιος υπάλληλος παραλαβής συμπληρώνει εις διπλούν το Έντυπο μη Αποδοχής ΑΠΔ, αναγράφει την ημερομηνία και τον Αριθμό Μητρώου Εργοδότη ή Οικοδομοτεχνικού Έργου, σημειώνει τις ενδείξεις που αντιστοιχούν στα λάθη ή τις παραλείψεις που εντοπίζονται στη συγκεκριμένη ΑΠΔ, σφραγίζει και υπογράφει αυτό. 3. Το ένα αντίγραφο του “Εντύπου μη Αποδοχής ΑΠΔ” αρχειοθετείται στη μονάδα παραλαβής και το δεύτερο παραδίδεται στον εργοδότη, ο οποίος υποχρεούται να διορθώσει τα λάθη ή να συμπληρώσει τις παραλείψεις που εντοπίστηκαν και να επανυποβάλλει την ΑΠΔ διορθωμένη … Άρθρο 24α (όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με την παράγραφο 22 του άρθρου μόνου της Φ11321/30819/1997/2004 υπουργικής απόφασης). Επανυποβολή ΑΠΔ κατά το στάδιο της παραλαβής μετά την εφαρμογή του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος. Αν από τον έλεγχο που διενεργείται κατά το άρθρο 22α του παρόντος, εντοπισθεί λάθος ή παράλειψη, αποδίδεται στην ΑΠΔ αριθμός παραστατικού από το μηχανογραφικό σύστημα και εκτυπώνεται κατάσταση λαθών για επανυποβολή της, η οποία παραδίδεται στον εργοδότη. Για την επανυποβολή της ΑΠΔ, παρέχεται προθεσμία πέντε εργάσιμων ημερών πέραν της καταληκτικής ημερομηνίας, μετά την παρέλευση της οποίας, αυτή θεωρείται ως εκπρόθεσμη. Η επανυποβολή της ΑΠΔ πραγματοποιείται με τη διαδικασία των άρθρων 21α, 22α και 23α του παρόντος». Περαιτέρω, στην παράγραφο 1 του άρθρου 9 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48) ορίσθηκε ότι το άρθρο 2 («Τρόπος υποβολής της Α.Π.Δ.») και οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 3 («Προθεσμία υποβολής») του ανωτέρω ν. 2972/2001 καταργούνται από τη δημοσίευση της τροποποιήσεως του Κανονισμού Διαδικασιών Ασφάλισης για την εφαρμογή της Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης. Τέλος, στο άρθρο μόνο της Φ11321/30819/1997/2004 (Β΄ 496/5.3.2004) αποφάσεως του Υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων «Τροποποίηση του Κανονισμού διαδικασιών ασφάλισης για την εφαρμογή της Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης», που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της ανωτέρω παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν. 3232/2004, ορίζεται ότι: «1. … 13. Μετά το άρθρο 15 του Κανονισμού διαδικασιών ασφάλισης για την εφαρμογή της Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης προστίθεται άρθρο 15α ως εξής: «Τρόπος Υποβολής της Α.Π.Δ. 1. Η ΑΠΔ υποβάλλεται είτε ηλεκτρονικά ή με μαγνητικό μέσο ή εγγράφως. 2. Υπόχρεοι για την υποβολή σε ηλεκτρονική μορφή ή με μαγνητικό μέσο είναι: α. … ε. Οι εργοδότες που δεν είναι φυσικά πρόσωπα, είτε καταβάλλουν εισφορές για το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ, είτε για φορείς ή κλάδους και λογαριασμούς οργανισμών κοινωνικής πολιτικής τις εισφορές των οποίων εισπράττει ή συνεισπράττει το ΙΚΑ – ΕΤΑΜ. στ. … Για μισθολογικές περιόδους από 1.7.2004 και εφεξής, οι εργοδότες των περιπτώσεων ε΄ και στ΄ της παρούσας παραγράφου υποχρεούνται να υποβάλλουν την ΑΠΔ ηλεκτρονικά (όπως το τελευταίο αυτό εδάφιο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από την παράγραφο 1 του άρθρου μόνου της Φ11321/4019/221/2007 απόφασης του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, Β΄ 626) … 14. Το άρθρο 16 του Κανονισμού διαδικασιών ασφάλισης για την εφαρμογή της Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης αντικαθίσταται ως εξής: «Χρόνος Υποβολής 1. Οι εργοδότες που δεν είναι φυσικά πρόσωπα … υποβάλλουν την ΑΠΔ κάθε μήνα. 2. … 3. (η παράγραφος 3 του άρθρου 16 καταργήθηκε με την Φ.11321/20042/1600/2008 απόφαση της Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, Β’ 1723/27.8.2008)… 5. (όπως η παράγραφος 6 αναριθμήθηκε σε 5 με την Φ.11321/20042/1600/2008 υπουργική απόφαση) Η προθεσμία υποβολής των τριμηνιαίων ΑΠΔ μισθολογικών περιόδων από 1.7.2004 και εφεξής αρχίζει για τους υπόχρεους εργοδότες, με εξαίρεση όσους υποβάλλουν αυτές μέσω διαδικτύου, την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται της μισθολογικής περιόδους αναφοράς και λήγει ανάλογα με το τελευταίο ψηφίο του Αριθμού Μητρώου του εργοδότη ως ακολούθως … 9. (όπως η παράγραφος 10 αναριθμήθηκε σε 9 με την Φ.11321/20042/1600/2008 υπουργική απόφαση) Η προθεσμία υποβολής της μηνιαίας και τριμηνιαίας ΑΠΔ μέσω του διαδικτύου, για όλους τους εργοδότες, αρχίζει την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται της μισθολογικής περιόδου απασχόλησης στην οποία αναφέρεται και λήγει την τελευταία ημέρα του ίδιου μήνα, ανεξαρτήτως του αριθμού μητρώου τους. Ως ημερομηνία υποβολής θεωρείται η ημερομηνία αποδοχής και επιτυχούς καταχώρισης στον δικτυακό τόπο (Web site) του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ. 15. …».
8. Επειδή, με τις ανωτέρω διατάξεις που εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, θεσπίζεται η Αναλυτική Περιοδική Δήλωση (Α.Π.Δ.), «το δομικό στοιχείο», όπως αυτή χαρακτηρίζεται στην εισηγητική έκθεση του ν. 2972/2001, του νέου πληροφοριακού συστήματος του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. στο πλαίσιο διοικητικού και λειτουργικού εκσυγχρονισμού του ασφαλιστικού αυτού φορέα, προκειμένου να αντιμετωπισθεί ο κατακερματισμός του συστήματος εισπράξεως εισφορών σε πολλά υποσυστήματα (ένσημα, μηχανογραφικό σύστημα οικοδόμων κ.λπ.), που δεν σχετίζονται μεταξύ τους, με αρνητικές επιπτώσεις για το σύστημα τηρήσεως του λογαριασμού των ασφαλισμένων, το οποίο αφενός είναι αναποτελεσματικό, αφού με τα υπάρχοντα υποσυστήματα δεν είναι δυνατή η διασταύρωση των πληροφοριών που αφορούν κάθε ασφαλισμένο, αφετέρου επιβαρύνεται το λειτουργικό κόστος. Με τη θεσπιζόμενη Αναλυτική Περιοδική Δήλωση, ο εργοδότης δηλώνει στο Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. τον αριθμό συναλλαγής του με το Ίδρυμα, τους ασφαλισμένους που απασχόλησε για την χρονική περίοδο, στην οποία αναφέρεται η δήλωση και, για καθέναν από αυτούς, την ειδικότητά του, τις ημέρες απασχολήσεως του κάθε ασφαλισμένου, τις αποδοχές του και τις εισφορές που κατέβαλε για κάθε ασφαλισμένο καθώς και για το σύνολο των ασφαλισμένων που απασχολεί για τη συγκεκριμένη περίοδο αναφοράς. Συνεπεία δε της ως άνω αναλυτικής δηλώσεως καθίσταται απολύτως εφικτός και ασφαλής ο έλεγχος εκ μέρους του Ιδρύματος της ορθότητας του ασφαλίστρου, του κλάδου ασφαλίσεως για κάθε ασφαλισμένο και η παρακολούθηση της εξελίξεως των πληροφοριών για κάθε έναν ασφαλισμένο, ώστε να είναι σαφής, ανά πάσα στιγμή, η ασφαλιστική του εικόνα (ύψος των εισφορών που έχουν καταβληθεί για αυτόν, χρόνος ασφαλίσεως, δικαιούμενες παροχές). Από τον συνδυασμό δε των πιο πάνω διατάξεων – που σκοπό έχουν, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του ν. 2972/2001, την προστασία των εργαζομένων και των εργοδοτών, καθώς και την καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής και τη διασφάλιση των πόρων του Ι.Κ.Α. – συνάγεται ότι οι εργοδότες που καταβάλλουν εισφορές στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν μέσω διαδικτύου Α.Π.Δ.. Αν οι εργοδότες παραβούν την υποχρέωσή τους αυτή, αν δηλαδή δεν υποβάλλουν την εν λόγω δήλωση στο χρονικό σημείο που επιβάλλουν οι πιο πάνω διατάξεις, τα αρμόδια όργανα του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. τους επιβάλλουν, κατά δέσμια αρμοδιότητα, την οποία καθιερώνουν οι ως άνω διατάξεις, χωρίς να καταλείπεται δυνατότητα κατά νόμον να ασκήσει η Διοίκηση διακριτική ευχέρεια, πρόσθετη επιβάρυνση, το ύψος της οποίας ορίζεται σε ποσοστό επί του ποσού των εισφορών που δηλώνεται στην ανωτέρω δήλωση αναλόγως με τη βαρύτητα της παραβάσεως του εργοδότη. Εφόσον δε στοιχειοθετούνται οι προϋποθέσεις της διατάξεως του άρθρου 7 του ν. 2972/2001, εφόσον, δηλαδή, η Α.Π.Δ. υποβληθεί σε χρόνο μεταγενέστερο από τον προβλεπόμενο στον νόμο, στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου τυπική παράβαση για την οποία και επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση, το ύψος της οποίας ποικίλλει αναλόγως της βαρύτητας της παραβάσεως (μη υποβολή καθόλου Α.Π.Δ., υποβολή ανακριβούς Α.Π.Δ., εκπρόθεσμη υποβολή Α.Π.Δ. με περαιτέρω κλιμάκωση, στην τελευταία αυτή περίπτωση, της πρόσθετης επιβαρύνσεως εισφορών αναλόγως του χρόνου υποβολής της εκπρόθεσμης δηλώσεως σε 30% ή σε 10% των δηλούμενων εισφορών) χωρίς να απαιτείται επί πλέον για τη θεμελίωση της παραβάσεως η συνδρομή και υποκειμενικής υπαιτιότητας εκ μέρους του εργοδότη (Σ.τ.Ε. 2383/2018, πρβ. Σ.τ.Ε. 956/2009, 23, 216, 751/2010, 735/2016). Έτσι δε όπως καταστρώνεται στον νόμο το σύστημα επιβολής της ως άνω πρόσθετης εισφοράς, με κλιμάκωση, δηλαδή, του ύψους της επιβαλλόμενης εισφοράς αναλόγως της παραβάσεως την οποία διαπράττει ο εργοδότης και ενόψει του σκοπού στον οποίο αποβλέπει, κατά τα ανωτέρω, η θέσπιση της ως άνω δηλώσεως, το σύστημα αυτό δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Περαιτέρω, κατά γενική αρχή του δικαίου, ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση αυτή μόνο σε περίπτωση συνδρομής λόγων ανωτέρας βίας που δικαιολογούν την υπέρβαση της ως άνω προθεσμίας (Σ.τ.Ε. 2383/2018, πρβ. Σ.τ.Ε. 1070/2011). Η ανωτέρα βία, δε, είναι έννοια νομική και συνίσταται σε κάθε γεγονός αιφνίδιο και απρόβλεπτο, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με άκρα επιμέλεια και σύνεση, επαγόμενο απόλυτη αδυναμία του υπόχρεου να υποβάλει την επίμαχη δήλωση εντός της νόμιμης προθεσμίας (Σ.τ.Ε. 2383/2018, πρβ. Σ.τ.Ε. 4045/2010).
9. Επειδή, ενόψει όσων έχουν εκτεθεί στη σκέψη 8, η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι νομίμως επιβλήθηκε σε βάρος της αναιρεσείουσας εταιρείας η επίμαχη πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών λόγω της εκπρόθεσμης υποβολής της Α.Π.Δ. είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη. Και τούτο, διότι στην προκειμένη περίπτωση η παράβαση της υποχρεώσεως της εταιρείας να υποβάλει Α.Π.Δ. με τα στοιχεία των εργαζομένων που υπόκεινται στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. στο χρονικό σημείο που επιβάλλουν οι σχετικές διατάξεις συνιστά τυπική παράβαση, η οποία δικαιολογεί τη σε βάρος της εταιρείας επιβολή της πρόσθετης επιβάρυνσης σε ποσοστό επί των εισφορών που δηλώθηκε στην εκπροθέσμως υποβληθείσα δήλωση, ανεξάρτητα από υπαιτιότητα του υπόχρεου εργοδότη. Καμία δε επιρροή από την άποψη αυτή δεν ασκεί το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα εταιρεία είχε καταβάλει τις σχετικές ασφαλιστικές εισφορές, τις οποίες αφορά η εκπροθέσμως υποβληθείσα Α.Π.Δ.. Επομένως, ο προβαλλόμενος ως άνω λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
10. Επειδή, προβάλλεται, περαιτέρω, ότι έσφαλε το δικάσαν εφετείο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίνοντας ότι η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 2972/2001, η οποία προσδιορίζει την πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής της Α.Π.Δ. σε ποσοστό 30% επί των αναλογουσών εισφορών, δεν αντίκειται στην προβλεπομένη από το Σύνταγμα αρχή της αναλογικότητας, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. περί προστασίας της περιουσίας, εφόσον, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας εταιρείας, πρέπει να προβλέπεται από τον ίδιο τον νομοθέτη κλιμάκωση του ύψους της εν λόγω διοικητικής κυρώσεως σε συνάρτηση με την ένταση και την έκταση της παράβασης, τη συχνότητά της, την υποτροπή, την υπαιτιότητα του υπόχρεου κ.λπ., όπως επιβάλλεται από τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. περί ανάγκης τηρήσεως δίκαιης ισορροπίας μεταξύ της προσβολής του περιουσιακού δικαιώματος και της ικανοποίησης του γενικού συμφέροντος. Προς άρση του απαραδέκτου της ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως όσον αφορά το ως άνω νομικό ζήτημα προβάλλεται ειδικώς ο ισχυρισμός, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύουν, ότι υφίσταται αντίθεση της κρίσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς τις 4024/1990, 2403/1997, 2128-30/2005, 419/2014 και 2480/2014 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με τις επικαλούμενες, όμως, ως αντίθετες αποφάσεις έχουν κριθεί διαφορετικά από το προβαλλόμενο εν προκειμένω νομικά ζητήματα. Και τούτο διότι, πέραν του ότι με τις δύο από τις πέντε αποφάσεις που επικαλείται η αναιρεσείουσα εταιρεία (και συγκεκριμένα τις 2403/1997 και 419/2014 αποφάσεις) δεν αντιμετωπίστηκαν καν περιπτώσεις ελέγχου εκ μέρους των οργάνων της Διοικήσεως τηρήσεως των επιβαλλομένων κανόνων δικαίου και επιβολής κυρώσεως λόγω παραβίασής τους, οι λοιπές αποφάσεις επέλυσαν διαφορές που ανέκυψαν από την επιβολή διαφορετικού είδους διοικητικών κυρώσεων λόγω παραβιάσεως διαφορετικής φύσεως κανονιστικών διατάξεων, που διέπουν άλλα πεδία δραστηριοτήτων και θεσπίστηκαν προς εξυπηρέτηση διαφόρων σκοπών δημοσίου συμφέροντος, για καθεμία δε από τις κυρώσεις αυτές καταστρώνεται στον νόμο ιδιαίτερο σύστημα προσδιορισμού της. Με τα δεδομένα αυτά, ο ως άνω ισχυρισμός προς άρση του απαραδέκτου της ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως ως προς το ζήτημα που τίθεται με τον ως άνω λόγο αναιρέσεως είναι απορριπτέος και, κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
11. Επειδή, προβάλλεται, επίσης, ότι το δικάσαν δικαστήριο, κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας (άρθρο 56 παρ. 2 του π.δ. 18/1989), παρέλειψε να απαντήσει στον ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ισχυρισμό που είχε προβληθεί παραδεκτώς από την αναιρεσείουσα με αντίστοιχο λόγο εφέσεως, σύμφωνα με τον οποίο η καθιέρωση από τον τυπικό νομοθέτη της αντικειμενικής ευθύνης του εργοδότη συνιστά κατ’ ουσίαν αμάχητο τεκμήριο για την πρόθεσή του να παραβεί τις υποχρεώσεις του, χωρίς να παρέχεται σε αυτόν η δυνατότητα να προβάλει και αποδείξει περιστατικά που ανάγονται στη δική του συμπεριφορά, εντός της σφαίρας ευθύνης και ενέργειάς του, από τα οποία μπορεί να συναχθεί ότι αυτός επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια και σύνεση και ότι δεν είχε γνώση και πρόθεση παραβιάσεως των υποχρεώσεών του, η θέσπιση δε του ως άνω αμάχητου τεκμηρίου αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.. Προς θεμελίωση του παραδεκτού της προβολής του λόγου αυτού αναιρέσεως – με τον οποίο προβάλλεται κατ’ ουσίαν ότι η σιωπηρή απόρριψη ως νόμω αβάσιμου του εν λόγω ισχυρισμού με τον οποίο τέθηκε το νομικό ζήτημα της ανεπίτρεπτης καθιέρωσης από τον νομοθέτη συστήματος τυπικών παραβάσεων, που επισύρουν τις προβλεπόμενες κυρώσεις με την απλή διαπίστωση εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου των αντικειμενικών στοιχείων τελέσεώς τους, χωρίς να διερευνώνται καθόλου για την επιβολή της κυρώσεως και για τον καθορισμό του ύψους αυτής οι ποικίλες υποκειμενικές συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η παραβίαση, εμπεριέχει σιωπηρή κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου επί του νομικού αυτού ζητήματος που τέθηκε ενώπιόν του (βλ. Σ.τ.Ε. 1903/2017, 1207-8/2019) – προβάλλεται ειδικώς ο ισχυρισμός, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύουν, ότι υφίσταται αντίθεση της κρίσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σε ό,τι αφορά το ως άνω κρίσιμο νομικό ζήτημα προς την απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. της 15.11.1996 Τσώμτσος κ.λπ. κατά Ελλάδος, καθώς και την απόφαση του Δ.Ε.Ε. της 16ης Δεκεμβρίου 2008 (υπόθεση C – 213/07, Μηχανική Α.Ε. κατά Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεοράσεως και Υπουργού Επικρατείας). Με την ανωτέρω απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. αντιμετωπίστηκε το ζήτημα της αντιθέσεως προς τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., από την άποψη της μη τήρησης της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ της προσβολής του περιουσιακού δικαιώματος του ατόμου και της ικανοποίησης του γενικού συμφέροντος που αφορά το κοινωνικό σύνολο, εθνικών διατάξεων με τις οποίες καθιερώνεται αμάχητο τεκμήριο ωφέλειας των κατά μήκος της διανοιγομένης ή διαπλατυνομένης εθνικής οδού ακινήτων, χωρίς να παρέχεται στον παρόδιο ιδιοκτήτη η δυνατότητα να ισχυριστεί και αποδείξει στη συγκεκριμένη περίπτωση την έλλειψη ωφέλειάς του ή το πραγματικό μέγεθός της από τη διάνοιξη ή τη διαπλάτυνση της εθνικής οδού. Εξάλλου, με την ανωτέρω απόφαση του Δ.Ε.Ε., η οποία εκδόθηκε επί αιτήματος που υπέβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως και, ως εκ τούτου, είναι δεσμευτική τόσο για το εθνικό δικαστήριο που υπέβαλε το σχετικό ερώτημα όσο και για όλα τα εθνικά δικαστήρια που τυχόν θα δικάσουν στη συνέχεια την ίδια υπόθεση (Α.Π. 16/2013 Ολομ.), αντιμετωπίστηκε το ζήτημα της αντιθέσεως προς την αρχή της αναλογικότητας, που αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, εθνικών διατάξεων οι οποίες, καίτοι επιδιώκουν τους θεμιτούς σκοπούς της ίσης μεταχείρισης των υποβαλλόντων προσφορά και της διαφάνειας στο πλαίσιο των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων, καθιερώνουν αμάχητο τεκμήριο ασυμβιβάστου μεταξύ αφενός της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που ασκεί δραστηριότητα στον τομέα των μέσων ενημέρωσης και αφετέρου της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που αναλαμβάνει έναντι του Δημοσίου ή νομικού προσώπου του ευρύτερου δημόσιου τομέα την εκτέλεση έργων ή προμηθειών ή την παροχή υπηρεσιών. Επομένως, με τις επικαλούμενες από την αναιρεσείουσα εταιρεία ως αντίθετες αποφάσεις αντιμετωπίστηκαν με θετική κρίση άλλοι ισχυρισμοί για άλλα νομικά ζητήματα σε άλλες υποθέσεις που δεν άπτονταν καν περιπτώσεων επιβολής διοικητικών κυρώσεων και προσδιορισμού του ύψους αυτών. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος προς άρση του απαραδέκτου του ως άνω λόγου αναιρέσεως ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ο δε λόγος αναιρέσεως προβάλλεται απαραδέκτως.
12. Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι μη νομίμως έκρινε το δικάσαν εφετείο ότι οι ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας περί της παραλείψεως της υποβολής δισκέτας με τα λοιπά στοιχεία των υπαλλήλων της κυρίως για τον λόγο ότι το λογισμικό της έχει σχεδιαστεί για την υποβολή περιορισμένης χωρητικότητας μαγνητικών αρχείων δεν συνιστούν λόγο ανωτέρας βίας που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη υποβολή της Α.Π.Δ., εφόσον, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, τα εκτιθέμενα αναλυτικώς στην προσφυγή πραγματικά περιστατικά του τεχνικού σφάλματος που έλαβε χώρα κατά την ηλεκτρονική υποβολή της Α.Π.Δ. στο Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. την 1η.10.2008, εξαιτίας του οποίου δεν μπόρεσε να υποβάλει εμπρόθεσμα την Α.Π.Δ., συνιστούν περίπτωση ανωτέρας βίας που δικαιολογεί την υπέρβαση της νόμιμης προθεσμίας. Προς θεμελίωση του παραδεκτού της προβολής του λόγου αυτού αναιρέσεως προβάλλεται ειδικώς ο ισχυρισμός, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύουν, ότι δεν υφίστανται αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας στις οποίες πραγματικά περιστατικά όμοια ή ουσιωδώς παρεμφερή με αυτά που επικαλείται στην κρινόμενη υπόθεση η αναιρεσείουσα να έχουν χαρακτηριστεί ότι συνιστούν «ανωτέρα βία». Πράγματι, κατά τον κρίσιμο χρόνο ασκήσεως της κρινομένης αιτήσεως, δεν υφίσταντο αποφάσεις του Δικαστηρίου ως προς τη νομική έννοια της ανωτέρας βίας υπό τα ίδια ή ουσιωδώς παρεμφερή με αυτά που έγιναν ανελέγκτως δεκτά εν προκειμένω με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά, επομένως, ο ισχυρισμός αυτός προς άρση του απαραδέκτου της υπό κρίση αιτήσεως όσον αφορά το ζήτημα του νομικού χαρακτηρισμού ως «ανωτέρας βίας» των πραγματικών περιστατικών που το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε ανελέγκτως είναι βάσιμος και, συνεπώς, ο λόγος αυτός αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς και πρέπει, περαιτέρω, να εξεταστεί το βάσιμο αυτού (βλ. Σ.τ.Ε. 540/2015, πρβ. Σ.τ.Ε. 2708/2016, 724/2017).
13. Επειδή, η αναιρεσείουσα προέβαλε με τα δικόγραφα της προσφυγής και της έφεσης τους ισχυρισμούς ότι το λογισμικό της εταιρείας είχε ρυθμιστεί να δημιουργεί μαγνητικά αρχεία περιορισμένου μεγέθους που αντιστοιχούν στη χωρητικότητα μίας δισκέτας, ότι το τρίτο τρίμηνο του έτους 2008, λόγω πληθώρας εγγραφών, είχε δημιουργηθεί για πρώτη φορά και δεύτερο μαγνητικό αρχείο, ότι κατά την ηλεκτρονική υποβολή, την 1η.10.2008, της Α.Π.Δ. στο Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. «είχε περάσει» το πρώτο μαγνητικό αρχείο, αλλά όχι και το δεύτερο, ότι στην απόδειξη που είχε λάβει ηλεκτρονικώς η εταιρεία την ίδια ημέρα περί της υποβολής της Α.Π.Δ. αναγραφόταν «Η Δήλωσή σας καταχωρήθηκε με επιτυχία», καθώς και ότι η εταιρεία είχε προβεί από την έναρξη εφαρμογής των διατάξεων περί υποχρεωτικής υποβολής ηλεκτρονικής Α.Π.Δ. σε δεκαεννέα (19) πλήρεις και εμπρόθεσμες δηλώσεις για τις οποίες είχε λάβει τη σχετική απάντηση επιτυχούς καταχώρησης, χωρίς να έχει αντιμετωπίσει στο παρελθόν κάποιο σχετικό πρόβλημα. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι οι ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας περί της παραλείψεως της υποβολής στο Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. δισκέτας με τα στοιχεία των λοιπών υπαλλήλων της κυρίως για τον λόγο ότι το λογισμικό της έχει σχεδιαστεί για την υποβολή περιορισμένης χωρητικότητας μαγνητικών αρχείων δεν συνιστούν λόγο ανωτέρας βίας που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη υποβολή της Α.Π.Δ., ενόψει μάλιστα του μεγάλου αριθμού εργαζομένων που απασχολεί η επιχείρηση (1.027 εργαζόμενοι) και του ικανού χρονικού διαστήματος που διέρρευσε μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της επίμαχης Α.Π.Δ.. Η κρίση αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη. Και τούτο διότι τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που επικαλέστηκε η αναιρεσείουσα δεν συνιστούν περιστατικά επαγόμενα απόλυτη αδυναμία του υπόχρεου εργοδότη να υποβάλει την Α.Π.Δ. στο χρονικό σημείο που επιβάλλουν οι σχετικές διατάξεις, εφόσον η περιορισμένη χωρητικότητα του λογισμικού που χρησιμοποιεί η εταιρεία συνιστά γεγονός γνωστό εκ των προτέρων, δυνάμενο να προβλεφθεί και να αντιμετωπιστεί από μια επιχείρηση μεγάλου μεγέθους, όπως αυτή που διατηρεί η αναιρεσείουσα εταιρεία, η οποία, όπως η ίδια ισχυρίζεται, είχε προβεί κατ’ επανάληψη στο παρελθόν σε συνεχείς επιτυχημένες ηλεκτρονικές υποβολές Α.Π.Δ., επομένως, διέθετε την υποδομή και την τεχνογνωσία για τη βέλτιστη δυνατή εξοικείωση και ανταπόκριση στην υποχρέωση ηλεκτρονικής υποβολής ακριβούς Α.Π.Δ. εντός της νόμιμης προθεσμίας, ενώ η παράλειψη υποβολής και της δεύτερης δισκέτας με τα στοιχεία των λοιπών εργαζομένων ήταν γεγονός που μπορούσε να αποτραπεί με την επίδειξη της συνήθους επιμέλειας και σύνεσης εκ μέρους των αρμόδιων υπαλλήλων της εταιρείας, δεδομένης και της παρελεύσεως εξίμισι μηνών μετά τη λήξη της νόμιμης προθεσμίας μέχρι την υποβολή της συμπληρωματικής Α.Π.Δ.. Τέλος, η προβαλλόμενη από την εταιρεία ηλεκτρονική αποστολή αποδείξεως περί επιτυχούς καταχωρίσεως της Α.Π.Δ. που υποβλήθηκε εκ μέρους της την 1η.10.2018 αναφέρεται στην υποχρέωση των οργάνων που παραλαμβάνουν τις Α.Π.Δ. να ελέγχουν, κατά την παραλαβή, τυχόν σφάλματα ή παραλείψεις που εμποδίζουν τη διεκπεραίωση της διαδικασίας παραλαβής των ήδη υποβληθέντων από τον υπόχρεο εργοδότη με κάποιον από τους προβλεπόμενους από τον νόμο τρόπους (ήτοι μέσω διαδικτύου ή με ψηφιακό – μαγνητικό μέσο ή εγγράφως) δηλώσεων και υποχρεώνουν τον εργοδότη σε ορθή επανυποβολή των δηλώσεων εντός τακτής προθεσμίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ανωτέρω εκτεθείσες διατάξεις του Κανονισμού διαδικασιών ασφάλισης για την εφαρμογή της Α.Π.Δ. (υπουργική απόφαση Φ21/544/2002, Β΄ 414). Ως εκ τούτου, ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
14. Επειδή, κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.