ΑΠΟΦΑΣΗ
Yocheva και Ganeva κατά Βουλγαρίας της 11.05.2021 (αρ.προσφ.18592/15 και 43863/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Επίδομα τέκνων. Μητέρα μονογονεϊκής οικογένειας. Παιδιά αγνώστου πατρός. Παραβίαση άρθρου 14 (απαγόρευση διακρίσεων) σε συνδυασμό με το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή (άρθρο 8). Εσωτερική νομική διάταξη που βασίζεται σε μια ξεπερασμένη και στερεοτυπική κατανόηση των οικογενειών ότι έχουν απαραίτητα δύο νόμιμους γονείς.
Οι προσφεύγουσες μητέρες ανήλικων παιδιών αγνώστου πατρός, και όχι «νόμιμου» γονέα όπως προβλέπονταν στην εγχώρια νομοθεσία, στερήθηκαν την καταβολή επιδόματος τέκνου που δικαιούνταν οι μονογονεϊκές οικογένειες όταν αποδείκνυαν ότι ο άλλος γονέας έχει αποβιώσει. Άσκησαν προσφυγή για διακριτική μεταχείριση.
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να προκύψει ζήτημα βάσει του άρθρου 14, πρέπει να υπάρχει διαφορά στη μεταχείριση προσώπων σε ανάλογες ή συναφείς παρόμοιες καταστάσεις. Το Στρασβούργο τόνισε στο πλαίσιο του άρθρου 14 τα μέτρα οικονομικής ή κοινωνικής πολιτικής πρέπει να εφαρμόζονται με τρόπο που δεν παραβιάζουν την απαγόρευση των διακρίσεων όπως ορίζεται στη Σύμβαση .
Η απαίτηση των εγχώριων αρχών για καθορισμό της ταυτότητας του πατέρα προκειμένου να χορηγηθεί επίδομα σε ευάλωτη οικογένεια ήταν διακριτή μεταχείριση.
Το ΕΔΔΑ έκρινε την προσφυγή της δεύτερης προσφεύγουσας ως απαράδεκτη επειδή ασκήθηκε μετά την παρέλευση της εξάμηνης προθεσμίας.
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου ως προς την πρώτη προσφεύγουσα διαπίστωσε ότι ήταν στην ίδια ανάλογη θέση ως μόνη που φρόντιζε τα παιδιά τους όπως και κάθε άλλη μονογονεϊκή οικογένεια, παρά το γεγονός όμως αυτό αντιμετωπίστηκε διαφορετικά. Επίσης σημείωσε ότι η διαφορετική μεταχείριση δεν δικαιολογούνταν αντικειμενικά γιατί τα παιδιά των οποίων ο πατέρας ήταν άγνωστος, είχαν στερηθεί τη φροντίδα και την προστασία ενός από τους γονείς τους με τον ίδιο τρόπο όπως τα παιδιά των οποίων ένας γονέας είχε αποβιώσει, και ο αποκλεισμός από το επίδομα είχε ως αποτέλεσμα τα παιδιά αυτά να υποστούν στερήσεις. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν είχε πρόθεση να εξαπατήσουν το κράτος αλλά ούτε ήταν και υποχρεωμένες να προβούν σε νομικές ενέργειες αναγνώρισης πατρότητας για τα παιδιά τους, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο αποκλεισμός της από το επίδομα τέκνων συνιστούσε διακριτική μεταχείριση σε συνδυασμό με παραβίαση του δικαιώματος της σεβασμού της ιδιωτικής της ζωής.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στην πρώτη προσφεύγουσα 3.915 ευρώ για αποζημίωση, 4.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 2160 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 14,
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγουσες Katerina Borislavova Yocheva και Katerina Nikolova Ganeva, είναι υπήκοοι Βουλγαρίας και γεννήθηκαν το 1974 και 1966 αντίστοιχα, ζουν δε στη Σόφια. Είναι ανύπαντρες μητέρες.
Η υπόθεση αφορούσε άρνηση χορήγησης οικογενειακών επιδομάτων στις προσφεύγουσας σύμφωνα με το άρθρο 7 § 9 του Ν.2002 για τα οικογενειακά επιδόματα για τέκνα. Αυτή η ενότητα προέβλεπε τη καταβολή επιδομάτων σε οικογένειες «με μόνο έναν ζωντανό γονέα». Οι αρχές είχαν αρνηθεί την καταβολή του επιδόματος στις προσφεύγουσες επειδή δεν είχαν αποδείξει ότι τα παιδιά τους είχαν αναγνωριστεί από τους πατεράδες τους και ότι οι τελευταίοι είχαν αποβιώσει.
Βασιζόμενες ιδίως στο άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, οι προσφεύγουσες παραπονέθηκαν ότι οι προϋποθέσεις για τη καταβολή του επιδόματος παραβίαζαν τα δικαιώματά τους, και ότι η ερμηνεία της φράσης της διάταξης «ένας μόνο ζωντανός γονέας» ερμηνευόμενο ως ένας αποβιώσας γονέας, προβαίνει σε διακρίσεις εις βάρος των οικογενειών, όπου ένας γονέας παραμένει αγνώστου στοιχείων.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 35 § 3 (β): Εκτός από την οικονομική αξία του επιδόματος, η προσφυγή της πρώτης προσφεύγουσας σχετίζονταν με το γεγονός ότι λόγω της άρνησης παροχής του επιδόματος τα παιδιά της είχαν τοποθετηθεί σε λιγότερο ευνοϊκή θέση από εκείνα με έναν ζωντανό γονέα. Επομένως, έθετε ένα σημαντικό ερώτημα για την πρώτη προσφεύγουσα και για το τι διακυβεύονταν αντικειμενικά. Παρ’ όλα αυτά, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων απαιτούσε επίσης την εξέταση της καταγγελίας ως προς το βάσιμο, καθώς οι αποφάσεις των αρχών που απαιτούσαν τον καθορισμό της ταυτότητας του πατέρα για την αναγνώριση δικαιούχων του επιδόματος είχαν ευρύτερες επιπτώσεις στο δικαίωμα στην ελευθερία των διακρίσεων και στο δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή. Ως εκ τούτου απορρίφθηκε η προκαταρκτική ένσταση της κυβέρνησης.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο πυρήνας της καταγγελίας της πρώτης προσφεύγουσας αφορούσε τον αποκλεισμό παιδιών με άγνωστο πατέρα από το επίδομα που προβλέπεται στον νόμο και την επακόλουθη διάκριση που φέρεται να υπέστησαν οι οικογένειες των παιδιών αυτών έναντι των οικογενειών με αποβιώσαντα γονέα. Οι εσωτερικές διαδικασίες που άσκησε η προσφεύγουσα δεν οδήγησαν στην επίτευξη του στόχου της να καθορίσει ότι η οικογένειά της δεν θα έπρεπε να αποκλειστεί από το εν λόγω κρατικό επίδομα Ομοίως, ο αποκλεισμός που προέκυψε προκάλεσε πραγματική ζημία στην οικογένειά της, δεδομένου ότι στερήθηκε εντελώς το εν λόγω βοήθημα που συνιστούσε βοήθεια από το κράτος. Εκτός από την καθαρά οικονομική αξία αυτής της βοήθειας, η καταγγελία ήταν ότι οι ενέργειες των αρχών κατέληξαν στο να καταστεί η προσφεύγουσα μη επιλέξιμη για την χορήγηση του επιδόματος τέκνων, των οποίων ο πατέρας ήταν άγνωστος, με αποτέλεσμα να τοποθετηθούν σε λιγότερο ευνοϊκή θέση από τα παιδιά που είχαν μόνο ένα ζωντανό γονέα επειδή ο άλλος είχε αποβιώσει.
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να προκύψει ζήτημα βάσει του άρθρου 14, πρέπει να υπάρχει διαφορά στη μεταχείριση προσώπων σε ανάλογες ή συναφείς παρόμοιες καταστάσεις. Με άλλα λόγια, η απαίτηση για επίδειξη ανάλογης κατάστασης δεν απαιτεί οι συγκριτικές ομάδες να είναι ίδιες. Ο προσφεύγων πρέπει να αποδείξει ότι, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης φύσης της καταγγελίας, ήταν σε παρόμοια κατάσταση με άλλους που αντιμετωπίζονταν διαφορετικά. Μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση είναι διακριτή εάν δεν έχει αντικειμενική και λογική αιτιολογία. Με άλλα λόγια, εάν δεν επιδιώκει θεμιτό σκοπό ή εάν δεν υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιούνται και του επιδιωκόμενου στόχου.
Το Δικαστήριο τόνισε στο πλαίσιο του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ότι, αν και το περιθώριο εκτίμησης στο πλαίσιο των γενικών μέτρων οικονομικής ή κοινωνικής πολιτικής είναι, κατ’ αρχήν, ευρύ, τα μέτρα αυτά πρέπει ωστόσο να εφαρμοστούν με τρόπο που δεν παραβιάζεται η απαγόρευση των διακρίσεων όπως ορίζεται στη Σύμβαση και συμμορφώνεται με την απαίτηση της αναλογικότητας. Έτσι, ακόμη και ένα ευρύ περιθώριο στον τομέα της οικονομικής ή κοινωνικής πολιτικής δεν δικαιολογεί την υιοθέτηση νόμων ή πρακτικών που θα παραβίαζαν την απαγόρευση των διακρίσεων. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο περιόρισε την αποδοχή του να σέβεται την επιλογή πολιτικής του νομοθέτη ως «προδήλως χωρίς εύλογη βαση» σε περιστάσεις όπου μια φερόμενη διαφορά μεταχείρισης προέκυψε από ένα μεταβατικό μέτρο που αποτελεί μέρος ενός συστήματος που εφαρμόστηκε για να διορθώσει ανισότητα.
Το άρθρο 14 δεν απαγορεύει όλες τις διαφορές στη μεταχείριση, αλλά μόνο εκείνες τις διαφορές που βασίζονται σε ένα αναγνωρίσιμο, αντικειμενικό ή προσωπικό χαρακτηριστικό ή «κατάσταση», με το οποίο άτομα ή ομάδες διακρίνονται μεταξύ τους. Οι λέξεις «άλλη κατάσταση» έχουν γενικά μια ευρεία έννοια και η ερμηνεία τους δεν περιορίζεται σε χαρακτηριστικά που είναι προσωπικά με την έννοια ότι είναι έμφυτα ή εγγενή .
Εφαρμογή των αρχών αυτών στην παρούσα υπόθεση.
Το άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ
(α) Εάν η πρώτη προσφεύγουσα βρισκόταν σε παρόμοια ή ανάλογη κατάσταση με την ομάδα ατόμων που είχαν το δικαίωμα να λαμβάνουν επίδομα τέκνων
Το Δικαστήριο απάντησε καταφατικά. Πρώτον, σχετικά με τους πατεράδες των παιδιών των οποίων οι μητέρες είχαν αποβιώσει, όπως και τα επιδόματα γονικής άδειας, οι άνδρες και οι γυναίκες βρισκόταν σε ανάλογη κατάσταση όσον αφορά τα οικογενειακά επιδόματα που είχαν ως στόχο τη συντήρηση οικογενειών με παιδιά με έναν επιζόντα γονέα. Βρίσκονταν επίσης σε «παρόμοια θέση» όσον αφορά το ρόλο τους ως μοναδικές που φρόντιζαν τα παιδιά τους. Δεύτερον, η πρώτη προσφεύγουσα βρισκόταν σε «μια παρόμοια κατάσταση» απέναντι στις χήρες που τα παιδιά τους είχαν γεννηθεί εντός γάμου και των ανύπαντρων μητέρων των οποίων τα παιδιά τους είχαν αναγνωριστεί από τους πατεράδες τους πριν αποβιώσουν, λαμβάνοντας υπόψη ότι το πρόγραμμα επιδομάτων είχε ως στόχο να παρέχει συνεχή μηνιαία υποστήριξη για οικογένειες με παιδιά, οι οποίες για διάφορους λόγους βρίσκονταν σε ευάλωτη θέση, και ο ρόλος αυτών των μητέρων ήταν να ενεργούν ως οι μόνες που φρόντιζαν τα παιδιά τους.
(β) Αν υπήρχε διαφορετική μεταχείριση
Η πρώτη προσφεύγουσα δεν επιλέχθηκε για την καταβολή του εν λόγω επιδόματος καθώς δεν μπορούσε να προσκομίσει έγγραφα που να πιστοποιούν ότι ο πατέρας είχε πεθάνει και τα παιδιά ήταν οι νόμιμοι κληρονόμοι του, σε αντίθεση με τις άλλες ομάδες οικογενειών που θα μπορούσαν να ζητήσουν το επίδομα, και οι οποίες ήταν σε θέση να προσκομίσουν αυτά τα έγγραφα καθώς τα παιδιά τους είχαν δημιουργήσει νομικούς δεσμούς και με τους δύο γονείς. Υπήρχε επομένως μια διαφορά στη μεταχείριση μεταξύ της οικογένειας της πρώτης προσφεύγουσας και των άλλων ομάδων.
(γ) Εάν η διαφορά στη μεταχείριση βασίστηκε σε «καθεστώς» που προβλέπει το άρθρο 14
Η πρώτη προσφεύγουσα υπέστη διαφορετική μεταχείριση για δύο λόγους: (i) το φύλο της: καθώς η μητρότητα καθοριζόταν από την πράξη γέννησης, στη πλειονότητα των περιπτώσεων, ενώ η πατρότητα των παιδιών ήταν άγνωστη. Ως μητέρα παιδιών με άγνωστο πατέρα, δεν μπορούσε να παράσχει τα απαιτούμενα έγγραφα βάσει του νόμου, ενώ ένας πατέρας του οποίου η μητέρα των παιδιών είχε αποβιώσει κανονικά θα μπορούσε να το πράξει, και (ii) το οικογενειακό της καθεστώς, δηλαδή μια ανύπαντρη μητέρα, με την ταυτότητα του πατέρα των παιδιών της να μην έχει αποδειχθεί. Αυτό είχε προκύψει από την εφαρμογή του σχετικού εσωτερικού νόμου που κάλυπτε μόνο οικογένειες με έναν επιζώντα γονέα και, όπως επιβεβαιώθηκε και διευκρινίστηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο, απαιτώντας ένας από τους γονείς να έχει πεθάνει.
(δ) Εάν η διαφορετική μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικά
Ελλείψει πειστικών επιχειρημάτων από την Κυβέρνηση, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχαν παράσχει εύλογη ή αντικειμενική δικαιολογία για τον αποκλεισμό της οικογένειας της πρώτης προσφεύγουσας από την λήψη του επιδόματος. Έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
α) Η διαφορά στη μεταχείριση που προέκυψε από το ίδιο το εφαρμοστέο δίκαιο βασίστηκε σε μια πολύ παραδοσιακή, πεπερασμένη και στερεοτυπική ερμηνεία της οικογένειας, να συγκροτείται απαραιτήτως από δύο νόμιμους γονείς.
β) Το να εξαρτάται η καταβολή του επιδόματος από την αποκάλυψη προσωπικών πληροφοριών από την πρώτη προσφεύγουσα ή και τη λήψη νομικών μέτρων για την αναγνώριση του πατέρα – τα οποία εμπίπτουν ακριβώς στην ιδιωτική ζωή της και στην άρνηση της να προβεί στις παραπάνω ενέργειες – ισοδυναμούσε με πλήρη παραίτηση από την άσκηση του δικαιώματός της στο σεβασμό της κοινωνικής και προσωπικής της ταυτότητας και της ψυχολογικής ακεραιότητας, τα οποία προστατεύονται από το άρθρο 8.
γ) Παιδιά των οποίων ο πατέρας ήταν άγνωστος, αντικειμενικά, είχαν στερηθεί τη φροντίδα και την προστασία ενός από τους γονείς τους με τον ίδιο τρόπο όπως τα παιδιά των οποίων ένας γονέας είχε αποβιώσει. Δεν θα μπορούσε να ειπωθεί ότι χρειάζονταν λιγότερη φροντίδα και προστασία ή ότι βρίσκονταν σε καλύτερη θέση, χωρίς να ληφθεί υπόψη ένα ολόκληρο φάσμα παραγόντων και σχετικών άλλων περιστάσεων που αναπόφευκτα διέφεραν πολύ από περίπτωση σε περίπτωση.
δ) Η οικογενειακή κατάσταση της πρώτης προσφεύγουσας η οποία, σύμφωνα με αυτήν, χαρακτηριζόταν από την απόλυτη απουσία πατέρα, δεν μπορούσε κατά κανόνα να θεωρηθεί επωφελής για τα παιδιά της.
ε) Στο βαθμό που θα μπορούσε να συναχθεί από τις παρατηρήσεις της κυβέρνησης ότι η απαίτηση για αναγνώριση της ταυτότητας του πατέρα χρησίμευε για την προστασία του κράτους από ενέργειες απάτης, η κυβέρνηση δεν είχε, σε κανένα σημείο, ισχυριστεί ότι η πρώτη προσφεύγουσα είχε προσπαθήσει ή είχε ως στόχο να εξαπατήσει το κράτος. Επιπλέον, και γενικότερα, δεν είχαν παράσχει αποδεικτικά στοιχεία για εκτεταμένη απάτη ή πώς η επίμαχη πολιτική είχε ως στόχο την προστασία από τέτοια απάτη ή ότι άλλα τυποποιημένα μέτρα που αποσκοπούσαν στην πρόληψη δόλιων ισχυρισμών δεν ήταν αποτελεσματικά.
στ) Ούτε η έλλειψη κοινού προτύπου στα συστήματα κοινωνικών παροχών ούτε το ευρύ περιθώριο εκτίμησης στον τομέα της οικονομικής ή κοινωνικής πολιτικής απαλλάσσουν τα κράτη που υιοθετούν συστήματα οικογενειακών επιδομάτων από την υποχρέωση χορήγησης τέτοιων παροχών χωρίς διακρίσεις ή δικαιολογούν την έγκριση νόμων που εισάγουν διακριτικούς νόμους ή πρακτικές. Επομένως, το επιχείρημα ότι το να καταστεί η κατηγορία της πρώτης προσφεύγουσας επιλέξιμη για το επίδομα ήταν απαράδεκτο, καθώς θα είχε ως αποτέλεσμα οι αρχές να πληρώσουν περισσότερα, δεν ήταν από μόνο του επαρκές για να δικαιολογηθεί μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση. Επιπλέον, δεδομένης της σημασίας της απαγόρευσης των διακρίσεων και του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής του ατόμου, η πολιτική διάσταση ενός δυνητικού μέτρου κατάργησης του επιδόματος, δεν μπορούσε να εμποδίσει το Δικαστήριο να ασχοληθεί με την ουσία της καταγγελίας ενώπιόν του.
ζ) Η κυβέρνηση δεν είχε ισχυριστεί ή προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για να δείξει ότι ο αγνώστου στοιχείων πατέρας των παιδιών της πρώτης προσφεύγουσας, τους παρείχε φροντίδα ή στήριξη ή ότι είχε εμπλακεί με οποιονδήποτε τρόπο στη ζωή τους. Ως εκ τούτου, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, δεν απέδειξε ότι υπήρχαν πειστικοί λόγοι που δεν σχετίζονται με το οικογενειακό καθεστώς της πρώτης προσφεύγουσας ή το φύλο της για να αντισταθμιστεί η διακριτική επίδραση του εφαρμοστέου νόμου στην οικογένειά της.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πρώτη προσφεύγουσα υπέστη διάκριση λόγω τόσο της οικογενειακής της κατάστασης όσο και του φύλου της.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παράβαση ομόφωνα του άρθρου 14 (απαγόρευση διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 8 (δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή)..
Το Δικαστήριο απέρριψε επίσης τις καταγγελίες της δεύτερης προσφεύγουσας ως εκπρόθεσμες (άσκηση προσφυγής μετά την προθεσμία των έξι μηνών).
Δίκαιη ικανοποίηση Άρθρο 41: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 3.915 ευρώ για αποζημίωση, 4.500 ευρώ για ηθική βλάβη και ποσό 2160 ευρώ για δικαστικά έξοδα στην πρώτη προσφεύγουσα (επιμέλεια echrcaselaw.com).