Του Λεωνίδα Στεργίου
Παραοικονομία, ανασφάλεια και εξαγωγή μετρητών σε χώρες εκτός Ευρωζώνης είναι οι πιθανές εξηγήσεις που δίνουν τραπεζικά στελέχη, φοροτεχνικοί και φορείς της αγοράς για το παράδοξο της αύξησης των μετρητών στις τσέπες των Ελλήνων εν μέσω τριών lockdown. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, από τον Δεκέμβριο του 2019 μέχρι τον Μάρτιο του 2021 τα μετρητά αυξήθηκαν στην Ελλάδα κατά 3,7 δισ. ευρώ, με ταυτόχρονη και κατακόρυφη αύξηση των καταθέσεων και του αριθμού των ηλεκτρονικών συναλλαγών.
Αντίστοιχο φαινόμενο παρατηρήθηκε σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, κάτι το οποίο χαρακτηρίστηκε σε έκθεση της ΕΚΤ ως παράδοξο και προχώρησε σε ανάλυση στοιχείων για να βρει μια εξήγηση. Από την ανάλυση της ΕΚΤ προέκυψε ότι η αύξηση των μετρητών οφείλεται σε τρεις λόγους:
Πρώτον, για λόγους ανασφάλειας, όπως συμβαίνει σε κάθε κρίση. Ο παράγοντας αυτός εξηγεί περίπου το 28% με 50% του φαινομένου.
Δεύτερον, διακράτηση μετρητών για αγορές χωρίς τη χρήση καρτών και άλλων ηλεκτρονικών μέσων. Αυτό εξηγεί περίπου το 20% με 22% της αύξησης των μετρητών.
Τρίτον, η παρουσία μετρητών ευρώ σε χώρες εκτός Ευρωζώνης, όπου έχει μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη. Ο παράγοντας αυτό εξηγεί το 30% με 50% του φαινομένου.
Στην έκθεση της ΕΚΤ επισημαίνεται ότι δεν υπάρχουν όλα τα αναγκαία δεδομένα και συστήματα ώστε να μετρηθούν και να εντοπιστούν με ακρίβεια όλες οι αιτίες, ενώ σε πολλές περιπτώσεις παρατηρούνται αντιφατικά στοιχεία που μόνο εν μέρει μπορούν να εξηγηθούν. Για παράδειγμα, ο εντοπισμός και η διατήρηση μετρητών σε χώρες εκτός Ευρωζώνης, όπου το ευρώ έχει μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη, μπορεί να εξηγηθεί υπό κανονικές περιπτώσεις στον τουρισμό και σε εμβάσματα. Στη διάρκεια της πανδημίας, με τους περιορισμούς στον τουρισμό, απομένει μόνο η ερμηνεία του εμβάσματος ή άλλων άτυπων μορφών εμβασμάτων ή φυσικής μετακίνησης μετρητών που δεν καταγράφονται στο σύνολό τους. Σε έναν βαθμό αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί είτε για διασυνοριακές αγορές σε καλύτερες τιμές είτε σε αποστολή χρημάτων σε φιλικά και συγγενικά πρόσωπα για την ενίσχυσή τους στην περίοδο της πανδημίας.
Το άλλο παράδοξο σχετίζεται με την ταυτόχρονη αύξηση των μετρητών, των καταθέσεων και των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Λαμβάνοντας υπόψη τα σχόλια της ΕΚΤ, αλλά και τις απόψεις ελληνικών τραπεζικών στελεχών και ανθρώπων της αγοράς που γνωρίζουν τα χαρακτηριστικά της εγχώριας οικονομίας, τα συμπεράσματα καταλήγουν στο ότι οι ηλεκτρονικές συναλλαγές αυξήθηκαν σε αριθμό και όχι σε αξία. Αυξήθηκαν κατακόρυφα οι ηλεκτρονικές συναλλαγές για μικρής αξίας αγορές και οι ανέπαφες συναλλαγές. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα εκτιμάται ότι ο αριθμός των συναλλαγών με κάρτες ανήλθε το 2020 σε 1,2 δισ., σημειώνοντας διψήφιο ποσοστό ανόδου σε σχέση με το 2019. Ωστόσο, η συνολική αξία των συναλλαγών ήταν μειωμένη το 2020 σε σχέση με το 2019. Βέβαια, το σύνολο των εγχρήματων συναλλαγών μέσω όλων των ηλεκτρονικών συστημάτων σημείωσε άνοδο, αφού άνω του 90% με 93% των συναλλαγών αυτών πραγματοποιήθηκαν από τα ηλεκτρονικά δίκτυα των τραπεζών και της ΔΙΑΣ (ebanking, mobile banking, IRIS κ.λπ.).
Ελλάδα: Μέτρα στήριξης, αγορές με κάρτες και ψηφιακό χρήμα
Συνεπώς, οι αγορές προϊόντων και υπηρεσιών μεγαλύτερης αξίας έγιναν με μετρητά. Στελέχη της αγοράς και φοροτεχνικοί δίνουν τις εξής ερμηνείες:
Πρώτον, οι κλειστές επιχειρήσεις και κυρίως τα κλειστά μαγαζιά σε πολλούς κλάδους δημιούργησαν μια παράλληλη οικονομία. Δηλαδή έγιναν πωλήσεις, αλλά εκτός καταστημάτων. Για παράδειγμα, μπορεί ένα κατάστημα να ήταν κλειστό, αλλά έκανε πωλήσεις στη γειτονιά, χωρίς να μπορεί να κόψει απόδειξη, διότι λόγω ΚΑΔ θα έπρεπε να μη λειτουργεί. Ο περιορισμός αυτός οδήγησε συναλλαγές με μετρητά. Αυτό μπορεί να συνέβη και στην παροχή κάποιων υπηρεσιών (π.χ., περιποίηση μαλλιών κ.λπ.). Η ερμηνεία αυτή ίσως εξηγεί και τη μικρή πτώση της κυκλοφορίας μετρητών τον Ιανουάριο, όταν δηλαδή άνοιξαν κάποιες δραστηριότητες έστω και με click away ή click inside, με ραντεβού κ.λπ. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, πέρασε πάλι στα POS και στις ταμειακές μηχανές τζίρος που μέχρι εκείνη τη στιγμή γινόταν σε μια παράλληλη-γκρίζα αγορά.
Δεύτερον, το μέτρο της επιστρεπτέας προκαταβολής και άλλα μέτρα ενίσχυσης που είχαν ως κριτήριο τη μείωση του τζίρου σε σχέση με εκείνον της προηγούμενης χρονιάς ενίσχυσε την τάση σε ανοιχτές επιχειρήσεις λόγω ΚΑΔ να μην εμφανίζουν όλες τις πωλήσεις. Η πώληση που δεν πέρασε από την ταμειακή μηχανή έγινε με μετρητά.
Τρίτον, το μέτρο της αναστολής εργασίας, δυστυχώς, καταστρατηγήθηκε από ορισμένες επιχειρήσεις. Παρατηρήθηκε, λοιπόν, το φαινόμενο κατά το οποίο επιχειρήσεις έβγαζαν σε αναστολή το προσωπικό τους ή μέρος αυτού, ενώ συνέχιζε να εργάζεται. Το κράτος έδινε το ποσό της αποζημίωσης για την αναστολή και οι επιχειρήσεις συμπλήρωναν το υπόλοιπο ποσό για να φτάσει το ύψος του μισθού (ή πιο πάνω από την αποζημίωση της αναστολής) με “μαύρα”. Τα οποία “μαύρα” είχαν δημιουργηθεί με τζίρο που δεν πέρασε από τα POS και τις ταμειακές μηχανές.
Τέταρτον, στα μετρητά (νόμισμα σε κυκλοφορία) περιλαμβάνεται και το ψηφιακό χρήμα. Τα ηλεκτρονικά πορτοφόλια, με τις διάφορες υπηρεσίες πληρωμών, ενίσχυσαν τη διακίνηση χρήματος μέσω αυτών των παρόχων που προσφέρουν επίσης χρεωστικές κάρτες και προπληρωμένες. Με τη χρήση της κάρτας του παρόχου με έδρα το εξωτερικό, ή με το ηλεκτρονικό πορτοφόλι ή με μετρητά (ανάληψη μία φορά με την κάρτα μέσω ΑΤΜ) γίνονταν αγορές σε βενζινάδικα, σούπερ-μάρκετ και άλλες ανοιχτές επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια των lockdown.
Το κοινό συμπέρασμα των ανθρώπων της αγοράς και των τραπεζών είναι ότι οι κλειστές επιχειρήσεις και τα κλειστά μαγαζιά για τόσο πολλούς μήνες όχι μόνο χτύπησαν την οικονομία, αλλά δημιούργησαν μια παράλληλη-άτυπη ανοιχτή αγορά, χωρίς να καταγράφεται ο τζίρος, χάνοντας το Δημόσιο έσοδα και βάζοντας και την υγεία σε κίνδυνο. Για τους μεν καταναλωτές ήταν επιλογή ανάγκης, διότι, για παράδειγμα, έπρεπε να βρουν ένα αγαθό ή μια υπηρεσία, για τις δε κλειστές επιχειρήσεις ήταν ανάγκη επιβίωσης ή τουλάχιστον να διασώσουν ό,τι μπορούσαν κατά τη μακρά περίοδο των lockdown.