Ποιος είναι κατά προτεραιότητα αρμόδιος να διαπιστώνει την παράβαση του ΓΚΠΔ και τί γίνεται όταν η πολιτική δίκη τελεσιδικήσει πριν τη διοικητική προσφυγή που εξετάζει αντίθετη απόφαση της Αρχής;
Επιμέλεια: Δημήτρης Βέρρας
[Υπόθεση C-132/21, ΒΕ κατά Ουγγρικής Αρχής Προστασίας Δεδομένων]
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Βουδαπέστης ζητά από το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου να δώσει ερμηνευτική διέξοδο σε υπόθεση διαφωνίας των πολιτικών δικαστηρίων με την αρμόδια ουγγρική Αρχή Προστασίας Δεδομένων.
Ποιος είναι κατά προτεραιότητα αρμόδιος να διαπιστώνει την παράβαση του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων και τί γίνεται όταν η πολιτική δίκη τελεσιδικήσει πριν τη διοικητική προσφυγή που εξετάζει αντίθετη απόφαση της Αρχής;
Τα πραγματικά περιστατικά
Ο προσφεύγων παρέστη ως μέτοχος ανώνυμης εταιρίας στη γενική συνέλευση των μετόχων που πραγματοποιήθηκε στις 26 Απριλίου 2019, κατά τη διάρκεια της οποίας έθεσε επανειλημμένως ερωτήσεις στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και σε άλλους παρισταμένους στη γενική συνέλευση. Στη συνέχεια, ο προσφεύγων ζήτησε από την εταιρεία, ως υπεύθυνη επεξεργασίας, να του παραδώσει, ως ίδια προσωπικά δεδομένα, το φωνογράφημα που είχε καταχωριστεί κατά τη διάρκεια της γενικής συνέλευσης.
Η υπεύθυνη επεξεργασίας έκανε δεκτό το αίτημα αυτό, αλλά παρέδωσε στον προσφεύγοντα αποκλειστικά τα αποσπάσματα που περιείχαν τη δική του ομιλία και όχι εκείνα που περιλάμβαναν την ομιλία άλλων προσώπων. Ο προσφεύγων υπέβαλε καταγγελία στην ουγγρική αρχή προστασίας δεδομένων, ζητώντας από αυτήν, αφενός, να διαπιστώσει ότι η υπεύθυνη επεξεργασίας ενήργησε παρανόμως, κατά παράβαση του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων, μη παραδίδοντάς του το φωνογράφημα ―συμπεριλαμβανομένων, ιδίως, των απαντήσεων στις ερωτήσεις του― και, αφετέρου, να υποχρεώσει την υπεύθυνη επεξεργασίας να παραδώσει το εν λόγω φωνογράφημα.
Η Αρχή απέρριψε την καταγγελία, καθώς δεν διαπίστωσε παράβαση του ΓΚΠΔ.
Ο προσφεύγων άσκησε ένδικη διοικητική προσφυγή κατά της απόφασης αυτής, ζητώντας ως κύριο αίτημα τη μεταρρύθμισή της και, επικουρικώς, την ακύρωσή της. Κατά τη συζήτηση της προσφυγής αυτής, η Αρχή επανέλαβε τη θέση που υιοθέτησε στην απόφαση και ζήτησε την απόρριψή της.
Παράλληλα, ο προσφεύγων άσκησε αγωγή ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων ασκώντας τα δικαιώματά του δυνάμει του άρθρου 79 ΓΚΠΔ. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που επιλήφθηκε της υπόθεσης έκρινε με τελεσίδικη απόφαση ότι η υπεύθυνη επεξεργασίας είχε προσβάλει το δικαίωμα πρόσβασης του προσφεύγοντος, δεδομένου ότι, παρά το αίτημά του, δεν είχε θέσει στη διάθεσή του τα αποσπάσματα του φωνογραφήματος που είχε καταχωριστεί κατά τη διάρκεια της γενικής συνέλευσης των μετόχων, τα οποία περιείχαν τις απαντήσεις στις ερωτήσεις του. Κατά συνέπεια, το εν λόγω δικαστήριο διέταξε την υπεύθυνη επεξεργασίας να παραδώσει στον προσφεύγοντα τα εν λόγω αποσπάσματα. Ο προσφεύγων ζήτησε, στο πλαίσιο της ένδικης διοικητικής διαδικασίας, να ληφθεί υπόψη η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου.
Ο προβληματισμός του διοικητικού δικαστηρίου και το αίτημα της ουγγρικής Αρχής για αποστολή προδικαστικού στο ΔΕΕ
Υπό το δεδομένο της τελεσίδικης απόφασης του πολιτικού δικαστηρίου, η ουγγρική Αρχή πρότεινε, στο πλαίσιο της ένδικης διοικητικής διαδικασίας, την κίνηση διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής, για τον λόγο ότι υφίστανται παράλληλες αρμοδιότητες μεταξύ της εποπτικής αρχής και των πολιτικών δικαστηρίων. Το δικαστήριο συμφώνησε με τη σκοπιμότητα της εξέτασης του ζητήματος αυτού, εκτιμώντας ότι είναι αναγκαίο για την επίλυση της διαφοράς να οριοθετηθούν οι παράλληλες αρμοδιότητες, γεγονός που καθιστά αναγκαία τη νομική ερμηνεία από το ΔΕΕ.
Σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο:
«Το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη ερμηνεύσει τα άρθρα 77 και 79 του κανονισμού 2016/679 υπό το πρίσμα της οριοθέτησης των αρμοδιοτήτων που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές. Τα άρθρα αυτά προβλέπουν, υπέρ των θιγόμενων υποκειμένων δικαίου, δικαιώματα που μπορούν να ασκηθούν εκ παραλλήλου, πλην όμως η παράλληλη άσκηση των δικαιωμάτων αυτών μπορεί να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς την ασφάλεια δικαίου, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης. Σύμφωνα με τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, τα πολιτικά δικαστήρια δεν δεσμεύονται από τις αποφάσεις της εποπτικής αρχής, συνεπώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ένα πολιτικό δικαστήριο να εκδώσει απόφαση αντίθετη προς εκείνη της εποπτικής αρχής σχετικά με τα ίδια πραγματικά περιστατικά. […]
Το αιτούν δικαστήριο συμφωνεί με την εποπτική αρχή ως προς το επιχείρημά της ότι η εξουσία που παρέχει το άρθρο 51, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/679, καθώς επίσης και τα καθήκοντα και οι εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 57, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και στʹ, και στο άρθρο 58, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, παρέχουν στην εποπτική αρχή κατά προτεραιότητα αρμοδιότητα για την έρευνα και την εποπτεία της τήρησης των υποχρεώσεων που προβλέπει ο κανονισμός αυτός. Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο προτείνει στο Δικαστήριο να επιβεβαιώσει την ερμηνεία κατά την οποία, σε περίπτωση που η εποπτική αρχή διεξάγει ή διεξήγαγε διαδικασία για την ίδια παράβαση, η απόφαση της εν λόγω αρχής στην υπόθεση αυτή —καθώς και η απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου που την εποπτεύει— έχουν προτεραιότητα στη διαπίστωση της ύπαρξης παράβασης, και στο πλαίσιο των εν λόγω διοικητικών διαδικασιών και διαδικασιών ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου, οι αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που έχουν ενεργήσει δυνάμει του άρθρου 79 του κανονισμού 2016/679 δεν έχουν δεσμευτική ισχύ.»
Τα προδικαστικά ερωτήματα
Το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:
1. Έχουν τα άρθρα 77 παρ. 1 και 79 παρ.1 ΓΚΠΔ την έννοια ότι η διοικητική προσφυγή που προβλέπεται στο άρθρο 77 συνιστά μέσο άσκησης δημόσιων δικαιωμάτων, ενώ η δικαστική προσφυγή που προβλέπεται στο άρθρο 79 αποτελεί μέσο για την άσκηση ιδιωτικών δικαιωμάτων; Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, πρέπει εξ αυτού να συναχθεί ότι η εποπτική αρχή, στην οποία εναπόκειται να αποφανθεί επί των διοικητικών προσφυγών, έχει κατά προτεραιότητα αρμοδιότητα να διαπιστώσει την ύπαρξη παράβασης;
2. Όταν το υποκείμενο των δεδομένων —το οποίο θεωρεί ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορά συνιστά παράβαση του ΓΚΠΔ— ασκεί συγχρόνως το δικαίωμά του να υποβάλει καταγγελία δυνάμει του άρθρου 77 παρ.1 και το δικαίωμά του άσκησης δικαστικής προσφυγής δυνάμει του άρθρου 79 παρ.1, πρέπει να θεωρηθεί ότι ερμηνεία σύμφωνη με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων συνεπάγεται:
α) ότι η εποπτική αρχή και το δικαστήριο υποχρεούνται να εξετάσουν την ύπαρξη παράβασης κατά τρόπο ανεξάρτητο, επομένως, δύνανται να καταλήξουν σε διαφορετικά αποτελέσματα· είτε
β) ότι η απόφαση της εποπτικής αρχής έχει προτεραιότητα όσον αφορά την εκτίμηση της διάπραξης παράβασης, λαμβανομένων υπόψη των εξουσιών που προβλέπονται στο άρθρο 51 παρ.1 ΓΚΠΔ και των εξουσιών που παρέχει το άρθρο 58, παράγραφος 2, στοιχεία β΄ και δ΄, του ίδιου κανονισμού;
3. Έχει η ανεξαρτησία της εποπτικής αρχής, την οποία κατοχυρώνουν τα άρθρα 51, παράγραφος 1, και 52, παράγραφος 1 ΓΚΠΔ, την έννοια ότι η αρχή αυτή, όταν εξετάζει και αποφαίνεται επί της καταγγελίας του άρθρου 77, είναι ανεξάρτητη από την τελεσίδικη απόφαση του αρμόδιου βάσει του άρθρου 79 δικαστηρίου, με αποτέλεσμα να μπορεί ακόμη και να εκδώσει διαφορετική απόφαση σχετικά με την ίδια εικαζόμενη παράβαση;
Η αίτηση προδικαστικής απόφασης είναι διαθέσιμη στο curia.europa.eu