Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, συναγόμενη από ορισμένη συμπεριφορά του καταγγέλλοντος
—Έννοια επίσχεσης εργασίας.
—Πότε το εν λόγω δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά
—Η αδικαιολόγητη άρνηση του μισθωτού να παρέχει τις υπηρεσίες του μπορεί μεν, κατά τις περιστάσεις, να αξιολογηθεί ως συμπεριφορά που, κατ’ αντικειμενική κρίση, εκφράζει τη βούλησή του να καταγγείλει ο ίδιος τη σύμβαση, πλην όμως στην περίπτωση που ο μισθωτός απέχει από την εργασία του ύστερα από δήλωση ότι ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης ή ότι συνεχίζει την επίσχεση, ο εργοδότης δεν έχει το δικαίωμα, από μόνη τη δήλωση αυτή, να θεωρήσει ότι η σύμβαση έχει λυθεί από τον μισθωτό με οικειοθελή αποχώρηση του τελευταίου, με την επίκληση εκ μέρους του εργοδότη της καταχρηστικότητας ή έλλειψης των νομίμων προϋποθέσεων της επίσχεσης εργασίας, πολλώ δε μάλλον εάν ο μισθωτός με δήλωσή του έχει γνωστοποιήσει στον εργοδότη ότι προτίθεται να επιστρέψει στην εργασία του μετά την ολοσχερή εξόφληση των οφειλόμενων σε αυτόν καθυστερουμένων αποδοχών, για τις οποίες προέβη στην επίσχεση, ή μετά τη συμμόρφωση του εργοδότη σε άλλες υποχρεώσεις που τον βαρύνουν, εκτός εάν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η δήλωση περί συνέχισης της επίσχεσης εκ μέρους του μισθωτού είναι προσχηματική και υποκρύπτει βούληση αποχώρησης από την εργασία του.
—Αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η επίσχεση εργασίας κρίθηκε καταχρηστική είναι μόνο το ότι οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να αξιώσουν μισθούς υπερημερίας, εφόσον δε ο εργοδότης αποκρούει την προσφορά εργασίας τους και δεν προβαίνει σε νόμιμη καταγγελία των συμβάσεών τους, καθίσταται υπερήμερος εκείνος, έστω και αν, λόγω της τυχόν προηγούμενης καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης, αυτός δεν είχε αρχικά περιέλθει σε υπερημερία.
—Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, συναγόμενη από ορισμένη συμπεριφορά του καταγγέλλοντος.
—Σιωπηρή καταγγελία από την πλευρά του εργοδότη συνιστά και η άρνησή του να δεχθεί την εργασία που προσηκόντως του προσφέρει ο εργαζόμενος, όταν η άρνηση συνοδεύεται από περιστάσεις από τις οποίες αναμφίβολα προκύπτει η βούληση του εργοδότη για λύση της σύμβασης.
—Η επικαλούμενη από τον εργοδότη οικονομική αδυναμία για καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης δεν μπορεί να άρει τη σχετική υποχρέωσή του, αφού δεν συνιστά ανωτέρα βία αλλά ανάγεται στον κύκλο της επαγγελματικής δραστηριότητας και στη σφαίρα κινδύνου του.
—Ανωτέρα βία δεν συνιστά ούτε ο ισχυρισμός ότι η καθυστέρηση δόσης της αποζημίωσης απόλυσης οφειλόταν στα capital controls που επιβλήθηκαν στις 26.6.2015, ούτε η κακή πορεία της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης, και ειδικότερα η δυσαναλογία μεταξύ των εξόδων της, μεταξύ των οποίων και οι μισθοί, και των από την επιχειρηματική δραστηριότητα εσόδων.
—Η μονομερής μείωση του μισθού από τον, έστω, οικονομικώς δυσπραγούντα εργοδότη συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας των εργαζομένων, η οποία, μεταξύ άλλων, τους παρέχει το δικαίωμα να ζητήσουν την τήρηση των συμβατικών, προ της μεταβολής, όρων.
—Δεδικασμένο και λόγοι αναίρεσης από τη μη λήψη του υπ’ όψιν (απόφαση Αρείου Πάγου, Επιθεώρησις Εργατικού Δικαίου 2021, σ. 307).