Πέραν της στρατηγικής για τη διαχείριση του αριθμητή (του χρέους) θα πρέπει να επικεντρωθούμε με όλες μας τις δυνάμεις στην αύξηση του παρανομαστή (του ΑΕΠ) και μάλιστα με ταχείς ρυθμούς που θα αποσοβήσουν τη διόγκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ
Παγκοσμίως, εξαιτίας της πανδημίας, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε το 2020 με ανεπανάληπτο ρυθμό. Επιπλέον αυτού, σχεδόν το σύνολο των οικονομιών του κόσμου είχε σημαντική, αν όχι δραματική, συρρίκνωση της παραγωγής και των εισοδημάτων, με αποτέλεσμα ο λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ να έχει φύγει εκτός ορίων.
Ενδεικτικά, το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ έχει ξεπεράσει το 130% του ΑΕΠ από 107% προ πανδημίας, της Γερμανίας έφτασε σχεδόν στο 70% από 60%, της Γαλλίας στο 116% από 98%, της Ιταλίας στο 156% από 135%, της Ισπανίας στο 120% από 95,5% (ο μ.ο. όλων των κρατών-μελών της ΕΕ έφτασε στο 90,7% από 77,5%) και του ΗΒ στο 104,5% από 85%. Όσον αφορά στην Ελλάδα, το δημόσιο χρέος έφτασε στο 205,6%, από 180,5% που ήταν προ της πανδημίας. Ευτυχώς, οι αγορές αυτήν τη στιγμή δεν φαίνεται να λαμβάνουν «τοις μετρητοίς» αυτόν το λόγο, ως πραγματικό δείκτη της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς θεωρούν ότι ο παρονομαστής βρίσκεται σε προσωρινή συστολή. Παρόλα αυτά, ανάλογα με την εξέλιξη της πανδημίας και τον τρόπο επανεκκίνησης των οικονομιών, είναι ιδιαίτερα πιθανό κάποιες από αυτές –ιδιαίτερα οι πιο αδύναμες– να βρεθούν στη δίνη μιας γενικότερης κρίσης εμπιστοσύνης, η οποία θα λάβει χώρα είτε ως κρίση χρέους, είτε ως νομισματική κρίση.
Ασφαλώς στο παρόν προέχει η αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης και συνεπώς καλώς πραγματοποιείται η μεγαλύτερη δυνατή προσπάθεια προς αυτόν τον σκοπό. Όμως, δεν θα πρέπει να αγνοούμε το ενδεχόμενο μιας κρίσης χρέους μετά την πανδημία. Το γεγονός ότι το ζήτημα του δημοσίου χρέους θα είναι γενικευμένο πρόβλημα πολλών κρατών της ΕΕ ή της ευρωζώνης δεν συνεπάγεται ότι θα επιλυθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αντίθετα, μια τέτοια κρίση δεν θα είναι καθόλου συμμετρική ως προς τα κράτη-μέλη της ΕΕ και θα πρέπει ήδη να προεξοφλούμε ότι τα κράτη εκείνα που δεν θα αντιμετωπίζουν ιδιαίτερο πρόβλημα χρέους δεν θα συναινέσουν καθόλου εύκολα σε μια διευθέτηση του ζητήματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Επομένως, οφείλουμε να χαράξουμε την στρατηγική αντιμετώπισης της πανδημίας και υποβοήθησης της ελληνικής οικονομίας με ρεαλισμό προεξοφλώντας ένα τέτοιο δυσμενές ενδεχόμενο.
Τι θα πρέπει να κάνουμε λοιπόν για να ενδυναμώσουμε την οικονομίας μας; Πως θα διαχειριστούμε καλύτερα αυτήν την κατάσταση αντλώντας μαθήματα και από την πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση και την κρίση χρέους στη χώρα μας;
Κατ’ αρχάς, η πανδημική κρίση δεν συνιστά άλλοθι για αλόγιστες δημόσιες δαπάνες. Οι όποιες δαπάνες πραγματοποιούνται θα πρέπει να αποφασίζονται με μεγάλη περίσκεψη, συνυπολογίζοντας πάντα τον τρόπο και το κόστος χρηματοδότησής τους, στο παρόν αλλά και στο μέλλον. Το ίδιο θα πρέπει να συμβαίνει και με τα μέτρα περιορισμού της μετάδοσης της ιού. Τα μέτρα αυτά ενέχουν διττό οικονομικό κόστος: στα δημόσια έσοδα και στην οικονομική δραστηριότητα. Η αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων στην αντιμετώπιση της πανδημίας στην Ελλάδα είναι φυσικά το κύριο ζητούμενο, αλλά θα πρέπει αυτά να αξιολογούνται και ως προς την αποδοτικότητά τους. Πλέον έχουμε αρκετά δεδομένα για να το πετύχουμε. Επιπλέον, θα πρέπει ως χώρα με βάση τους βαθμούς ελευθερίας που διαθέτουμε να οργανώσουμε μια βιώσιμη στρατηγική για τη διαχείριση του χρέους σε οικονομικό αλλά και διπλωματικό-ευρωπαϊκό επίπεδο.
Πέραν όμως της στρατηγικής για τη διαχείριση του αριθμητή (του χρέους) θα πρέπει να επικεντρωθούμε με όλες μας τις δυνάμεις στην αύξηση του παρανομαστή (του ΑΕΠ) και μάλιστα με ταχείς ρυθμούς που θα αποσοβήσουν τη διόγκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, που αποτελεί μια σημαντική εστία αβεβαιότητας για την ελληνική οικονομία. Για να επιτύχουμε τη γρηγορότερη δυνατή επανεκκίνηση και ανάπτυξη της οικονομίας χρειαζόμαστε όσο ποτέ άλλοτε επενδύσεις. Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται σε μια διαρκή, και μάλιστα εντατική, κατάσταση αποεπένδυσης από το 2010, με τη σωρευτική απώλεια πάγιου κεφαλαίου να υπολογίζεται άνω των €115 δισ, ή για να έχουμε μια αναλογία –τα 2/3 του ΑΕΠ της Ελλάδας. Μάλιστα κάποιες χρονιές καταγράφεται αποεπένδυση της τάξης των 15δισ. Δεν χρειάζεται να έχει κανείς εξειδικευμένες γνώσεις για να αντιληφθεί ότι δεν γίνεται να υπάρξει βιώσιμη ανάπτυξη χωρίς να σταματήσει αυτή η αιμορραγία φυσικού κεφαλαίου.
Εκτός όμως από το ποσοτικό ζήτημα των απαραίτητων επενδύσεων τίθεται και το ζήτημα της ποιοτικής τους διάρθρωσης. Το μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας πριν την κρίση, με το πολύ μεγάλο μερίδιο επενδύσεων στον κατασκευαστικό τομέα (~60%) και δη των κατοικιών (~38%), έχει χρεοκοπήσει. Θα πρέπει να δοθεί σαφής έμφαση στην προσέλκυση των επενδύσεων με το μεγαλύτερο αναπτυξιακό αποτύπωμα: τις επενδύσεις σε υποδομές, παραγωγικό εξοπλισμό και προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας που ως επί τω πλείστων ενσωματώνουν καινοτομία. Επιπλέον αυτού, έμφαση θα πρέπει να δοθεί στις επενδύσεις με τη σχετικά μεγαλύτερη επίπτωση στην απασχόληση, ήτοι τις επενδύσεις σε κλάδους εντάσεως εργασίας. Η σχετική επέκταση αυτών των κλάδων θα επιφέρει ταχύτερη μείωση της ανεργίας –και άρα σύγκλιση του εισοδήματος στο δυνητικό εισόδημα– και βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, εξαιτίας της μετατόπισης και καλύτερης εκμετάλλευσης των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της ελληνικής οικονομίας.
Και είναι αλήθεια υπάρχουν πολλές ανεκμετάλλευτες επενδυτικές ευκαιρίες στη χώρα μας. Η διαΝΕΟσις έχει αναδείξει μέσω των διεξοδικών ερευνών και των κειμένων πολιτικής της για την επανεκκίνηση της οικονομίας αρκετές. Ενδεικτικά, σε βάθος 5-ετιας η Ελλάδα θα μπορούσε να κερδίσει 13,5 δις, και να δημιουργηθούν 175.000 θέσεις εργασίας από τον τουρισμό τρίτης ηλικίας, την πώληση κατοικιών και τη διαμονή μακράς διαρκείας τουριστών τρίτης ηλικίας, τον ιατρικό και τον ιαματικό τουρισμό. Αντίστοιχα είναι μόνο τα μεγέθη από τον τουρισμό ευεξίας που απευθύνεται κυρίως στους νέους.
Αλλά και η αναδιάρθρωση του πρωτογενούς τομέα με την παράλληλη αξιοποίηση των σύγχρονων τεχνολογιών της επονομαζόμενης ευφυούς γεωργίας μπορεί να πολλαπλασιάσει την συμβολή του στο ΑΕΠ, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και να αυξήσει τα εισοδήματα των επαγγελματιών αγροτών. Ακόμη, η εξοικονόμηση ενέργειας μπορεί να αποδειχθεί ως ο καλύτερος και αποδοτικότερος τομέας για επενδύσεις, αφού οι χρησιμοποιούμενες πρώτες ύλες οι παραγόμενες από ελληνικές επιχειρήσεις μπορούν να φθάσουν μέχρι και το 75%.
Φαίη Μακαντάση, Επικεφαλής Ερευνών διαΝΕΟσις
Ηλίας Βαλεντής, Research Analyst διαΝΕΟσις