ΑΡΙΘΜΟΣ 761/2020
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ
– Εγγυητική επιστολή.
– H δημιουργούμενη με την έκδοση της εγγυητικής επιστολής τριμερής σχέση μεταξύ του οφειλέτη, του εγγυητή και του δανειστή αποτελεί ιδιόμορφη σύμβαση, που καταρτίζεται στο πλαίσιο της ελευθερίας των συμβάσεων και διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 847 επ. ΑΚ περί εγγύησης, εφόσον οι διατάξεις αυτές συμβιβάζονται με την εν λόγω σχέση. Ειδικότερα, οι εγγυητικές επιστολές, που εκδίδονται από τράπεζες, αποτελούν ιδιαίτερο είδος και τύπο εγγύησης, δημιούργημα της συναλλακτικής πρακτικής (ΑΚ 361) που διέπεται από τις διατάξεις περί παραγγελίας του ΕμπΝ και εντολής του ΑΚ (βλ. ΑΠ 1884/2013) χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι με αυτήν οι συναλλασσόμενοι δεν αποβλέπουν στην απόκτηση πρόσθετης φερεγγυότητας, αλλά στην άμεση καταβολή από την τράπεζα στο δανειστή του ποσού που καλύπτει η εγγυητική επιστολή, χωρίς ο τελευταίος να προσφύγει στα δικαστήρια και στη χρονοβόρα διαδικασία τους. Η εγγυητική επιστολή είναι εξασφαλιστική της βασικής σχέσεως που συνδέει τον οφειλέτη και το δανειστή και, συνεπώς, όταν η κύρια οφειλή αποσβεσθεί, ελευθερώνεται και ο εγγυητής, εκτός αν η απόσβεση επήλθε από δικό του πταίσμα (ΑΚ 864 – ΑΠ983/1999). Περαιτέρω, η εγγυητική επιστολή με ρήτρα πληρωμής σε πρώτη ζήτηση, έχει την έννοια ότι η τράπεζα εγγυάται προς το δανειστή την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πρωτοφειλέτη με την καταβολή του ποσού της εγγυητικής επιστολής, χωρίς δυνατότητα ελέγχου του υπαρκτού έγκυρης οφειλής και του λόγου κατάπτωσης της εγγύησης, καθώς και της προβολής ένστασης διζήσεως. Έτσι, επί εγγυητικής επιστολής, όπως και επί εγγύησης του ΑΚ, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα των εν λόγω διατάξεων και της θεσπιζόμενης με το άρθρο 361 ΑΚ αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, μπορεί να συμφωνηθεί μεταξύ των ενδιαφερομένων ότι η παρέχουσα την εγγυητική επιστολή τράπεζα υποχρεούται να καταβάλει το αναγραφόμενο στην εγγυητική επιστολή ποσό χωρίς αντιρρήσεις και χωρίς το δικαίωμα προβολής της ένστασης διζήσεως, καθώς και κάθε άλλης μη προσωποπαγούς ένστασης του πρωτοφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή επέρχεται ευρεία αποσύνδεση της εγγυητικής επιστολής και της εξ αυτής υποχρέωσης από τη βασική σχέση. Η δικαστική δε ή εξώδικη επιδίωξη του δανειστή (ή του προσώπου που υποκαθίσταται νομίμως στη θέση αυτού, όπως π.χ. κατόπιν εκχώρησης) να εισπράξει το ποσό της εγγύησης – εγγυητικής επιστολής έχει ενιαία ιστορική και νομική βάση με αντίστοιχη απαίτηση αυτού κατά του οφειλέτη από τη μεταξύ τους έννομη σχέση (ΑΠ16/2008, ΑΠ 1667/1995). Έτσι εξασφαλίζεται ο δανειστής εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η εγγυητική επιστολή, με ρήτρα πληρωμής “σε πρώτη ζήτηση” ή “απλή ειδοποίηση” -που συνήθως εκδίδεται με τη μεσολάβηση Τράπεζας- στην άμεση απόλαυση του ποσού αυτής, αφού η Τράπεζα, που ανέλαβε πλέον την υποχρέωση να πληρώσει σε πρώτη ζήτηση ή με απλή ειδοποίηση ή δήλωση, δε μπορεί να αρνηθεί την καταβολή του ποσού της εγγυητικής επιστολής προς το δανειστή, επικαλούμενη ανυπαρξία ή πλημμέλεια της βασικής σχέσης ή ακόμη και να αμφισβητήσει τον λόγο κατάπτωσης της εγγυητικής επιστολής, πολύ δε περισσότερο να αντιτάξει από τη σχέση κάλυψης ενστάσεις του εντολέα της πρωτοφειλέτη. Δεν καθίσταται όμως η εγγυητική επιστολή αφηρημένη υπόσχεση χρέους ούτε αποβάλλει το χαρακτήρα της ως σύμβασης εξασφαλιστικής των δικαιωμάτων του οφειλέτη από τη βασική σχέση και με την έννοια αυτή η τράπεζα δεν υποχρεούται να καταβάλει στο δανειστή για αιτία, η οποία δεν καλύπτεται από την εγγυητική επιστολή (ΑΠ1884/2013, ΑΠ1793/2008, ΑΠ16/2008). Επί πλέον, στην περίπτωση εγγυητικής επιστολής με μία από τις παραπάνω ρήτρες, μετά την κατάπτωση αυτής και την καταβολή του ποσού της στον δανειστή υπέρ του οποίου δόθηκε, ο πρωτοφειλέτης, πελάτης της εγγυήτριας τράπεζας, ο οποίος είναι αυτός που πράγματι θα καταβάλλει το ποσό της εγγυητικής επιστολής, αφού η τράπεζα το εισπράττει από αυτόν πραγματικά ή λογιστικά (αν έχει σε αυτή χρηματικό λογαριασμό), επικαλούμενος ότι δεν συντρέχει πραγματικός ή νομικός λόγος καταπτώσεως της εγγυητικής επιστολής, δικαιούται να στραφεί εναντίον του δανειστή που εισέπραξε το ποσό της εγγυητικής επιστολής και να ζητήσει ό,τι ο τελευταίος εισέπραξε χωρίς νόμιμη αιτία. Η αναζήτηση αυτή θα γίνει με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 904 ΑΚ) ή και αδικοπραξίας (άρθρα 914 και 919 ΑΚ), εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της τελευταίας. Η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, από άποψη ουσιαστικού δικαίου είναι επιβοηθητική, ασκούμενη όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση αξίωσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού σε αντίθετη περίπτωση δεν δύναται να γίνει λόγος για έλλειψη νόμιμης αιτίας. Αν, όμως, η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ) υπό την αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσεως από σύμβαση ή αδικοπραξία, τότε για την πληρότητα της επικουρικής αυτής αγωγής, αν μεν η κύρια βάση στηρίζεται στη σύμβαση, πρέπει να γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, αν δε η κύρια βάση στηρίζεται στην αδικοπραξία, τότε πρέπει να αναφέρεται μόνο η ωφέλεια που αποκόμισε ο εναγόμενος από την αδικοπραξία, αφού την παραγραφή της σχετικής αξιώσεως απόκειται στον εναγόμενο να την προτείνει κατ` ένσταση (άρθρο 277 ΑΚ), ώστε μετά την απόσβεση της κύριας αξιώσεως από αδικοπραξία να ενεργοποιηθεί η από το άρθρο 938 ΑΚ επικουρική αγωγική αξίωση για το περιελθόν στον αδικοπραγήσαντα και να δημιουργηθεί η υποχρέωση του δικαστηρίου να εξετάσει την ουσιαστική βασιμότητά της.