Τα συμπεράσματα της έκθεσης της τράπεζας για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε σχέση με την πορεία της ελληνικής οικονομίας
γράφει ο Γιάννης Αγουρίδης
Τον κίνδυνο να βάλει «λουκέτο» θα αντιμετωπίσει το 20% των ελληνικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την τελευταία έκθεση της ΕΚΤ για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι αντίστοιχο «καμπανάκι» κινδύνου έκρουσε πρόσφατα και ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας κατά την ετήσια γενική συνέλευση της τράπεζας.
Ο κίνδυνος αυτός έχει προς το παρόν απαληφθεί λόγω των κυβερνητικών μέτρων στήριξης και των εκτεταμένων αναστολών δανείων που έχουν δώσει οι τράπεζες, αλλά παραμένει ιδιαίτερα υψηλός όταν τα μέτρα θα αποσυρθούν.
Ειδικά για τη χώρα μας, η απειλή των εταιρικών πτωχεύσεων είναι αυξημένη λόγω των χαρακτηριστικών της ελληνικής οικονομίας και της υψηλής εξάρτησης που έχει από τον τομέα του τουρισμού.
Ειδικότερα, η ΕΚΤ προβλέπει αύξηση κατά 20% των πτωχεύσεων στην Ελλάδα, σε σχέση με το προ-κρίσης επίπεδα, δηλαδή με εκείνα του 2019, κάτι το οποίο προκύπτει από την ανάλυση των στοιχείων της συγκεκριμένης έκθεσης.
Οι πιο ευάλωτοι κλάδοι
Σύμφωνα πάντα με τη συγκεκριμένη έκθεση, οι πιο ευάλωτοι κλάδοι, δηλαδή αυτοί που επλήγησαν περισσότερο και αυτοί που εμφανίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα στην επανεκκίνηση είναι εκείνοι των υπηρεσιών, του εμπορίου (χονδρικό και λιανικό), μεταφορές και φιλοξενίας (ξενοδοχεία, τουρισμός, κλπ).
Η κεντρική τράπεζα αναφέρει υψηλότερους κινδύνους για τον κλάδο των υπηρεσιών και όσους κλάδους είναι εξαρτημένοι από τους παραπάνω κλάδους.
Μάλιστα, το πρόβλημα εντοπίζεται στις μικρές επιχειρήσεις, ενώ αντίθετα, άλλοι κλάδοι όπως η βαριά βιομηχανία φαίνεται ότι ανακάμπτουν ταχύτερα και ευκολότερα.
Η ελληνική οικονομία επισημαίνεται εξαρτάται από τους περισσότερους ευάλωτους κλάδους που εντοπίζει η ΕΚΤ (υπηρεσίες, τουρισμός, μεταφορές, εμπόριο).
Δοκιμασία
Από εκεί και πέρα, η εκτιμώμενη αύξηση πτωχεύσεων σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιρλανδία θα αποτελέσει, όπως επισημαίνει η ΕΚΤ, δοκιμασία για τις αντοχές των δικαστικών συστημάτων και των καθεστώτων πτώχευσης.
Στη χώρα μας, πολλά θα εξαρτηθούν και από το πως λειτουργήσει στην πράξη ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας, ο οποίος αναμένεται να τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιουνίου.
Στην ίδια έκθεση αναφέρεται πως μια απότομη αύξηση των πτωχεύσεων μπορεί να αποτελέσει πρόκληση για το πλαίσιο αφερεγγυότητας εμποδίζοντας την αποτελεσματική ανακατανομή των πόρων. Αν και, παρά την άνευ προηγουμένου πτώση των εταιρικών εσόδων και κερδών, οι πτωχεύσεις στη ζώνη του ευρώ μειώθηκαν κατά περίπου 20% το 2020 σε σχέση με τα επίπεδα του 2019, η αιτία γι’ αυτό αποδίδεται στα μέτρα υποστήριξης που παρείχαν οι δημόσιες αρχές, τα οποία ανέστειλαν σε αρκετές περιπτώσεις τις υποθέσεις αφερεγγυότητας.
«Μόλις λήξουν τα μέτρα στήριξης, τα πτωχευτικά δικαστήρια θα βρεθούν αντιμέτωπα με μια απότομη αύξηση των υποθέσεων αφερεγγυότητας, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μεγάλη επιβάρυνση του νομικού συστήματος και η επίλυση των υποθέσεων αφερεγγυότητας θα απαιτήσει περισσότερο χρόνο» σημειώνει η ΕΚΤ.
Προβληματική επανεκκίνηση
Από εκεί και πέρα, τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι η επανεκκίνηση δεν πραγματοποιείται με τον τρόπο που αναμενόταν, καθώς πολλές επιχειρήσεις, κυρίως μικρομεσαίες, παρουσιάζουν δυσκολίες να ξαναλειτουργήσουν.
Την ίδια στιγμή, αδυναμίες εντοπίζονται στην αγορά εργασίας (ανεργία), την κερδοφορία επιχειρήσεων και τραπεζών, αλλά και κίνδυνοι που συνδέονται με νέα κόκκινα δάνεια, αύξηση των πτωχεύσεων, πτώση των τιμών ακινήτων και με την άνοδο των μακροπρόθεσμων επιτοκίων.
Οι προειδοποιήσεις αυτές έρχονται τη στιγμή που αυξάνονται οι ανησυχίες για περιορισμό του προγράμματος αγοράς ομολόγων ενισχύοντας τους φόβους για άνοδο επιτοκίων, πληθωρισμός και κινδύνου στασιμοπληθωρισμού.
Ενώ, λοιπόν, οι αγορές περιμένουν τις ανακοινώσεις της συνεδρίασης της ΕΚΤ στις 10 Ιουνίου για να πάρουν σήμα για τις μελλοντικές προθέσεις, η έκθεση κάνει σαφές ότι η ευρωπαϊκή οικονομία έχει ανάγκη για δημοσιονομικά και νομισματικά μέτρα στήριξης, μολονότι αυτό θα έχει επίπτωση στα ελλείμματα και στο χρέος.
Συνεπώς, οι κυβερνήσεις και η ΕΚΤ θα πρέπει να γνωρίζουν ότι η στήριξη γίνεται με κόστος το οποίο θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στο δημοσιονομικό μείγμα κάθε κράτους-μέλους.
Η ΕΚΤ διατυπώνει την εκτίμηση ότι το υφιστάμενο σκηνικό δημιουργεί συνθήκες για μικρότερη από την αναμενόμενη ανάκαμψη φέτος και ενδεχομένως και το 2022.