Ο πλουτισμός απορρέει από μόνο το γεγονός της πραγματικής παροχής της εργασίας υπό άκυρη σύμβαση και συνεπώς υφίσταται και αν ακόμη ο εργοδότης δεν θα είχε προσλάβει αντί του απασχοληθέντος άλλον μισθωτό υπό έγκυρη σύμβαση.
— Επί παροχής εργασίας υπό άκυρη σύμβαση, ο εργοδότης,καθιστάμενος αδικαιολογήτως πλουσιότερος, υποχρεούται στην απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε από την εργασία του μισθωτού, συνιστάμενη στην αμοιβή που αναγκαίως θα κατέβαλλε σε άλλον εργαζόμενο υπό έγκυρη σύμβασημε τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν παροχές προσιδιάζουσες αποκλειστικώς στην προσωπική κατάσταση του μισθωτού.
— Ο πλουτισμός απορρέει από μόνο το γεγονός της πραγματικής παροχής της εργασίας υπό άκυρη σύμβαση και συνεπώς υφίσταται και αν ακόμη ο εργοδότης δεν θα είχε προσλάβει αντί του απασχοληθέντος άλλον μισθωτό υπό έγκυρη σύμβαση.
— Τα αυτά ισχύουν και αν η παροχή της εργασίας γίνεται υπό άκυρη σύμβαση προς το Δημόσιο ή τους φορείς του ευρύτερου δημοσίου τομέα.
— Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργειααφότου περιέλθει στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, ανάκλησήτης δε είναι δυνατή μόνον εάν ηδήλωση περιέλθει στον λήπτη προ της περιελεύσεως της καταγγελίας ή συγχρόνως με αυτήν, ενώ αν περιέλθει μετά δεν ανατρέπει αναδρομικώς την καταγγελία έστω και αν συναινεί ο λήπτης της αλλά δύναται να οδηγήσει σε σύναψη νέας σύμβασης.
— Επί εργατικής αγωγής διωκούσης την επιδίκαση μισθών υπερημερίαςο ισχυρισμός του εναγόμενου εργοδότη ότι έχει καταγγείλει τησύμβασησυνιστά ένσταση, ο δε ισχυρισμός ότι ο εργοδότης ανακάλεσε την καταγγελία και η σχετική δήλωση περιήλθε στον εργαζόμενο προ της περιελεύσεως της καταγγελίας ή συγχρόνως με αυτήν συνιστά αντένσταση του εργαζομένου.
— Σύμβαση εργασίας καταρτισθείσα μεταξύ δημοτικής επιχείρησης και εργαζομένου κατά παρέκκλιση της διαδικασίας του Α.Σ.Ε.Π. είναι άκυρη και η άρνηση της δημοτικής επιχείρησης να αποδεχθεί τηνεργασία του εργαζομένουδεν την καθιστάυπερήμερη.
— Σε περίπτωση καταγγελίας συμβάσεωντέτοιου είδους και ακολούθως ανάκλησής τους, η επιγενόμενη ανάκλησηδεν επιφέρει την αναβίωση των καταγγελθεισών συμβάσεων εργασίας αλλά τησύναψη νέων, οι οποίες όμως, εφόσον έγιναν κατά παρέκκλιση της διαδικασίας του Α.Σ.Ε.Π., είναι άκυρες και η μη αποδοχή των υπηρεσιών τωνεργαζομένωνδενκαθιστά τον εργοδότη υπερήμερο.
— Οι οριστικές αποφάσειςπολιτικών δικαστηρίωνπου δεν προσβάλλονται με ανακοπήερημοδικίας και έφεση αποτελούν δεδικασμένο μεταξύ των ιδίων προσώπων, εκτεινόμενο και επί των παρεμπιπτόντως κριθέντων ζητημάτων εφόσον τα ζητήματα αυτά αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κριθέντος κύριου ζητήματος και το δικαστήριο είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα να αποφασίσει επ’ αυτών, ενώ μόνη η άσκηση αίτησης αναίρεσης δεν αναστέλλει την ισχύ του δεδικασμένου της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.
— Παρεμπίπτον ζήτημα επί αποφάσεως με την οποία επιδικάζονται επιμέρους αξιώσεις εργαζομένουαποτελεί η βασική έννομη σχέσηαπό την οποία εκπορεύονται οι εν λόγω αξιώσεις, το δε δεδικασμένοεκτείνεται και επ’ αυτήςεφόσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις και δεν υφίσταται μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος.
— Η βασική έννομη σχέση αποτελεί στοιχείο του πραγματικού του δικαιώματος που ασκείται με τη νέα αγωγή, οπότε το δεδικασμένο ανάγεται στην ουσιαστική βασιμότητα του αντικειμένου της νέας δίκης και το δικαστήριοπου εκδικάζει τηνέα αγωγήείναι υποχρεωμένο να δεχθεί ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει η προδικαστική έννομη σχέσηόπως ακριβώς καλύπτεται από το δεδικασμένο, ενώ κάθε αμφισβήτηση αυτής ή επίκληση αντίθετων ισχυρισμών είναι απαράδεκτη (απόφαση Αρείου Πάγου, Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου 2021, σ. 115).