Δικαστήριο ΕΕ: Ευθύνη αερομεταφορέα σε περίπτωση δυστυχήματος, έννοια του «δυστυχήματος» και δίκαιο ΕΕ
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 12-05-2021 απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφάνθηκε ότι ο όρος «δυστύχημα», στο πλαίσιο των διατάξεων της Σύμβασης του Μόντρεαλ [Σύμβαση για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων στις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές, η οποία συνήφθη στις 28 Μαΐου 1999 στο Μόντρεαλ και η οποία υπογράφηκε από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα στις 9 Δεκεμβρίου 1999 και εγκρίθηκε, εξ ονόματός της, με την απόφαση 2001/539/ΕΚ του Συμβουλίου], δεν καλύπτει ανώμαλη προσγείωση την οποία ο οικείος επιβάτης εκλαμβάνει ως απρόβλεπτο συμβάν, μολονότι πραγματοποιείται υπό φυσιολογικές συνθήκες λειτουργίας του οικείου αεροσκάφους.
Ιστορικό της υπόθεσης
Στις 20 Μαρτίου 2014 η YL ταξίδεψε από τη Βιέννη (Αυστρία) στο Saint‑Gall‑Altenrhein (Ελβετία) με πτήση της Altenrhein Luftfahrt. Ισχυρίστηκε ότι εξαιτίας της προσγείωσης του αεροσκάφους υπέστη κήλη του μεσοσπονδυλίου δίσκου.
Κατά την προσγείωση, ο καταγραφέας πτήσης κατέγραψε κατακόρυφη φόρτιση της τάξεως των 1,8 g. Το αιτούν δικαστήριο επεσήμανε συναφώς ότι, μολονότι μια τέτοια προσγείωση δύναται υποκειμενικά να θεωρηθεί ανώμαλη, η τιμή αυτή βρισκόταν πάντως, από αεροναυτικής απόψεως και λαμβανομένης υπόψη της ανοχής μετρήσεως, εντός του ορίου φυσιολογικής λειτουργίας του αεροσκάφους. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις προδιαγραφές του κατασκευαστή, η μέγιστη δυνατή φόρτιση του συστήματος προσγείωσης και των φερόντων στοιχείων του αεροσκάφους ανέρχεται στα 2 g. Το αιτούν δικαστήριο πρόσθεσε ότι, λόγω της ορεινής περιοχής στην οποία βρίσκεται ο αερολιμένας του Saint‑Gall‑Altenrhein, μια ανώμαλη προσγείωση είναι πιθανότερη, για λόγους ασφάλειας, σε σχέση με μια πάρα πολύ ομαλή, ενώ εν προκειμένω δεν διαπιστώθηκε σφάλμα του πιλότου.
Η YL άσκησε αγωγή ενώπιον του Handelsgericht Wien (εμποροδικείου Βιέννης, Αυστρία) κατά της Altenrhein Luftfahrt, με αίτημα να αναγνωριστεί η ευθύνη του αερομεταφορέα για την προβαλλόμενη ζημία, δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, της Σύμβασης του Μόντρεαλ, και να υποχρεωθεί ο αερομεταφορέας να της καταβάλει το ποσό των 68.858 Ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Προς στήριξη της αγωγής της, η YL υποστήριξε ότι η προσγείωση πρέπει να χαρακτηριστεί ως ανώμαλη και, ως εκ τούτου, να θεωρηθεί ότι συνιστά «δυστύχημα» κατά την έννοια της ως άνω διάταξης.
Αντιθέτως, η Altenrhein Luftfahrt υποστήριξε ότι η προσγείωση πραγματοποιήθηκε υπό φυσιολογικές συνθήκες λειτουργίας του αεροσκάφους και, κατά συνέπεια, πρόκειται για ένα σύνηθες κατά τη διάρκεια μιας πτήσης συμβάν και όχι για «δυστύχημα», κατά την έννοια της ως άνω διάταξης.
Με απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2019, το Handelsgericht Wien (εμποροδικείο Βιέννης) απέρριψε την αγωγή με το σκεπτικό ότι μια προσγείωση μπορεί να χαρακτηριστεί ως «δυστύχημα», το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για τον καταλογισμό ευθύνης στον αερομεταφορέα βάσει του άρθρου 17 της Σύμβασης του Μόντρεαλ, μόνον αν είναι εξαιρετικά ανώμαλη, ενώ εν προκειμένω κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Το ως άνω δικαστήριο έκρινε ότι συμβάντα τα οποία είναι συνήθη κατά τη διάρκεια της πτήσης, όπως μια ανώμαλη προσγείωση ή ένα απότομο φρενάρισμα, δεν δικαιολογούν καταλογισμό ευθύνης στον αερομεταφορέα, δεδομένου ότι ο μέσος ενημερωμένος επιβάτης τα γνωρίζει και τα αποδέχεται ως ενδεχόμενα.
Με απόφαση της 29ης Απριλίου 2019, το Oberlandesgericht Wien (εφετείο Βιέννης, Αυστρία) επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Το εν λόγω δικαστήριο, χωρίς να αποκλείει το ενδεχόμενο μια ανώμαλη προσγείωση να συνιστά κατ’ εξαίρεση «δυστύχημα», κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, της Σύμβασης του Μόντρεαλ, έκρινε ότι τούτο προϋποθέτει υπέρβαση των ορίων που έχει θέσει ο κατασκευαστής του αεροσκάφους για τη φόρτιση του συστήματος προσγείωσης και των φερόντων στοιχείων του αεροσκάφους. Το ίδιο δικαστήριο έκρινε επίσης ότι στην περίπτωση συνήθους για τα δεδομένα των αερομεταφορών προσγείωσης, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίσταται δυστύχημα.
Το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία), το οποίο επιλήφθηκε της αιτήσεως αναιρέσεως (Revision) την οποία άσκησε η YL κατά της ως άνω απόφασης, εκτίμησε ότι μια ανώμαλη προσγείωση πραγματοποιείται υπό φυσιολογικές συνθήκες λειτουργίας του αεροσκάφους όταν η φόρτιση του συστήματος προσγείωσης και των φερόντων στοιχείων του αεροσκάφους παραμένει κάτω των ορίων που έχει θέσει ο κατασκευαστής, η υπέρβαση των οποίων καθιστά αναγκαίο τον τεχνικό έλεγχο του αεροσκάφους. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, η προσγείωση είναι ανώμαλη όταν, εν αντιθέσει προς την ομαλή, οι κραδασμοί της δεν απορροφώνται σε μεγάλο βαθμό από το σύστημα προσγείωσης του αεροσκάφους, με αποτέλεσμα να γίνεται έντονα αισθητή από τους επιβάτες.
Στο πλαίσιο αυτό, το εν λόγω δικαστήριο ζήτησε να διευκρινιστεί αν μια ανώμαλη προσγείωση, η οποία όμως πραγματοποιείται υπό φυσιολογικές συνθήκες λειτουργίας του οικείου αεροσκάφους, μπορεί να χαρακτηριστεί ως «απρόβλεπτο και ακούσιο δυσάρεστο συμβάν που προξενεί ζημία» και, ως εκ τούτου, να εμπίπτει στην έννοια του όρου «δυστύχημα» κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, της Σύμβασης του Μόντρεαλ, όπως ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Niki Luftfahrt, C‑532/18 (σκέψη 35).
Σύμφωνα με μια πρώτη προσέγγιση, μια ανώμαλη προσγείωση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία πραγματοποιείται μεν υπό φυσιολογικές συνθήκες λειτουργίας του αεροσκάφους, αλλά για τον επιβάτη επέρχεται αιφνιδίως και απρόσμενα και προξενεί, κατά τους ισχυρισμούς του, σωματικούς τραυματισμούς, συνιστά «δυστύχημα» κατά την έννοια της ως άνω διάταξης. Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε, συνεπώς, να διευκρινιστεί αν η εκτίμηση των ανωτέρω κριτηρίων θα πρέπει να γίνεται από την οπτική γωνία του οικείου επιβάτη, υπό την έννοια ότι απρόβλεπτο θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε συμβάν επέρχεται αιφνιδίως και του οποίου την επέλευση ο επιβάτης δεν ανέμενε. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η χρήση του όρου «απρόβλεπτο», αντί του όρου «μη δυνάμενο να προβλεφθεί», στην απόφαση Niki Luftfahrt, C‑532/18 (σκέψη 35), υποδηλώνει ότι θα πρέπει να εξετάζεται το ζήτημα αν ο οικείος επιβάτης είχε προβλέψει το επίμαχο γεγονός.
Αντιθέτως, σύμφωνα με μια δεύτερη προσέγγιση, μια ανώμαλη προσγείωση μπορεί να χαρακτηριστεί ως «δυστύχημα», κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, της Σύμβασης του Μόντρεαλ, μόνον εφόσον έχει καταγραφεί σημαντική υπέρβαση των ορίων που έχει θέσει ο κατασκευαστής για τη φόρτιση του συστήματος προσγείωσης και των φερόντων στοιχείων του οικείου αεροσκάφους. Κατά την προσέγγιση αυτή, δεν μπορεί να θεμελιωθεί ευθύνη του αερομεταφορέα, βάσει της συγκεκριμένης διάταξης, στην περίπτωση συμβάντων τα οποία εντάσσονται στο πλαίσιο φυσιολογικών συνθηκών λειτουργίας του αεροσκάφους, ακόμη και αν επέρχονται αιφνιδίως και απρόσμενα για τον επιβάτη και του προξενούν σωματικούς τραυματισμούς. Εάν, σε ανάλογη περίπτωση, ο επιβάτης υποστεί σωματικό τραυματισμό, ο τραυματισμός αυτός θα οφείλεται κατά κανόνα σε κάποια ιδιαίτερη προδιάθεσή του, η οποία δεν μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη του αερομεταφορέα.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να ρωτήσει το Δικαστήριο αν υφίσταται «δυστύχημα» κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 1, της Σύμβασης του Μόντρεαλ σε περίπτωση που μια ανώμαλη, αλλά υπό φυσιολογικές συνθήκες λειτουργίας του αεροσκάφους, προσγείωση προξενεί τον τραυματισμό επιβάτη.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, της Σύμβασης του Μόντρεαλ, έχει την έννοια ότι ο διαλαμβανόμενος σε αυτό όρος «δυστύχημα» δεν καλύπτει προσγείωση η οποία πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις διαδικασίες και τους περιορισμούς πτητικής λειτουργίας που εφαρμόζονται στο επίμαχο αεροσκάφος, περιλαμβανομένων των οικείων προβλέψεων ή περιθωρίων όσον αφορά τους παράγοντες που σχετίζονται με τις επιδόσεις και επηρεάζουν σημαντικά την προσγείωση, λαμβανομένων υπόψη και των κανόνων της επιστήμης και των βέλτιστων πρακτικών που εφαρμόζονται στον τομέα της λειτουργίας των αεροσκαφών, ακόμη και αν κατά την αντίληψη του οικείου επιβάτη πρόκειται για απρόβλεπτο συμβάν.
Γίνεται υπόμνηση ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA