ΑΠΟΦΑΣΗ
Gusev κατά Ουκρανίας της 14.01.2021 (αρ. προσφ. 25531/12)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Αλλαγή νομικού χαρακτηρισμού αξίωσης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στην απόφασή του. Δικαίωμα διαδίκων να μπορούν να προβάλλουν ισχυρισμούς και αποδείξεις μετά την αλλαγή του νομικού χαρακτηρισμού. Δίκαιη δίκη, δικαίωμα εκατέρωθεν ακρόασης και υποχρέωση αιτιολογίας των αποφάσεων.
Ο προσφεύγων άσκησε αγωγή αποζημίωσης για αστική ευθύνη κατά του δημοσίου λόγω της αποτυχημένης αστυνομικής επιχείρησης κατά τη διάρκεια σύλληψης των απαγωγέων του γιού του με συνέπεια την απώλεια των λύτρων. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε την αγωγή αποζημίωσης του προσφεύγοντα, ωστόσο το Εφετείο άλλαξε χωρίς αιτιολογία τον νομικό χαρακτηρισμό από αστική ευθύνη του δημοσίου λόγω πλημμελούς άσκησης των καθηκόντων σε αντικειμενική ευθύνη του Κράτους για ζημίες που προκλήθηκαν από αγνώστους ή αφερέγγυους δράστες ποινικών αδικημάτων και απέρριψε την αγωγή.
Το Στρασβούργο επανέλαβε ότι οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων πρέπει να διαθέτουν επαρκή αιτιολογία.
Στην υπό κρίση υπόθεση το ΕΔΔΑ επισήμανε ότι ενώ τα εγχώρια δικαστήρια είχαν δεχτεί την αξίωση του προσφεύγοντος σε δύο δικαστικές αποφάσεις (πρωτόδικο δικαστήριο και ποινικό δικαστήριο), το Εφετείο αποφάσισε να αλλάξει με την απόφασή του τον νομικό χαρακτηρισμό της αγωγής και την εξέτασε με διαφορετική διάταξη χωρίς να δοθεί στον προσφεύγοντα η δυνατότητα υποβολής σχετικών επιχειρημάτων και αποδεικτικών στοιχείων μετά από αυτή την επανεκτίμηση. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι αυτή η αλλαγή του νομικού χαρακτηρισμού είναι πλήρως αδικαιολόγητη και αντίθετη με την απαίτηση του άρθρου 6 για δίκαιη δίκη και την αρχή της αντιμωλίας. Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 3.600 ευρώ για ηθική βλάβη.
Αντιθέτως το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε υπερβολική καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης σε όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας κατά συνέπεια έκρινε ότι δεν υπήρχε παραβίαση της εύλογης διάρκειας της δίκης.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6§1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Mykola Vasylyovych Gusev, είναι ουκρανός υπήκοος που γεννήθηκε το 1945 και ζει στο Kremenchuk (Ουκρανία).
Τα εγχώρια δικαστήρια αρνήθηκαν να δεχτούν την αγωγή του για αποζημίωση κατά της αστυνομίας μετά από μια αποτυχημένη επιχείρηση σύλληψης των απαγωγέων του γιου του, η οποία είχε ως αποτέλεσμα οι απαγωγείς να διαφύγουν με τα λύτρα.
Ο γιος του προσφεύγοντος απήχθη τον Ιούλιο του 1998. Η αστυνομία σκόπευε να συλλάβει τους απαγωγείς κατά την παράδοση των λύτρων. Ωστόσο, όταν ο προσφεύγων έριξε τα λύτρα από ένα τρένο, οι απαγωγείς κατάφεραν να ξεφύγουν με τα χρήματα, τα οποία έκρυψαν και στη συνέχεια ανάλωσαν. Ο γιος του κ. Gusev απελευθερώθηκε λίγες μέρες μετά την αστυνομική επιχείρηση.
Οι απαγωγείς συνελήφθησαν το 2002 και καταδικάστηκαν σε ποινή κάθειρξης το 2004. Τα ποινικά δικαστήρια διαπίστωσαν ότι οι απαγωγείς είχαν πάρει τα χρήματα λόγω κακού σχεδιασμού και έλλειψης συντονισμού από την αστυνομία.
Τον Μάρτιο του 2005 ο προσφεύγων άσκησε αγωγή αποζημίωσης κατά της αστυνομίας και του κράτους σύμφωνα με τη νομοθεσία περί αστικής ευθύνης δημοσίου, ζητώντας αποζημίωση για την ζημιά που υπέστη ως αποτέλεσμα της αποτυχημένης επιχείρησης. Ο ισχυρισμός του, ο οποίος έγινε δεκτός εν μέρει από το πρωτόδικο δικαστήριο, απορρίφθηκε τελικά τον Φεβρουάριο του 2011 από το Εφετείο. Το Εφετείο άλλαξε τον νομικό χαρακτηρισμό της αγωγής του προσφεύγοντος, εξετάζοντας αυτόν βάσει νομικής διάταξης που προβλέπει αποζημίωση που προκαλείται από άγνωστους ή αφερέγγυους δράστες. Στη βάση αυτή, έκρινε ότι δεν υπήρχε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των ενεργειών των αστυνομικών και της ζημίας που προκλήθηκε από τους δράστες, οι οποίοι είχαν εντοπιστεί και η αφερεγγυότητα τους δεν αποδείχθηκε.
Τον Ιούλιο του 2011, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ουκρανίας επικύρωσε την δευτεροβάθμια απόφαση του 2011.
Βασιζόμενος συγκεκριμένα στο άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η αστική διαδικασία στην υπόθεσή του ήταν άδικη λόγω εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και διήρκησε υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων πρέπει να αιτιολογούν επαρκώς τους λόγους στους οποίους βασίζονται. Χωρίς να απαιτείται λεπτομερής απάντηση σε κάθε επιχείρημα που προβάλλεται, η υποχρέωση αυτή προϋποθέτει ότι οι διάδικοι μπορούν να αναμένουν να λάβουν συγκεκριμένη και ρητή απάντηση στα επιχειρήματα που είναι καθοριστικά για την έκβαση της δίκης. Επομένως, μια εγχώρια δικαστική απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί αυθαίρετη, εκτός εάν δεν υπάρχει αιτιολογία ή εάν η αιτιολογία που αναφέρεται βασίζεται σε προφανές πραγματικό ή νομικό σφάλμα που διαπράχθηκε από το εν εθνικό δικαστήριο. Το Δικαστήριο υπενθύμισε επίσης ότι η αρχή της κατ΄αντιμωλία δίκης και η αρχή της ισότητας των όπλων, οι οποίες συνδέονται στενά, αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία της έννοιας της δίκαιης δίκης κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης. Επιπλέον, τα μέρη πρέπει να έχουν την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν τυχόν αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται για την επίρρωση των ισχυρισμών τους.
Όσον αφορά την συγκεκριμένη υπόθεση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι στην τελική απόφαση της 26ης Απριλίου 2004, το ποινικό δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι απαγωγείς είχαν πάρει τα χρήματα του προσφεύγοντος λόγω του αμελούς και ανακριβούς σχεδιασμού της αστυνομικής επιχείρησης και των ασυντόνιστων ενεργειών των αστυνομικών. Το ποινικό δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αποζημίωσης που υπέβαλε ο προσφεύγων εναντίον της αστυνομίας και του κρατικού ταμείου, κρίνοντας ότι ο προσφεύγων μπορούσε να υποβάλει τέτοια αξίωση χωριστά στα αστικά δικαστήρια. Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων άσκησε στη συνέχεια αγωγή κατά της αστυνομίας σύμφωνα με τις διατάξεις περί αστικής ευθύνης δημοσίου του Αστικού Κώδικα, θεωρώντας ότι ευθύνεται άμεσα για τη ζημία που προκλήθηκε σε αυτόν.
Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι, τα δικαστήρια είχαν δεχτεί την ισχυρισμό του του περί ευθύνης της αστυνομίας σε δύο δικαστικές αποφάσεις (ποινικό δικαστήριο και πρωτόδικο αστικό). Τα δικαστήρια διαφωνούσαν μόνο για τον εφαρμοστέο νόμο. Ωστόσο, το Εφετείο – που δεν αμφισβήτησε τις πραγματικές διαπιστώσεις των ποινικών δικαστηρίων και του πρωτόδικου αστικού δικαστηρίου σχετικά με τις αμελείς πράξεις και τη ζημία – έκρινε ότι δεν υπήρχε σχετικός αιτιώδης σύνδεσμος, αποφασίζοντας να αλλάξει τον νομικό χαρακτηρισμό της αστικής αγωγής του προσφεύγοντος και το εξέτασε με διαφορετική διάταξη, το άρθρο 1177 του Αστικού Κώδικα, το οποίο προέβλεπε ένα συγκεκριμένο είδος αντικειμενικής ευθύνης του Κράτους για ζημίες που προκλήθηκαν από αγνώστους ή αφερέγγυους δράστες ποινικών αδικημάτων.
Ενώ είναι φυσικό τα εθνικά δικαστήρια να καθορίσουν τον σωστό νομικό χαρακτηρισμό των αξιώσεων βάσει του εθνικού δικαίου, αυτό πρέπει να γίνει σύμφωνα με την αρχή της δίκαιης δίκης, η οποία απαιτεί επαρκή αιτιολογία τουλάχιστον στα σημεία που είναι καθοριστικά για το έκβαση της υπόθεσης. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, μια τόσο εκτεταμένη εκ νέου εκτίμηση του ισχυρισμού που άσκησε ο προσφεύγων απαιτούσε σαφή αιτιολόγηση, τουλάχιστον, για τη σχέση μεταξύ των διατάξεων του νόμου περί αδικοπραξίας και εκείνων που αφορούν την ειδική κρατική ευθύνη βάσει Άρθρο 1177 του Αστικού Κώδικα. Ωστόσο, δεν δόθηκε τέτοια αιτιολογία.
Επιπλέον, το Εφετείο προφανώς αγνόησε το γεγονός ότι τα πραγματικά περιστατικά και τα νομικά ζητήματα που αφορούσαν το άρθρο 1177 του Αστικού Κώδικα ήταν πολύ διαφορετικά από αυτά στα οποία στηρίχθηκε ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος. Δεδομένου ότι η αλλαγή του νομικού χαρακτηρισμού της αξίωσης του προσφεύγοντος έγινε στην απόφαση του Εφετείου, ήταν απαραίτητο, από την άποψη των βασικότερων απαιτήσεων της δίκαιης δίκης και της αρχής της κατ΄ αντιμωλίας διεξαγωγής της δίκης, να δοθεί στον προσφεύγοντα η ευκαιρία να υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία και να υποστηρίξει σχετικά με τα σημεία που σχετίζονται με τη διάταξη που διαπιστώθηκε ότι ισχύει, είτε επιστρέφοντας την υπόθεση για εκ νέου εκδίκαση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο είτε με άλλο διαδικαστικό τρόπο, βάσει των δυνατοτήτων που προβλέπει η εθνική νομοθεσία.
Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό της κυβέρνησης ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε κάνει λάθος κατά την εφαρμογή των άρθρων 1166 και 1167 επειδή δεν είχε αποδειχθεί ότι η αστυνομία ήταν υπεύθυνη για παράνομες αποφάσεις, ενέργειες ή παραλείψεις, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο επικαλέστηκε τα πραγματικά περιστατικά που ελήφθησαν με την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2004 στο πλαίσιο της σχετικής ποινικής διαδικασίας και κατέληξε στο συμπεράσμά του με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε επικαλεστεί ο προσφεύγων. Επιπλέον, το Δικαστήριο (i) δεν αμφισβήτησε τα ευρήματα αυτά, (ii) δεν δήλωσε ότι ήταν ανεπαρκή για να αποδείξει τις προαναφερθείσες παραλείψεις εκ μέρους της αστυνομίας κατά τη διάρκεια της επιχείρησής τους εναντίον των απαγωγέων, και ( iii) δεν πρότεινε ότι τα προαναφερθέντα γεγονότα πρέπει να αποδειχθούν περαιτέρω ή να επιβεβαιωθούν σε οποιεσδήποτε διαδικασίες χωριστές από αυτές που οδηγούν στην απόφαση της 26ης Μαρτίου 2004 του ποινικού δικαστηρίου.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το ΕΔΔΑ εκτίμησε ότι η έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας για την επανεκτίμηση της αξίωσης του προσφεύγοντος από το Εφετείο – το οποίο δέχθηκε δύο φορές τον ισχυρισμό αυτό – και το συμπέρασμα που προέκυψε εναντίον του χωρίς ο τελευταίος να έχει την δυνατότητα υποβολής επιχειρημάτων και σχετικών αποδεικτικών στοιχείων μετά από αυτή την επανεκτίμηση δεν μπορούσε παρά να θεωρηθεί ως πλήρως αδικαιολόγητο και αντίθετο με την απαίτηση του άρθρου 6 για δίκαιη δίκη και με την αρχή της αντιμωλίας.
Η συνοπτική απόφαση της 25ης Ιουλίου 2011 – με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε την απόφαση του Εφετείου της 21ης Φεβρουαρίου 2011 – δεν προσέφερε καμία σαφήνεια, παρόλο που στην αίτηση αναίρεσης, ο προσφεύγων είχε αναφερθεί στην εσφαλμένη εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου .
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ).
Διάρκεια της διαδικασίας
Παρόλο που υπήρξαν αρκετές επανεξετάσεις της υπόθεσης, κατά την άποψη του Δικαστηρίου το γεγονός αυτό και μόνο δεν είναι ικανό να δικαιολογήσει διαπίστωση παραβίασης, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη ότι ο προσφεύγων δεν ανέφερε κάποια συγκεκριμένη περίοδο αδράνειας που θα μπορούσε να αποδοθεί στις εγχώριες αρχές. Με βάση τα παραπάνω, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η καταγγελία ήταν προδήλως αβάσιμη και την απέρριψε, σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 3 (α) και το άρθρο 4 της Σύμβασης.
Άρθρο 1 του ΠΠΠ
Έχοντας υπόψη τα συμπεράσματά του σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν χρειάζεται να εξεταστεί ούτε το παραδεκτό ούτε το βάσιμο της καταγγελίας του προσφεύγοντος βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 3.600 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).