Επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών, επιδομάτων εορτών και αποδοχών και επιδομάτων αδείας, καθώς και αποζημίωσης λόγω λύσης της σύμβασης εργασίας σε οικόσιτη οικιακή μισθωτή για τη φροντίδα ηλικιωμένου
Την καταβολή, πέραν του συμφωνημένου μισθού, των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, των αποδοχών και των επιδομάτων αδείας αναγνώρισε το Ειρηνοδικείο Ιλίου (ΕιρΙλίου 4/2021) και στην περίπτωση των οικόσιτων οικιακών μισθωτών εργαζομένων.
Συγκεκριμένα, διαπίστωσε αφενός πως η εν λόγω εργασιακή σχέση δεν διέπεται από τις ειδικές διατάξεις για το χρόνο εργασίας των μισθωτών, για την εργασία κατά τις Κυριακές, αργίες, ημέρες αναπαύσεως, την υπερεργασία και υπερωριακή εργασία, επιπλέον δε δεν ισχύουν για τους εν λόγω εργαζομένους τα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων των εκάστοτε εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αλλά ο μισθός τους ρυθμίζεται κατόπιν συμφωνίας και, σε περίπτωση που δεν συμφωνήθηκε, οφείλεται ο συνηθισμένος μισθός. Αφετέρου, όμως, αναγνώρισε πως και για τους οικιακούς μισθωτούς, όπως εν προκειμένω, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου μόνου περ. γ ΕΔ 376/1971 για την παροχή αδείας με αποδοχές και επιδόματος αδείας, καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 Ν. 1082/1980 και 4 παρ. 9 Κ.Υ.Α. 19040/1981 για την παροχή επιδομάτων εορτών (ΑΠ 1955/2007).
Κατόπιν τούτων, κάνοντας δεκτή την αγωγή της εργαζομένης, η οποία προσλήφθηκε ως οικόσιτη οικιακή μισθωτή από την εναγομένη δυνάμει προφορικής συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να παρέχει στον ηλικιωμένο πατέρα της τελευταίας υπηρεσίες που αφορούν κατά κύριο λόγο στις οικιακές του ανάγκες αλλά και στην προσωπική του περιποίηση, το δικαστήριο καταδίκασε την εναγόμενη στην καταβολή δεδουλευμένων μισθών, επιδομάτων εορτών, αποδοχών αδείας και επιδομάτων αδείας. Επεσήμανε δε, πως ως υπήκοος κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν απαιτείτο να διαθέτει άδεια εργασίας προκειμένου να εργαστεί νομίμως στην Ελλάδα.
Επιδίκασε, επιπλέον, εύλογη αποζημίωση λόγω λύσης της σύμβασης εργασίας που επήλθε συνεπεία του θανάτου του ηλικιωμένου πατρός της εναγόμενης, στο πρόσωπο του οποίου απέβλεπε η κατάρτιση της σύμβασης εργασίας, κατά ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 675 παρ. 2 του ΑΚ, τονίζοντας πως εργοδότρια ήταν η εναγόμενη – κόρη του ηλικιωμένου και όχι ο ίδιος ο ηλικιωμένος πατέρας της τελευταίας.
Απόσπασμα απόφασης
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 663 ΑΚ, 3 παρ. 1 εδ. γʼ του ΒΔ της 16/18-7-1920, 1 παρ.2 ΑΝ 539/1945, άρθρου μόνου περ. γ’ ΒΔ 376/1971, 2 παρ. 1 περ. δ’ ΒΔ 748/1966, 43 Ν. 1836/1989 και 1 παρ.1 Ν. 1876/1990 προκύπτει ότι οικιακοί μισθωτοί είναι εκείνοι που με βάση σύμβαση εξαρτημένης εργασίας παρέχουν στον εργοδότη τους ή/ και σε μέλη της οικογένειάς του υπηρεσίες που αφορούν κατά κύριο λόγο στις οικιακές τους ανάγκες αλλά και στην προσωπική τους περιποίηση, ιδίως όταν αδυνατούν, λόγω ηλικίας ή ασθενείας, να επιμεληθούν του εαυτού τους (βλ. ΆΠ 1591/2017, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 250/1998, ΤΝΠ ΔΣΑ). Όταν οι εργαζόμενοι αυτοί διαμένουν και διατρέφονται στην οικία του εργοδότη (ή του μέλους της οικογένειας του), χαρακτηρίζονται ως οικόσιτοι οικιακοί μισθωτοί (βλ. ΑΠ 1955/2007, 1397/2006). Λόγω δε της ιδιάζουσας φύσεως των υπηρεσιών που παρέχουν οι οικιακοί μισθωτοί και των ειδικών περιστάσεων υπό τις οποίες τις παρέχουν (εντός του οικιακού περιβάλλοντος υπό συνθήκες σχέσεως εμπιστοσύνης και ειδικής μέριμνας για το μισθωτό), η εργασιακή τους σχέση δεν διέπεται από τις ειδικές διατάξεις για το χρόνο εργασίας των μισθωτών, για εργασία κατά τις Κυριακές, αργίες, ημέρες αναπαύσεως, υπερεργασία και υπερωριακή εργασία, επιπλέον δε δεν ισχύουν γι’ αυτούς τα κατώτατα όρια μισθών και ημερομισθίων των εκάστοτε εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αλλά ο μισθός τους ρυθμίζεται με συμφωνία και, σε περίπτωση που δεν συμφωνήθηκε, οφείλεται ο συνηθισμένος μισθός. Τα ανωτέρω δεν μεταβλήθηκαν μετά τις 8-3-1990, αφότου άρχισε να ισχύει ο Ν. 1876/1990 “περί ελευθέρων συλλαβικών διαπραγματεύσεων”, διότι ναι μεν το άρθρο 1 παρ. 1 του άνω νόμου ορίζει ότι ο νόμος αυτός αφορά όλους όσους εργάζονται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε οποιοδήποτε ημεδαπό ή αλλοδαπό εργοδότη, επιχείρηση, εκμετάλλευση ή υπηρεσία του ιδιωτικού ή δημοσίου τομέα, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι κατ’ οίκον εργαζόμενοι, όμως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής κατ’ οίκον εργαζόμενοι είναι οι μισθωτοί που παρέχουν την εργασία τους όχι στο χώρο όπου λειτουργεί η επιχείρηση του εργοδότη αλλά στην οικία τους, δεν υπάγονται δε στην κατηγορία αυτή οι οικιακοί μισθωτοί, οι οποίοι έχουν προσληφθεί να παρέχουν την εργασία τους στην οικία του εργοδότη είτε διαμένουν και διατρέφονται σ’ αυτήν είτε όχι. Τούτο συνάγεται και από τα πρακτικά των συζητήσεων της συντακτικής επιτροπής του νόμου αυτού, στα οποία, ενώ στην αρχική διατύπωση του άρθρου 1 παρ. 1 αυτού γινόταν ρητή αναφορά στο ότι ο εν λόγω νόμος έχει εφαρμογή και στο οικιακό προσωπικό και στους κατ’ οίκον εργαζομένους, στην τελική διατύπωση της εν λόγω διατάξεως η επιτροπή απάλειψε το οικιακό προσωπικό διότι υπήρχαν αμφιβολίες ως προς το αν μπορούν να συνάπτονται συλλογικές συμβάσεις εργασίας, εφόσον δεν υπάρχει αντίστοιχη εργοδοτική οργάνωση. Ισχύουν όμως και για τους οικιακούς μισθωτούς οι διατάξεις του άρθρου μόνου περ. γ ΕΔ 376/1971 για την παροχή αδείας με αποδοχές και επιδόματος αδείας, καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 Ν. 1082/1980 και 4 παρ. 9 Κ.Υ.Α. 19040/1981 για την παροχή επιδομάτων εορτών (ΑΠ 1955/2007).
Για τα επιδόματα εορτών, για τις αποδοχές και για το επίδομα αδείας που αποτελούν και αυτά μισθό κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 655 Α.Κ., επειδή τάσσεται από το νόμο επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής, είναι προφανές ότι με μόνη την πάροδο αυτής (δήλης ημέρας) καθίσταται ο εργοδότης υπερήμερος, κατ’ άρθρο 341 παρ. 1 ΑΚ και οφείλει έκτοτε, επί χρηματικού χρέους, τόκους υπερημερίας κατ’ άρθρο 345 εδαφ. α’ ΑΚ. Σύμφωνα με το άρθρο 655 ΑΚ ο μισθός καταβάλλεται μετά την παροχή εργασίας και αν υπολογίζεται κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα (μήνας, εβδομάδα), καταβάλλεται στο τέλος καθενός από αυτά. Το άρθρο αυτό θεσπίζει έτσι τον κανόνα της προεκπλήρωσης της παροχής που βαρύνει το μισθωτό, είναι όμως δυνατό να υπάρξει αντίθετη συμφωνία ή να έχει δημιουργηθεί διαφορετική συνήθεια (Γ. Λεβέντη – Κ. Παπαδημητρίου, όπ.π., σελ. 527). Το δε δώρο Χριστουγέννων ισούται με ένα μισθό για τους αμειβόμενους με μισθό και υπολογίζεται επί του σβόλου των τακτικών αποδοχών, δηλαδή λαμβάνεται υπόψη και κάθε παροχή σε χρήμα και σε είδος που καταβάλλεται τακτικά στο μισθωτό σε αντάλλαγμα της εργασίας του, όπως μεταξύ άλλων η αναλογία του επιδόματος αδείας (Γ. Λεβέντη – Κ. Παπαδημητρίου, όπ.π., σελ. 533-535). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 εδ. 2 του α.ν. 539/1945 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 ν.δ. 3755/1957 ο εργοδότης που δεν χορηγεί στο μισθωτό την ετήσια άδεια αναψυχής του μέχρι τη λήξη του έτους στο οποίο αντιστοιχεί, δηλαδή μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, υποχρεούται να καταβάλει σε αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές των ημερών αδείας.
Με την πάροδο του έτους λοιπόν η αξίωση για παροχή αυτούσιας άδειας μετατρέπεται σε χρηματική αξίωση (ΑΠ 1890/1983, ΔΕΝ 1984, 1124, ΑΠ 455/2010, ΔΕΝ 2010, 855)
Η απόφαση είναι διαθέσιμη στην ΤΝΠ Ισοκράτης.
https://www.lawspot.gr/nomika-nea/kathestos-apasholisis-oikositoy-oikiakoy-misthotoy-eirilioy-4-2021