Πώς άλλαξε το προφίλ των ενδιαφερόμενων για τραπεζικό δανεισμό η οικονομική κρίση
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 2000 δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως η ικανοποίηση κάθε ανάγκης ήταν τις περισσότερες φορές δυνατή. Η είσοδος της χώρας στο ευρώ εξασφάλισε στις τράπεζες απεριόριστη φθηνή ρευστότητα, την οποία διοχέτευσαν σε μεγάλο βαθμό σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Ήθελες να πάρεις σπίτι; Στεγαστικό δάνειο. Ήθελες να πάρεις αυτοκίνητο; Καταναλωτικό δάνειο. Ήθελες να πας διακοπές; Όλα στην κάρτα.
Οι Έλληνες ίσως για πρώτη φορά κατάφεραν να κάνουν πολλές από τις επιθυμίες τους πραγματικότητα, με την υποστήριξη του τραπεζικού τομέα.
Πανεύκολες εγκρίσεις
Οι εκταμιεύσεις γίνονταν ταχύτατα, ενώ και οι ίδιες οι τράπεζες προέτρεπαν τους πελάτες τους να δανειστούν.
Στα στεγαστικά δάνεια το ποσοστό χρηματοδότησης, με διάφορα τεχνάσματα που προωθούσαν οι τράπεζες, μπορούσε να φτάσει έως και το 120% – 130% της αξίας του ακινήτου, μεγάλα καταναλωτικά δάνεια που χρησιμοποιούνταν για δευτερεύουσες ανάγκες δίνονταν χωρίς αυστηρό έλεγχο των πιστοληπτικών κριτηρίων, ενώ η απόκτηση μίας πιστωτικής κάρτας με υψηλό υπόλοιπο ήταν υπόθεση της μίας επίσκεψης στην τράπεζα για την αίτηση.
Ήταν η περίοδος που όταν έμπαινε κάποιος σε κατάστημα για καταθετικό λογαριασμό, σχεδόν τον αγνοούσαν. Με ανοιχτές γραμμές χρηματοδότησης της τάξης των 50 δισ. ευρώ, τα πιστωτικά ιδρύματα δεν καίγονταν για ενίσχυση της ρευστότητάς τους με καταθέσεις.
Αντιθέτως, όσοι ήθελαν δάνειο, είχαν άμεση προτεραιότητα στην εξυπηρέτησή τους, καθώς από τις επιδόσεις τους σε αυτόν τον τομέα εξαρτιόνταν η κερδοφορία του εκάστοτε ομίλου.
Το ξέσπασμα της κρίσης
Όλα αυτά μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης χρέους το 2010, που σήμανε το τέλος της εποχής των παχειών αγελάδων. Σταδιακά, όχι μόνο έκλεισαν οι κάνουλες των δανείων, αλλά και όσοι είχαν υπερδανειστεί κινδύνευαν με απώλεια περιουσιακών τους στοιχείων, καθώς τα μειωμένα λόγω κρίσης εισοδήματα, δεν επέτρεπαν πλέον την εξυπηρέτηση του χρέους.
Μπορεί οι νόμοι προστασίας των δανειοληπτών να δημιούργησαν μία μεγάλη ασπίδα προστασίας, ακόμη και σε κάποιους που δεν το δικαιούνταν, ωστόσο η αλλαγή των συνθηκών ήταν πλέον σαρωτική.
Η εξασφάλιση ενός δανείου γινόταν όλο και πιο δύσκολη, περνώντας το λανθασμένο μήνυμα σε μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας ότι οι τράπεζες σταμάτησαν εντελώς τις χορηγήσεις.
Η εμπειρία αυτή όμως ήταν αναμφίβολα και διδακτική. Τα δύσκολα χρόνια της οικονομικής κρίσης, έκαναν τους δανειολήπτες σαφώς πιο ώριμους και πιο συντηρητικούς.
Ο δανειολήπτης του σήμερα
Η αλλαγή των τάσεων στη στεγαστική πίστη της περιόδου 2003 – 2009 σε σχέση με το σήμερα, είναι ενδεικτική. Τα τρία τελευταία χρόνια όσοι υποβάλλουν αίτηση είναι σαφώς πιο προσεκτικοί και συνειδητοποιημένοι σε σχέση με το παρελθόν.
Στα στεγαστικά δάνεια για παράδειγμα, οι υποψήφιοι διαθέτουν στην πλειονότητά τους ένα σημαντικό μέρος του τιμήματος για το ακίνητο που τους ενδιαφέρει και δηλώνουν στην εφορία εισοδήματα επαρκή για την ομαλή αποπληρωμή του δανείου που ζητούν.
Σύμφωνα με τραπεζική πηγή, το μέσο ποσοστό χρηματοδότησης επί της αξίας του ακινήτου διαμορφώθηκε το 2020 στο 60%. Αυτό σημαίνει ότι οι δανειολήπτες συμμετείχαν στην αγορά του με ποσοστό 40%, παρότι η ίδια συμμετοχή τους θα μπορούσε να πέσει ακόμη και στο μισό, στο 20%.
Ενώ πριν 15 χρόνια δεν έβαζαν ούτε 1 ευρώ σε αρκετές περιπτώσεις. Ακόμη και τα συμβολαιογραφικά έξοδα καλύπτονταν από τα δάνεια.
Έτσι, η μέση αξία των ακινήτων που αποκτήθηκαν με τραπεζική χρηματοδότηση διαμορφώθηκε στα επίπεδα των 125.000 ευρώ και το μέσο δάνειο στις 75.000 ευρώ.
Είναι πλέον σαφές πως οι δανειολήπτες επιθυμούν να αυξήσουν τη συμμετοχή τους, για να μειώσουν τόσο το κόστος χρηματοδότησης όσο και το ρίσκο που αναλαμβάνουν. Κι αυτό διότι η απελευθέρωση των πλειστηριασμών μπορεί να βάλει κάποιον σε μπελάδες αν κάτι πάει στραβά.
Στροφή στα σταθερά επιτόκια
Η στρατηγική περιορισμού του κινδύνου ερμηνεύει και τη στροφή των δανειοληπτών σε προγράμματα σταθερού επιτοκίου για διάστημα 5 έως 30 ετών, τα οποία πλέον έχουν υποχωρήσει σημαντικά, στην περιοχή του 3%-4%.
Τους τελευταίους μήνες, σχεδόν τα μισά δάνεια της κατηγορίας δίνονται με σταθερό επιτόκιο, ενώ περίπου στο 1/3 των συγκεκριμένων εκταμιεύσεων το επιτόκιο είναι σταθερό για όλη τη διάρκεια εξόφλησης.
Με τον τρόπο αυτό, ο δανειολήπτης γνωρίζει εκ των προτέρων το ακριβές ύψος των δόσεων που θα κληθεί να πληρώσει για την εξυπηρέτηση του χρέους του.