Κριτήρια προσδιορισμού της αόριστης νομικής έννοιας της «δυσανάλογα μεγάλης ποινής» καθώς και της μείωσης αυτής κατά το μέτρο «που αρμόζει»
Κάνοντας δεκτό ως βάσιμο τον σχετικό από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας, ο Άρειος Πάγος (ΑΠ 597/2020) εξαφάνισε την πληττόμενη απόφαση, ως προς το κεφάλαιο της μείωσης ποινικής ρήτρας τιθέμενης σε σύμβαση χρονομεριστικής μίσθωσης δωματίου σε ξενοδοχειακό συγκρότημα, συνολικής συμβατικής διάρκειας εξήντα ετών.
Από τις διατάξεις των άρ. 404 επ. του ΑΚ, που αφορούν στη σύμβαση ποινικής ρήτρας, ιδίως δε από το άρ. 409 του ΑΚ, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, για τη διαμόρφωση της δικαστικής του κρίσης σε σχέση με τον προσδιορισμό του περιεχομένου της αόριστης νομικής έννοιας της «δυσανάλογα μεγάλης ποινής» και του «μέτρου που αρμόζει», λαμβάνει υπόψη τα περιστατικά που σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν και, ιδίως, το μέγεθος της ποινής σε σύγκριση με την αξία της αντιπαροχής του δανειστή, την οικονομική κατάσταση των μερών, τα συμφέροντα του δανειστή που επλήγησαν από την αθέτηση της σύμβασης, την έκταση της συμβατικής παράβασης του οφειλέτη, το βαθμό του πταίσματός του, την ενδεχόμενη ωφέλειά του από τη μη εκπλήρωση της παροχής, τα απώτερα επιβλαβή αποτελέσματα και κάθε δικαιολογημένο συμφέρον του δανειστή.
Επίσης, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι τυχόν μεταβαλλόμενες συνθήκες, μετά τη συνομολόγηση της ποινικής ρήτρας, που μπορεί να έχουν επίπτωση στον δυσανάλογο χαρακτήρα της ποινής. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται, κατά το άρ. 559 αριθμ. 1 και 19 του ΚΠολΔ, για την ορθή υπαγωγή στα παραπάνω κριτήρια του άρθρου 409 του ΑΚ των περιστατικών που έγιναν ανελέγκτως δεκτά. Δεν ελέγχεται, ωστόσο, ο προσδιορισμός του ποσού κατά το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να μειωθεί η ποινική ρήτρα, ούτε και για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Για τη σχετική κρίση του δικαστηρίου, λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος έκδοσης της οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δηλαδή της συζήτησης, μετά την οποία αυτή εκδόθηκε, ανεξάρτητα από το αν, κατά τις περιστάσεις, λαμβάνονται υπόψη περιστατικά, αναγόμενα σε προγενέστερο χρόνο.
Εν προκειμένω, το εφετείο, όσον αφορά στο κεφάλαιο μείωσης της ποινικής ρήτρας, αφού έκρινε ότι η ρήτρα αυτή είναι δυσανάλογα μεγάλη, εν συνεχεία προέβη στη μείωσή της. Ωστόσο, το ανώτατο δικαστήριο κατέληξε πως το δευτεροβάθμιο διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες, ως προς την εξειδίκευση του περιεχομένου της αόριστης νομικής έννοιας της «δυσανάλογα μεγάλης ποινής» καθώς και του προσήκοντος μέτρου αυτής.
Ειδικότερα, έκρινε πως στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν διευκρινίζεται ποιος ακριβώς χρόνος λήφθηκε υπόψη για τον προσδιορισμό του «δυσανάλογα μεγάλου» της ποινικής ρήτρας και, συνακόλουθα, δεν αποσαφηνίζεται αν οι συνθήκες, ιδίως οι οικονομικές, που επικρατούσαν κατά τον κρίσιμο αυτό χρόνο ήταν ίδιες με εκείνες του χρόνου που συνομολογήθηκε η ποινική ρήτρα. Επιπλέον, δεν διαλαμβάνονται πραγματικά περιστατικά για την οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών και δεν εξειδικεύεται η έκταση της παράβασης της συμβατικής υποχρέωσης της εκμισθώτριας εταιρείας, αλλά και ο βαθμός του πταίσματός της, λαμβάνοντας υπόψη και την υποχρέωσή της, κατ’ άρ. 575 του ΑΚ, να διατηρεί κατάλληλο το μίσθιο για τη συμφωνημένη χρήση καθόλη τη διάρκεια της μίσθωσης.
Όσον αφορά στον χαρακτήρα του επίμαχου συμβατικού όρου ως ποινικής ρήτρας, και το ανώτατο δικαστήριο δέχτηκε πως οι «αποζημιωτικές» ή «κατ’ αποκοπή αποζημίωσης» συμβατικές ρήτρες, όπως χαρακτηρίζονται αυτές με τις οποίες τα μέρη επιχειρούν να προκαθορίσουν την οφειλόμενη αποζημίωση για την περίπτωση που δεν εκπληρωθεί η σύμβαση, ήτοι η αποζημίωση αυτή ορίζεται ως ένας εκ των προτέρων αφηρημένος υπολογισμός του ύψους της ζημίας και, συνακόλουθα, της αποζημίωσης που θα προκύψει και αντίστοιχα θα οφείλεται σε περίπτωση μελλοντικής και ενδεχόμενης αθέτησης συμβατικής υποχρέωσης, χωρίς δικαίωμα ανταπόδειξης του οφειλέτη (ρήτρες απόλυτης δεσμευτικότητας), ως αντίθετες στις διατάξεις των άρθρων 3 και 298 του ΑΚ, δεν συνιστούν τίποτε άλλο, παρά την ποινική ρήτρα των άρθρων 404 επ. του ΑΚ.
Απόσπασμα απόφασης ΑΠ 597/2020
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 409 ΑΚ, “αν η ποινή που συμφωνήθηκε είναι δυσανάλογα μεγάλη, μειώνεται, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, από το δικαστήριο στο μέτρο που αρμόζει. Αντίθετη συμφωνία δεν ισχύει”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, για τη μόρφωση της δικαστικής του κρίσης σε σχέση με τον προσδιορισμό του περιεχομένου της αόριστης νομικής έννοιας της “δυσανάλογα μεγάλης ποινής” και του “μέτρου που αρμόζει”, λαμβάνει υπόψη τα περιστατικά που σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν και ιδίως το μέγεθος της ποινής σε σύγκριση με την αξία της αντιπαροχής του δανειστή, την οικονομική κατάσταση των μερών, τα συμφέροντα του δανειστή που επλήγησαν από την αθέτηση της σύμβασης, την έκταση της συμβατικής παράβασης του οφειλέτη, το βαθμό του πταίσματός του, την ενδεχόμενη ωφέλειά του από τη μη εκπλήρωση της παροχής, τα απώτερα επιβλαβή αποτελέσματα και κάθε δικαιολογημένο συμφέρον του δανειστή. Οι τυχόν μεταβαλλόμενες συνθήκες, μετά τη συνομολόγηση της ποινικής ρήτρας, που μπορεί να έχουν επίπτωση στο δυσανάλογο, θα πρέπει, επίσης, να ληφθούν υπόψη (πρβλ. και άρθρ. 388 και 288 ΑΚ). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ελέγχεται, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ, για την ορθή υπαγωγή στα παραπάνω κριτήρια του άρθρου 409 ΑΚ των περιστατικών που έγιναν, ανελέγκτως, δεκτά. Δεν ελέγχεται, όμως, ο προσδιορισμός του ποσού κατά το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να μειωθεί η ποινική ρήτρα (ΑΠ 892/2019, ΑΠ 981/2018, ΑΠ 869/2017, ΑΠ 98/2017), ούτε και για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας (ΑΠ 892/2019).
Για τη σχετική κρίση του δικαστηρίου, λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος έκδοσης της οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δηλαδή της συζήτησης, μετά την οποία αυτή εκδόθηκε, ανεξάρτητα από το αν, κατά τις περιστάσεις, λαμβάνονται υπόψη περιστατικά, αναγόμενα σε προγενέστερο χρόνο (ΑΠ 869/2017, ΑΠ 1439/2012, ΑΠ 605/2010). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο παρών λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν έχει, όμως, εφαρμογή η διάταξη αυτή, όταν οι ελλείψεις ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, και ιδίως στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται απ’ αυτές, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές και πλήρες το πόρισμα και για το λόγο αυτόν γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή γιατί δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, συνεπώς, δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε, στο πλαίσιο της υπόψη διάταξης του άρθρου 559 αριθμ.19 του ΚΠολΔ, αυτή να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, το Εφετείο, αναφορικά με το κεφάλαιο μείωσης της ποινικής ρήτρας, αφού προηγουμένως έκρινε ότι η ρήτρα αυτή είναι δυσανάλογα μεγάλη, στη συνέχεια, προέβη στη μείωσή της, με την αιτιολογία που έχει παρατεθεί στη σκέψη ΙΙ της παρούσας. Έτσι, όμως, που έκρινε το Εφετείο, περιέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες, ως προς την εξειδίκευση του περιεχομένου της αόριστης νομικής έννοιας της “δυσανάλογα μεγάλης ποινής” και του προσήκοντος μέτρου της ποινής (“στο μέτρο που αρμόζει”), εξαιτίας των οποίων καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, ως προς την ορθή ή όχι εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 409 ΑΚ.
Ειδικότερα, το Εφετείο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του: α) δεν διευκρινίζει ποίο χρόνο έλαβε υπόψη για να προσδιορίσει το “δυσανάλογα μεγάλο” της ποινικής ρήτρας και, συνακόλουθα, δεν αποσαφηνίζει αν οι συνθήκες (ιδίως οικονομικές), κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο της (πρώτης) συζήτησης της αγωγής που έπρεπε να ληφθεί υπόψη για να προσδιοριστεί αν η συμφωνημένη ποινή είναι ή όχι “δυσανάλογα μεγάλη”, ήταν ίδιες με εκείνες του χρόνου που συνομολογήθηκε η ποινική ρήτρα, αλλά περιορίζεται να αναφέρει γενικόλογα την οικονομική κρίση “…ιδιαίτερα από το έτος 2012”, β) δεν διέλαβε πραγματικά περιστατικά για την οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών και γ) δεν εξειδικεύεται η έκταση της παράβασης της συμβατικής υποχρέωσης της εκμισθώτριας εταιρείας, αλλά και ο βαθμός του πταίσματός της, αν ληφθεί υπόψη και η υποχρέωσή της, κατ’ άρθρ. 575 ΑΚ, να διατηρεί κατάλληλο το μίσθιο για τη συμφωνημένη χρήση σ’ όλη τη διάρκεια της μίσθωσης.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr