Γεν. εισαγγελέας ΔΕΕ: «Σύνθεση δικαστικών σχηματισμών σε ποινικές υποθέσεις στην οποία μετέχουν δικαστές που έχουν αποσπασθεί με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και ανεξαρτησία του δικ. σχηματισμού που εξέδωσε τη διάταξη περί προδικαστικής παραπομπής
Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τις δημοσιευθείσες στις 20-05-2021 προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Michal Bobek τονίζει ότι το δίκαιο της Ένωσης αποκλείει την πολωνική πρακτική της απόσπασης δικαστών σε ανώτερα δικαστήρια η οποία μπορεί να τερματισθεί ανά πάσα στιγμή κατά τη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος είναι ταυτόχρονα γενικός εισαγγελέας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι προτάσεις αυτές δημοσιεύθηκαν στο πλαίσιο ιδιαίτερα ενδιαφέρουσων υποθέσεων οι οποίες εγείρουν κρίσιμα ζητήματα σχετικά με το παραδεκτό των προδικαστικών ερωτημάτων τα οποία αφορούν την απαίτηση περί ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης βάσει του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ. Έτσι, το ΔΕΕ καλείται να διευκρινίσει τα όρια του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ.
Επιπλέον σύμφωνα με τον γεν. εισαγγελέα Bobek, οι υπό κρίση υποθέσεις εγείρουν ένα σημαντικό ζήτημα ουσίας, το οποίο έχει ως εξής: αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης εθνικές διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος συγχρόνως έχει και την ιδιότητα του γενικού εισαγγελέα, μπορεί, βάσει κριτηρίων που δεν δημοσιοποιούνται, να αποσπά δικαστές σε ανώτερα δικαστήρια επ’ αορίστω και να ανακαλεί ανά πάσα στιγμή την εν λόγω απόσπαση κατά διακριτική ευχέρεια;
Ιστορικό της υπόθεσης
Στο πλαίσιο επτά ποινικών υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιόν του, το περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας (Πολωνία) αποφάσισε να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ προκειμένου να διευκρινιστεί η συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης ορισμένων διατάξεων του εθνικού δικαίου που παρέχουν στον Υπουργό Δικαιοσύνης/γενικό εισαγγελέα την εξουσία να αποσπά δικαστές σε ανώτερα δικαστήρια επ’ αορίστω και, ανά πάσα στιγμή, να μπορεί να ανακαλεί την εν λόγω απόσπαση κατά διακριτική ευχέρεια.
Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι εν λόγω διατάξεις ενδέχεται να αντιβαίνουν στην απαίτηση περί ανεξαρτησίας του εθνικού δικαστικού σώματος, η οποία απορρέει από το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 ΣΕΕ.
Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι καθένας εκ των δικαστικών σχηματισμών που είναι αρμόδιοι για την εκδίκαση της αντίστοιχης υπόθεσης της κύριας δίκης αποτελείται από την αιτούσα δικαστή ως πρόεδρο, καθώς και από δύο άλλους δικαστές. Σε καθεμία από τις υποθέσεις, ένας από τους «άλλους» δικαστές είναι δικαστής ο οποίος έχει αποσπασθεί από κατώτερο δικαστήριο με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης/γενικού εισαγγελέα (αποσπασθέντες δικαστές). Επιπλέον, ορισμένοι από τους αποσπασθέντες δικαστές κατέχουν επίσης τη θέση του «πειθαρχικού εκπροσώπου» του Rzecznik Dyscyplinarny Sędziów Sądów Powszechnych (υπευθύνου πειθαρχικών διαδικασιών για τους δικαστές των τακτικών δικαστηρίων).
Προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ
Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας ΔΕΕ Michal Bobek έκρινε ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 ΣΕΕ και το άρθρο 6 της οδηγίας (ΕΕ) 2016/343 [οδηγίας για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας], έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνικές ρυθμίσεις σύμφωνα με τις οποίες ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος είναι συγχρόνως και γενικός εισαγγελέας, μπορεί, βάσει κριτηρίων που δεν δημοσιοποιούνται, να αποσπά επ’ αορίστω δικαστές σε ανώτερα δικαστήρια και να ανακαλεί ανά πάσα στιγμή την εν λόγω απόσπαση κατά διακριτική ευχέρεια.
Γίνεται υπόμνηση ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.
Υπενθυμίζεται ακόμα ότι η διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα να υποβάλουν στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά αυτή, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, ομοίως, άλλα εθνικά δικαστήρια ενώπιον των οποίων ανακύπτει παρόμοιο ζήτημα.
Το πλήρες κείμενο των προτάσεων είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο CURIA