Σοφία Σπίγγου
Την ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων που είχαν δοθεί για φυσικές καταστροφές σε Έλληνες παραγωγούς το 2009 ζητά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, κάνοντας δεκτή και δεύτερη προσφυγή της Κομισιόν.
Πλέον, αν η Ελλάδα δεν ανακτήσει τα χρήματα, θα πραγματοποιηθεί ένα τελευταίο δικαστήριο, το οποίο θα επιβάλλει πρόστιμο (σσ: θα εισπράττεται από την ΕΕ) για κάθε μήνα ή εξάμηνο που η χώρα μας δεν θα συμμορφώνεται. Αντίστοιχο, παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση των Ελληνικών Ναυπηγείων, όπου στην τελική δίκη το 2018 επιβλήθηκε πρόστιμο 7 εκατομμύρια ευρώ ανά εξάμηνο, το οποίο ακόμα εισπράττεται επειδή δεν έχει γίνει η ανάκτηση της ενίσχυσης!
Η Επιτροπή εκτιμά ότι η Ελλάδα δεν έλαβε, εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών, όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής και ότι δεν την ενημέρωσε επαρκώς για τα μέτρα που έλαβε κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως αυτής. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει προσφυγή λόγω της παραβάσεως της χώρας μας ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Με την απόφαση C-11/20 Επιτροπή κατά Ελλάδας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δέχεται την προσφυγή λόγω παραβάσεως κράτους μέλους που άσκησε η Επιτροπή.
Σύμφωνα με την απόφαση, το δικαστήριο διαπίστωσε «ότι η Ελλάδα δεν έλαβε, κατά τη λήξη της ταχθείσας από την Επιτροπή προθεσμίας (11 Ιουνίου 2012), όλα τα απαραίτητα μέτρα για την ανάκτηση των παράνομων κρατικών ενισχύσεων από τους λήπτες τους». Οκτώ και πλέον έτη μετά την έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπής, οι ελληνικές αρχές δεν την έχουν ακόμη εκτελέσει, ενώ -όπως επισημαίνει το Δικαστήριο- η Ελλάδα δεν βρισκόταν σε πλήρη αδυναμία ανακτήσεως των ενισχύσεων.
«Οι διοικητικές ή τεχνικές δυσχέρειες που συνδέονται με τον μεγάλο αριθμό των δικαιούχων δεν δικαιολογούν την κρίση ότι η ανάκτηση είναι τεχνικώς αδύνατη. Επιπλέον, η Ελλάδα δήλωσε ότι είχε την πρόθεση να νομοθετήσει προς αντιμετώπιση της εν λόγω διοικητικής δυσχέρειας τον Ιούνιο του 2015, ήτοι τρία έτη μετά τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας» αναφέρεται στο σκεπτικό της απόφασης.
Οι δικαστές αποδόμησαν και το επιχείρημα της Ελλάδας ότι δεν εξέδωσε κοινή υπουργική απόφαση για την ανάκτηση των ποσών που υπερέβαιναν τα 5.000 ευρώ επειδή η Επιτροπή εξέφρασε την αντίθεσή της. «Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η Επιτροπή διατύπωσε επιφυλάξεις σχετικά με οποιοδήποτε αυθαίρετο όριο κάτω από το οποίο δεν θα πραγματοποιούνταν η ανάκτηση. Εντούτοις, η παρατήρηση αυτή δεν εμπόδιζε την Ελλάδα να συνεχίσει την τροποποίηση του νομοθετικού πλαισίου της προς διασφάλιση της εκτελέσεως της αποφάσεως της Επιτροπής» σημειώνεται στην απόφαση.
Σχετικά με τον ισχυρισμό της χώρας μας περί δημιουργίας κοινωνικών αναταραχών εξαιτίας της ανάκτησης των ενισχύσεων, το Δικαστήριο έκρινε ότι «οι ελληνικές αρχές δεν απέδειξαν την ύπαρξη του κινδύνου αντιδράσεως εκ μέρους των γεωργών η οποία θα είχε για τη δημόσια τάξη συνέπειες στις οποίες δεν θα μπορούσαν να αντεπεξέλθουν με τα μέσα που διαθέτουν.
Τέλος, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Ελλάδα παρέλειψε να ενημερώσει επαρκώς την Επιτροπή για τα μέτρα που έλαβε κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως που εκδόθηκε σε βάρος της. Αφενός, κατά την ημερομηνία περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση, η Ελλάδα δεν είχε ακόμη κοινοποιήσει στην Επιτροπή τα έγγραφα που αποδείκνυαν ότι οι λήπτες της ενισχύσεως είχαν κληθεί να την επιστρέψουν. Αφετέρου, δεν ενημέρωνε την Επιτροπή για την πρόοδο στη λήψη των εθνικών μέτρων που ήταν απαραίτητα για την πλήρη ανάκτηση των ενισχύσεων. Η Ελλάδα γνωστοποίησε τον Ιούνιο του 2016 ότι δεν είχε ακόμη λάβει μέτρα για την ανάκτηση και δεν παρέσχε καμία άλλη πληροφορία.
Η υπόθεση
«Χαστούκι» ήταν για την Ελλάδα η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε αμετάκλητα η ανάκτηση από την ελληνική κυβέρνηση 425 εκ. ευρώ που είχαν δοθεί ως επιδότηση στους αγρότες το 2008 και το 2009. Η επιστροφή στα κρατικά ταμεία του περιβόητου «πακέτου Χατζηγάκη» με τις παράνομες όπως κρίθηκαν επιδοτήσεις, αφορά σε 800.000 αγρότες. Η Ελλάδα είχε πετύχει αναστολή της απόφασης με ασφαλιστικά μέτρα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, αλλά όχι ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ, ενώ πλέον η απόφαση της Επιτροπής ισχύει αμετάκλητα.
Η απόφαση του Ευρωδικαστηρίου
Κατά το έτος 2009, ο Οργανισμός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛΓΑ) – φορέας του Δημοσίου ο οποίος έχει ως σκοπό την ασφάλιση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων όσον αφορά ζημίες οφειλόμενες σε φυσικούς κινδύνους – κατέβαλε σε περίπου 800.000 Έλληνες αγρότες αντισταθμιστικές ενισχύσεις συνολικού ύψους 425 εκατομμυρίων ευρώ λόγω ζημιών που είχαν προκληθεί το 2008 εξαιτίας δυσμενών καιρικών συνθηκών.
Μέρος του ποσού αυτού προερχόταν, κατά την Ελλάδα, από εισφορές που είχαν καταβάλει οι Έλληνες αγρότες στο πλαίσιο του συστήματος υποχρεωτικής ασφαλίσεως του ΕΛΓΑ και οι οποίες ανέρχονταν σε τουλάχιστον 145 εκατομμύρια ευρώ όσον αφορά τα έτη 2008 και 2009. Δεδομένου ότι ο ελληνικός γεωργικός τομέας χαρακτηρίζεται από την πρωτίστως οικογενειακού χαρακτήρα γεωργία και τις μικρού μεγέθους εκμεταλλεύσεις, καθένας από τους αποζημιωθέντες αγρότες έλαβε, κατά μέσο όρο, ποσό σχεδόν 500 ευρώ.
Με απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2011, η Επιτροπή χαρακτήρισε τα μέτρα αυτά ως παράνομες κρατικές ενισχύσεις μη συμβατές με την εσωτερική αγορά. Διέταξε, επομένως, τις ελληνικές αρχές να ανακτήσουν τις ενισχύσεις αυτές από τους δικαιούχους τους. Η Ελλάδα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ακύρωση της αποφάσεως αυτής και την αναστολή εκτελέσεώς της μέχρι την έκδοση της αποφάσεως επί της ουσίας. Το 2012 ανεστάλη η εκτέλεση της απόφασης μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής και το 2014 το Γενικό Δικαστήριο την απέρριψε επί της ουσίας. Ακολούθησε αναίρεση της Ελλάδας τόσο κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου όσο και σχετικά με την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως της Επιτροπής.
Τελικά, με την αμετάκλητή του απόφαση του Δικαστήριο επσήμανε ότι η είσπραξη των εισφορών των αγροτών από το Δημόσιο και η εισαγωγή τους στον κρατικό προϋπολογισμό, πριν αυτές αποδοθούν από το Δημόσιο στον ΕΛΓΑ, αρκούν για να θεωρηθεί ότι οι παροχές που χορηγεί ο ΕΛΓΑ προέρχονται από κρατικούς πόρους. Δεδομένου, επίσης, ότι οι πληρωμές που κατέβαλε ο ΕΛΓΑ ήταν ανεξάρτητες των εισφορών που είχαν καταβάλει οι αγρότες, οι πληρωμές αυτές συνιστούσαν πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχαν οι δικαιούχοι υπό κανονικές συνθήκες αγοράς και, επομένως, είχαν επιπτώσεις στον ανταγωνισμό. Το επιχείρημα της οικονομικής κρίσης που προέβαλλε τότε ως ισχυρισμό η Ελλάδα, απορρίφθηκε, καθώς η καταβολή των ενισχύσεων παρέσχε στους Έλληνες αγρότες πλεονέκτημα όσον αφορά τον ανταγωνισμό το οποίο επηρέαζε το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, μολονότι στην Ελλάδα τότε δεν επικρατούσαν κανονικές συνθήκες αγοράς.