Η δευτεροβάθμια δικαστική απόφαση στηρίχθηκε σε ανεπαρκείς αιτιολογίες έκρινε το Ανώτατο Δικαστήριο σχετικά με τη δήλωση των εισοδημάτων του.
Ο οφειλέτης υπέβαλε αίτηση για υπαγωγή στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του νόμου Κατσέλη, ζητώντας ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του και εξαίρεση της ρευστοποίησης της κύριας κατοικίας και άλλων περιουσιακών στοιχείων.
Με τις προτάσεις του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου παρουσίασε τα περιουσιακά του στοιχεία, τα οποία διόρθωσε και συμπλήρωσε στην αίτηση του ως προς το ύφος της μηνιαίας σύνταξης του και τα περιουσιακά στοιχεία (ακίνητο, αυτοκίνητο) της συζύγου του, ενώ διευκρίνισε ότι από το τέλος του έτους 2011 έπαυσε να εκμισθώνει την οικία του στο … Κορινθίας, από την οποία έως το Δεκέμβριο του έτους 2011 εισέπραττε μηνιαίο μίσθωμα 150 ευρώ.
Το Ειρηνοδικείο Χαλανδρίου, με την …/2014 απόφαση του, αφού απέρριψε την ένσταση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας – «…», που ως ειδική διάδοχος της τραπεζικής εταιρείας «…» παρενέβη στη δίκη, περί ανειλικρινούς δήλωσης του αιτούντος ως προς τα εισοδήματα του ίδιου και της συζύγου του, δέχτηκε την αίτηση, ρύθμισε τα χρέη του αιτούντος και εξαίρεσε από τη ρευστοποίηση την κύρια κατοικία του με την καταβολή, για τη διάσωση της, των δόσεων που αναφέρονται σ’ αυτή.
Ωστόσο, κατ’ αυτής της απόφασης η τραπεζική εταιρεία άσκησε έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε το 2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την οποία εκδίκασε ως Εφετείο. Με την τελευταία απόφαση έγινε δεκτή η ένσταση της τραπεζικής εταιρείας περί ανειλικρινούς δήλωσης του αιτούντος, οφειλόμενης σε βαριά αμέλεια, εξαφανίστηκε η πρωτόδικη απόφαση και απορρίφθηκε η αίτηση για ρύθμιση χρέους.
Τα περιστατικά
Στη συνέχεια ο οφειλέτης αποτάνθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο αναφέρει πως το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών δέχθηκε ανελέγκτως τα περιστατικά και ακύρωσε την απόφαση, κάνοντας δεκτό το αίτημα του οφειλέτη ως προς την κατηγορία της ανειλικρινούς δήλωσης.
Ο Άρειος Πάγος παραπέμπει στην απόφαση του Πρωτοδικείου, όπου αναφέρεται: «Από την επισκόπηση του δικογράφου της αίτησης, η οποία κατατέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου την …-2012, ως προκύπτει από την έκθεση κατάθεσης αυτής, προκύπτει ότι ο αιτών αναφέρει στην 2 σελ. αυτής ότι μοναδικό του εισόδημα είναι η σύνταξη του, ποσού 1.356 ευρώ μέχρι τον Νοέμβριο του 2011, και ήδη 1.100 ευρώ. Επίσης, αναφέρει ότι η σύζυγος του μέχρι τον Δεκέμβριο του 2012 (προφανώς εννοεί του 2011, δεδομένου ότι η αίτηση κατατέθηκε την 3-2-2012, ήτοι νωρίτερα από τον Δεκέμβριο του 2012) εργαζόταν ως ελεύθερη επαγγελματίας – οδηγός ΤΑΞΙ με εισοδήματα 650 ευρώ μηνιαίως, ενώ ήδη από την ανωτέρω ημερομηνία, εργάζεται πλέον ελάχιστες ώρες, λόγω προβλημάτων υγείας, αποκομίζοντας το ποσό των 100 μηνιαίως. Ωστόσο, από τα προσκομιζόμενα οικονομικά στοιχεία που αφορούν το έτος 2011, κυρίως δε, από το σχετικό εκκαθαριστικό σημείωμα της εφορίας, σαφώς συνάγεται ότι ο αιτών είχε επιπλέον εισόδημα 1.710 ευρώ από εκμίσθωση ακινήτου (ισόγεια οικία που βρίσκεται στο Δημοτικό διαμέρισμα … του Δήμου Φενεού Κορινθίας), ενώ η σύζυγος του, το άνω έτος, δήλωσε εισόδημα από εμπορικές και γεωργικές επιχειρήσεις ποσού 19.954,97 ευρώ. Επισημαίνεται ότι ο αιτών δεν προέβη σε σχετική διόρθωση της αίτησης ούτε ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στο οποίο δήλωσε, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, ότι δεν είχε αναφέρει τα εισοδήματα της συζύγου στην αίτηση, διότι δεν το έκρινε αναγκαίο, χωρίς ωστόσο και πάλι να τα συμπληρώνει, ενώ δεν τα προσδιορίζει ούτε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Επιπρόσθετα, η δήλωση του ότι δεν αναφέρθηκε στα εισοδήματα της συζύγου διότι δεν κρίθηκε αναγκαίο, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αφού, ως προαναφέρθηκε, ο αιτών ρητά στην αίτηση του αναφέρεται στα εισοδήματα της συζύγου του τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των 650 ευρώ (μέχρι τον Δεκέμβριο του 2011) και ακολούθως στο ποσό των 100 ευρώ μηνιαίως, από την εργασία της ως οδηγός ΤΑΞΙ, αποκρύπτοντας το άνω εισόδημα της από εμπορικές και γεωργικές εργασίες. Επισημαίνεται ότι ο αιτών, είχε σαφή υποχρέωση να αναφέρει τα αληθή εισοδήματα της συζύγου στην αίτηση (αρ. 4 παρ. 1 Ν α Ν.3869/2010), καθώς πρόκειται για ικανοποιητικό ετήσιο οικογενειακό εισόδημα, που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της συνεισφοράς του αιτούντος στις οικογενειακές δαπάνες, σε σχέση με την σύζυγο του, και συνακόλουθα και στην ικανότητα του να ανταπεξέλθει στις δανειακές του υποχρεώσεις. Η άνω παράλειψη του αιτούντος να αναφέρει τα παραπάνω εισοδήματα, ήτοι το δικό του εισόδημα προερχόμενο από εκμίσθωση ακινήτου, και τα εισοδήματα της συζύγου του, είναι ουσιώδης, καθώς με την παράλειψη αυτή εμφανίζεται μειωμένων οικονομικών δυνατοτήτων και έτσι δύναται να πετύχει παράνομα μειωμένη ικανοποίηση των πιστωτών του. Η παράλειψη του αυτή, οφείλεται, τουλάχιστον σε βαριά αμέλεια του, αφού ήταν γνώστης των εισοδημάτων αυτών, τα οποία είχε συμπεριλάβει και στην φορολογική του δήλωση».
Τι αποφάνθηκε ο Άρειος Πάγος
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ωστόσο, εκτίμησε ότι «κρίνοντας όμως έτσι το εν λόγω Δικαστήριο διέλαβε στην απόφαση του, αναφορικά με το κρίσιμο ζήτημα της ανειλικρίνειας της δήλωσης του αιτούντος που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ανεπαρκείς αιτιολογίες, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3869/2010 που προπαρατέθηκε, την οποία παραβίασε εκ πλαγίου, στερώντας με τον τρόπο αυτόν την απόφαση του από νόμιμη βάση».
Ειδικότερα, ο Άρειος Πάγος υπογραμμίζει πως «ενώ κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης με βάση εκκαθαριστικό σημείωμα που προσκόμισε ο αιτών, για το έτος 2011 προκύπτουν επιπλέον εισοδήματα 1.710 ευρώ από εκμίσθωση ακινήτου στη .. Κορινθίας για τον ίδιο και 19.954,97 ευρώ από εμπορικές και γεωργικές επιχειρήσεις για τη σύζυγό του και ο αιτών παρέλειψε να δηλώσει αυτά από βαριά αμέλεια, εν συνεχεία δεν διευκρινίζεται εάν τα ίδια εισοδήματα, ως αποκτηθέντα κατά το έτος 2011, υπήρχαν και κατά τον κρίσιμο χρόνο υποβολής της ένδικης αίτησης (3-2-2012) και ποια ήταν τα πραγματικά εισοδήματα του αιτούντος και της συζύγου του κατά τον ίδιο χρόνο».
Και καταλήγει: «Κατά συνέπεια ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης είναι βάσιμος. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλον Δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως».